Γράφει ο Δημήτρης Χατζηχαραλάμπους – Ταξίαρχος ε.α. – Συγγραφέας
Μετά από μια εσκεμμένη αποχή δύο μηνών από το δημόσιο γραπτό λόγο αποφασίζω σήμερα να γράψω ξανά, έχοντας πια καταλήξει στη δυσάρεστη διαπίστωση πως έχουν στερέψει τα λόγια.
Χθες στο πινάκιο του Δικαστηρίου Μυτιλήνης, του αξιοσέβαστου ναού της δικαιοσύνης, ήταν εγγεγραμμένες, προκειμένου να διεξαχθούν εντός του ωραρίου λειτουργίας, συνολικά πάνω από εβδομήντα δίκες, δηλαδή μέσα σε έξι, το πολύ με το ζόρι, επτά ώρες. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι οι έγκριτοι και άρτια καταρτισμένοι δικαστικοί λειτουργοί, όταν συνέθεταν το πρόγραμμα της ημέρας είχαν την αγαθή πρόθεση να διεκπεραιώσουν το σύνολο των δικών θα έπρεπε για κάθε υπόθεση να διαθέτουν το μέγιστό 5 λεπτά.
Πλήθος ταλαιπωρημένων ανθρώπων κουνούσαν τα κεφάλια τους με απορία, περίμεναν άλλοτε στωικά και άλλοτε οργισμένα. Φυσικά ποτέ κανείς δεν τους είπε πως οι περισσότεροι περιμένουν άδικα απλά για να ακούσουν την ημερομηνία της αναβολής. Στην υπόθεση που ήμουν μάρτυρας και η οποία έχει πάρει ήδη τρεις αναβολές εδώ και δυο χρόνια δόθηκε νέα αναβολή για το Φεβρουάριο του 2026, ζωή να έχουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι να περνάμε με καφέδες τα πρωινά μας στα δικαστήρια.
Αναρωτήθηκα, πόσες και τι είδους ανώτερες σπουδές και σε ποιο επίπεδο διοίκησης πρέπει να διαθέτει κάποιος υπεύθυνος για να τακτοποιήσει στοιχειωδώς αυτό το οφθαλμοφανές λειτουργικό μπάχαλο; «Δεν υπάρχουν αίθουσες» θα πει κάποιος καλοθελητής, υποστηρικτής της δυσλειτουργίας. Λοιπόν, τώρα το έμαθαν; Και πόσα χρόνια χρειάζονται επιτέλους για να γίνουν και άλλες αίθουσες; Ο μέσος όρος τελεσίδικης απόφασης μιας υπόθεσης σε σκανδιναβικές χώρες είναι 2 – 3 μήνες και στην υπέροχη, ηλιόλουστη, δημοκρατική και δημοκρατίζουσα χώρα μας υπερβαίνει τα 3 χρόνια με αισιόδοξες μετρήσεις.
Κι άντε να καταλάβω πως οι δικαστικοί λειτουργοί του νησιού δεν μπορούν να χτίσουν αίθουσες. Είναι απαραίτητο να ταλαιπωρείται ο πολίτης με την παρουσία του σε ένα «θεατρικό δρώμενο» με πρωταγωνιστές δικαστές και δικηγόρους και ατυχείς κομπάρσους όλους εμάς τους υπόλοιπους; Σημειωτέον πως από τις 70 και βάλε δίκες διεξήχθησαν περίπου 15 και οι υπόλοιποι έκαναν πρωινό σουλάτσο στο δικαστήριο αντιμετωπιζόμενοι ως δούλοι σε καταναγκαστικά έργα.
Όταν σε τοπικό επίπεδο και σε απλά καθημερινά λειτουργικά θέματα η κατάσταση είναι τόσο εξοργιστική, που καταντά εύθυμη για να μη γίνει τραγική, αναρωτιέμαι πως είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν τα σοβαρά;
Την προηγούμενη εβδομάδα, στις 28 του Φεβρουαρίου, 2 χρόνια μετά τα Τέμπη, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι χωρίς κομματικό πρόσημο, για αυτούς μιλάω όχι για όσους προσήλθαν κομματικά, διαδήλωσαν. Διαμαρτυρήθηκαν βουβά για αυτό το ατελείωτο μπάχαλο, για αυτή την ατέρμονη δημόσια θολούρα, για τις μισές κουβέντες, για τις ευθύνες που κρύβονται, για τη δικαιοσύνη που όλο περιμένουμε να λάμψει αλλά παραμένει μουτζουρωμένη, για αυτούς που θα πληρώσουν “όσο ψηλά και να βρίσκονται” αλλά δεν πληρώνουν ποτέ. Τούτη τη βδομάδα συζητάνε στη Βουλή, ανταλλάσσουν τσιτάτες εκφράσεις εκατέρωθεν και η πλειονότητα αυτών που κατέβηκαν στους δρόμους αρνείται να τους ακούσει και τους απαξιώνει. Οι περισσότεροι αισθάνονται οργή, που καταλαγιάζει και δίνει τη θέση της σε συνεχόμενη απογοήτευση.
Αυτή η αίσθηση συνεχούς απογοήτευσης είναι ίσως και ο μεγαλύτερος κίνδυνος, της περιορισμένης πια στο ελάχιστο ελπίδας των περισσότερων, πως κάτι ίσως κάποια μέρα κάτι να αλλάξει. Κι είναι λες και σε αυτή την απογοήτευση να ποντάρει αυτό το αόρατο σύστημα που κουνά μανιασμένα το δάχτυλο σε όσους απελπισμένα σπαρταρούν για να γλυτώσουν μέσα στο δίχτυ της κρατικής, κοινωνικής και ηθικής αδικίας και απαξίωσης της χώρας μας.
Δυο χρόνια και η διερεύνηση, ο καταλογισμός ευθυνών, η διαλεύκανση της υπόθεσης περπατά με βήμα κουτσής χελώνας. Μονάχα αεροβατούντες αισιόδοξοι πιστεύουν πως μπορεί αυτή η δικαιοσύνη να καταλήξει κάπου. Ποιος μπάζωσε; Ποιος εξαφάνισε τα βαγόνια της εμπορικής; Ποιος καλύπτει ποιον; Τι κουβαλούσε τελικά το άλλο τρένο; Σε μια χώρα με στοιχειωδώς λειτουργική απονομή δικαιοσύνης κάτι θα είχε έως τώρα απαντηθεί. Αντιθέτως οι πολιτικοί της κυβέρνησης μας λένε να έχουμε εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη που θα πράξει το έργο της και οι απέναντι τους κατηγορούν για συγκάλυψη και έγκλημα χωρίς να κατονομάζουν υπευθύνους, περιμένουν κι αυτοί την τυφλή δικαιοσύνη να βρει το φως της.
Αν ασπαστώ την κυβερνητική άποψη, αν δεχτώ καλοπροαίρετα πως πρόκειται για ένα ατύχημα λόγω ανθρώπινων λαθών, αν υποθέσω πως τίποτα δεν έχει γίνει με δόλο, κι όλα είναι απλά συνωμοσιολογίες, αναρωτιέμαι και ρωτώ, όλα αυτά που ακολούθησαν ως χειρισμοί εκ μέρους της πολιτείας και της δικαιοσύνης δεν είναι επαρκείς λόγοι για μια αξιοπρεπή κυβέρνηση και μια εύθικτη δικαστική εξουσία, ώστε να υποβάλλουν στο ελάχιστο τις παραιτήσεις τους λόγω ανικανότητας. Διότι αν δεν υπάρχει ποινική ευθύνη και φτάσαμε σε αυτό το σημείο πλήρους και καθολικής αμφισβήτησης θεσμών τότε σίγουρα υπάρχει μέγιστη πολιτική ευθύνη που δεν διορθώνεται.
Κι αν αντίστροφα υπάρχει ποινική ευθύνη, συγκάλυψη ή έγκλημα και εμείς παλινδρομούμε όπως συνήθως σε αυτή τη χώρα περιμένοντας το γιατρό χρόνο να ιάνει τις πληγές, τότε η πολιτική ευθύνη δεν είναι ακόμα μεγαλύτερη; Πότε επιτέλους σε τούτη τη χώρα θα μάθουν οι ανίκανοι, οι χρήσιμοι ηλίθιοι, οι ασκόπως ή σκοπίμως φωνασκούντες, να σωπαίνουν και να αδειάζουν τη γωνιά; Ποτέ. Αυτή είναι η μακραίωνη ιστορική απάντηση της ιστορίας της φυλής μας. Συνήθως όλοι οι παραπάνω επιπλέουν και κυβερνούν.
Υποψιάζομαι για να μην πω πως είμαι απόλυτα βέβαιος πως όταν μελλοντικά, ο «κυρίαρχος» λαός θα κληθεί, τρομάρα του, να επιλέξει, να επιβραβεύσει, να ασκήσει την εξουσία που του δίνει εικονικά η επίπλαστη και σαθρή δημοκρατία μας, όλα αυτά θα έχουν ξεχαστεί. Θα φροντίσουν για αυτό οι ευνουχισμένες και τηλεκατευθυνόμενες δημοσιογραφικές γραφίδες της πατρίδας μας που θα ταΐσουν με εύγεστη τροφή ακόμα μια φορά τους πολίτες – χρυσόψαρα για να απωλέσουν ξανά τη μνήμη τους.
Για αυτούς τους λόγους, τα λόγια πια έχουν στερέψει και λίγα μένει να γραφούν. Κι η απογοήτευση, η οργή που ξεθύμανε πια, ο θυμός χωρίς νόημα έχουν μείνει σαν μαύρες γιγάντιες σκιές να μας χτυπούν καθημερινά την πόρτα.