γράφει ο Δημήτρης Χατζηχαραλάμπους
Το παρακάτω ευθυμογράφημα δεν είναι ακριβώς προϊόν μυθοπλασίας και αφιερώνεται σε εκείνη την αυτοδιοικητικό που με το ανεξάντλητο χιούμορ της μου διηγήθηκε την ιστορία και μου έμαθε το «Μυτιληνιό ρητό»
Η πόρτα του γραφείου του αρμόδιου Αντιδημάρχου άνοιξε και ο επισκέπτης που μάλλον θα περίμενε κάμποσο, ξεχύθηκε με φούρια παιδιού που ορμά σε παιδότοπο και προσγειώθηκε σε μια από τις άνετες πολυθρόνες.
- Κύριε Αντιδήμαρχε ευχαριστώ που με δεχτήκατε. Δε θέλω να σας απασχολήσω για πολύ αλλά είμαι σίγουρος πως αυτά που θα σας πω θα σας ενθουσιάσουν.
Ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού, που πλέον η μακρόχρονη εμπειρία του τον είχε μάθει να μην ενθουσιάζεται εύκολα, χαμογέλασε με συγκατάβαση και οπλίστηκε με υπομονή. Ο συνομιλητής του ξεκίνησε να παρλάρει με ευφράδεια παρλαπίπα δικηγόρου σε ελληνική ταινία των 60’ς.
- Θα σας απαγγείλω ένα μου ποίημα, από μια δουλειά που ετοιμάζω τα τελευταία τέσσερα χρόνια και επιτέλους ολοκληρώθηκε.
Πετάχτηκε από την πολυθρόνα σαν ελατήριο αμορτισέρ Ferrari, ξερόβηξε και τέντωσε το λαιμό κοιτώντας προς το ταβάνι.
Ο Αντιδήμαρχος από την άλλη, έψαξε με αγωνία το φλυτζάνι του, ρούφηξε μια γερή τζούρα καφέ και αναλογίστηκε ποια άτιμη μοίρα τον καταδίκασε να προάγει το Λεσβιακό πολιτισμό. Σχεδόν τινάχτηκε από την καρέκλα σαν ο ποιητής ξεκίνησε τις κορώνες με φωνή κράμα Παβαρότι και Τόλη Βοσκόπουλου.
Τα αρμιρίκια
Η Λέσβος μας τους κόλπους της
κρατούσε στην ποδιά της
τη Γέρα και την Καλλονή
και τ’ άλλα τα παιδιά της.
γεια σας και μέρα σας καλή
ο πρίγκηπας η Ελιά μας ζει;
Κι όλ’ τραγούδησαν μαζί
Ζει και ζει κι από τον ήλιο ζεματεί
η ελιά μας ζεματεί
Από το μέσο του χαμού
και πίσω από τους χειμώνες
είδα πως έκαιγε η φουφού
πλαλούν οι Μυρμιδώνες
γεια σας και μέρα σας καλή
ο πρίγκηπας η Ελιά μας ζει;
Κι όλ’ τραγούδησαν μαζί
Ζει και ζει κι από τον ήλιο ζεματεί
η ελιά μας ζεματεί
κι εγώ μέσα στις φυλλωσιές
λακκούβες και τζιτζίκια
σαν τους παλιούς τους στεριανούς
ρωτούσα τ’ αρμυρίκια
Σεις αρμιρίκια μου παιδιά
γεια σας και μέρα σας καλή
ο πρίγκηπας η Ελιά μας ζει;
Κι όλ’ τραγούδησαν μαζί
Ζει και ζει κι από τον ήλιο ζεματεί
η ελιά μας ζεματεί
Ο ποιητής ολοκλήρωσε και προσγειώθηκε αποκαμωμένος στην πολυθρόνα ενώ η μασέλα του Αντιδημάρχου παρέμεινε ανοιχτή σαν μια από τις πολλές λακκούβες της πόλης και του ποιήματος. Δεν πρόλαβε να συνέλθει και ο δημιουργός συνέχισε ακάθεκτος.
- Νομίζω δεν χρειάζεται να σας το πω, θα το καταλάβατε βέβαια αλλά πρόκειται για διασκευή του ποιήματος του Ελύτη «Τα τζιτζίκια». Φυσικά δεν είναι το μόνο. Έχω διασκευάσει κι άλλα όπως το «Γυμνός Ιούλιο μήνα» που το έκανα «Ντυμένος το καταχείμωνο», «Η πορτοκαλένια» που μετασχηματίστηκε σε «Η τριανταφυλλένια», η «Μάγια» που έγινε η «Εργατική Πρωτομάγια» και το αριστούργημά μου «Γεια σου κύριε Μενεξέ» που το έκανα «Γεια σου και σένανε μπαξέ». Θέλετε να σας το απαγγείλω κι αυτό;
Ο Αντιδήμαρχος χοροπήδησε σαν να τον τσίμπησαν εκατό καρφίτσες.
- Όχι σας παρακαλώ. Βλέπετε έχω λιγάκι περιορισμένους χρόνους. Εμένα τι ακριβώς με θέλετε;
- Ε μα δεν είναι προφανές; Δεν είμαι ο νέος Ελύτης; Θα ήθελα να προγραμματίσετε μια βραδιά ποίησης και να την εντάξετε στο Λεσβιακό καλοκαίρι για να απαγγείλω τα ποιήματα μου στην πανσέληνο του Αυγούστου στο Κάστρο.
Ο Αντιδήμαρχος οπλίστηκε με τα τελευταία ρινίσματα υπομονής που του απέμεναν και τον ξεπροβόδισε, σχεδόν σπρώχνοντας ως την πόρτα.
- Να μείνετε ήσυχος. Ακόμα είναι νωρίς, αλλά όταν θα φτιάξουμε το πρόγραμμα θα σας έχουμε υπόψη και θα σας ειδοποιήσουμε.
Κλείνοντας την πόρτα πίσω του, έτσι από επαγγελματική διαστροφή, έψαξε στο διαδίκτυο «Τα τζιτζίκια» του Ελύτη και διάβασε απορημένος:
Τα τζιτζίκια
Η Παναγιά τα πέλαγα
κρατούσε στην ποδιά της.
Την Σίκινο, την Αμοργο
και τ’ άλλα τα παιδιά της.
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:
Ζει και ζει και ζει και ζει και ζει και ζει και ζει
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Απο την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες.
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:
Ζει και ζει και ζει και ζει και ζει και ζει και ζει
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.
Ζει και ζει και ζει και ζει και ζει και ζει και ζει
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Ασυναίσθητα, θυμήθηκε μια έκφραση που έλεγαν στο χωριό του, εκεί στη Νοτιοδυτική Λέσβο.
Άραντονμάραντον, το πετσί τον γδάραντον
Ρε λες να πρόκειται για το νέο Ελύτη;