Τ’ αη Στρατήγ’ περίμεναν οι Λέσβιοι να λευτερωθούν κι είχαν τις ελπίδες τους στο δικό τους Στρατηγό τον Ταξιάρχη .Έτσι και έγινε μιας και Ξημερώματα της 8ης Νοεμβρίου 1912 έξω απ’ το λιμάνι της Μυτιλήνης.Ανάμεσα στα ελληνικά πλοία ξεχώριζε με την επιβλητικότητά του η ναυαρχίδα του στόλου, το θωρηκτό “Γ. Αβέρωφ”. Αυτή ήταν η αρχή για την απελευθέρωση της Λέσβου!
Το πρώτο νησί που απελευθερώθηκε ήταν η Λήμνος (8 Οκτωβρίου 1912), γιατί ο Ναύαρχος αποσκοπούσε στη χρήση του κόλπου του Μούδρου ως φυσικού αγκυροβολίου του ελληνικού στόλου. Στόχος του ήταν η παρουσία του ελληνικού στόλου στην περιοχή να λειτουργήσει αποτρεπτικά σε μια ενδεχόμενη έξοδο του οθωμανικού στόλου από τα στενά των Δαρδανελλίων. Έτσι ο οθωμανικός στόλος εγκλωβίστηκε στα στενά και τις δύο φορές που επιχείρησε να εξέλθει, υπέστη ισάριθμες ήττες (ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου). Μετά τη Λήμνο ακολούθησε η κατάληψη από τον ελληνικό στόλο των γειτονικών νησιών Ίμβρου, Τενέδου, Θάσου και Σαμοθράκης.
Η Λέσβος και η Χίος, επειδή βρισκόταν αρκετά μακριά από την έξοδο των Δαρδανελλίων, δεν εντάσσονταν άμεσα στα σχέδια του Κουντουριώτη και γι’ αυτό η απελευθέρωσή τους καθυστερούσε. Οι ειδήσεις που κατέφθαναν στη Λέσβο για την απελευθέρωση των γειτονικών της νησιών από τον ελληνικό στόλο, αύξαναν τόσο την αγωνία όσο και την επιθυμία των χριστιανών κατοίκων της για την άμεση απελευθέρωση και του δικού τους νησιού. Έτσι επιτροπή Πλωμαριτών που αποτελούνταν από τους Ιωάννη Πετρέλλη, Γεώργιο Λύτρα, Δ. Τσακίρη και Γεώργιο Τόμπρα ή Πολυχνιάτη επιβιβάστηκε σε πλοιάριο και κατευθύνθηκε στη Λήμνο, στον κόλπο του Μούδρου, όπου ναυλοχούσε ο ελληνικός στόλος. Εκεί παρέδωσε στο Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη επιστολή, με την οποία δίνονταν πληροφορίες για τις δυνάμεις των Οθωμανών στη Λέσβο, ενώ παράλληλα η επιτροπή ζήτησε την επίσπευση της απελευθέρωσης του νησιού.
Πράγματι, ο ελληνικός στόλος, με το Nαύαρχο Παύλο Κουντουριώτη επικεφαλής, ξεκίνησε από τον κόλπο του Μούδρου το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου και αγκυροβόλησε τα ξημερώματα της 8ης Νοεμβρίου 1912 έξω απ’ το λιμάνι της Μυτιλήνης. Ανάμεσα στα ελληνικά πλοία ξεχώριζε με την επιβλητικότητά του η ναυαρχίδα του στόλου, το θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», για τη ναυπήγηση του οποίου είχαν συμβάλλει με μεγάλα χρηματικά ποσά ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ, αλλά και χιλιάδες Ελλήνων του εσωτερικού και του εξωτερικού, αγοράζοντας τα λεγόμενα λαχεία του στόλου, που είχε εκδώσει το ελληνικό Δημόσιο για την ενίσχυση του στόλου. Μετά την επίδοση του τελεσιγράφου του Κουντουριώτη προς τις οθωμανικές αρχές του νησιού, με το οποίο ζητούνταν η άμεση παράδοση της πόλης, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των οθωμανικών αρχών, των χριστιανών και μουσουλμάνων προυχόντων της Μυτιλήνης. Στη σύσκεψη αυτή, αποφασίστηκε να αποχωρήσουν οι ολιγάριθμες οθωμανικές ένοπλες δυνάμεις στο εσωτερικό του νησιού και να γίνει αναίμακτα η κατάληψη της Μυτιλήνης, προκειμένου να αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία του άοπλου πληθυσμού, του χριστιανικού και του μουσουλμανικού.
Η αποβίβαση των Ελλήνων πεζοναυτών και ναυτών άρχισε στις 12.30 το μεσημέρι, κάτω απ’ τα ξέφρενα πανηγύρια του κόσμου και έγινε στη λεγόμενη Πετρόσκαλα, που βρισκόταν στη θέση του σημερινού Τελωνείου. Μετά την παράδοση των οθωμανικών αρχών, όλη η πόλη σημαιοστολίστηκε. Στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου πραγματοποιήθηκε δοξολογία, στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Κύριλλος, ο οποίος μαζί με το σύνολο των παρευρισκομένων έψαλε το «Χριστός Ανέστη».
Αμέσως, με ανακοίνωσή τους οι ελληνικές αρχές κήρυξαν την ένωση του νησιού με την Ελλάδα και διακήρυξαν την ισονομία και την ισοπολιτεία για όλους τους κατοίκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους.