Ο αρχισυντάκτης του Γαστρονόμου Άγγελος Ρέντουλας με αφορμή τη βασιλόπιτα της Αγιάσου στο εξώφυλλο του Γαστρονόμου, γράφει μεταξύ άλλων: ” Αν δεν αγαπήσουμε αυτά που κουβαλάμε, αυτά που μας έφεραν ως εδώ, πώς θα χαράξουμε τη δική μας ιστορία μέσα στη μεγάλη Ιστορία; Χωρίς τη βασιλόπιτα της Αγιάσου, τι είμαστε;”
Ούτε ξέρω πόσα πανετόνε βρήκα στα μαγαζιά φέτος. Πόσα ντουμπάι φρανκενστάιν γλυκά. Έχασα το μέτρημα. Αμέτρητη ανία. Αρνητικός πρωταθλητισμός, κοπιάρουμε χωρίς έμπνευση. Καμία προσδοκία φρεσκάδας. Ευθύνη και δική μας των δημοσιογράφων. Στομωμένες οι αισθήσεις μας.
Σκέψου, λέει, να βρίσκαμε στα μαγαζιά βασιλόπιτες της Αγιάσου, με τα επάλληλα πλαστά φύλλα βουτύρου και πορτοκαλιού, με το αλμυρό τυρί, τη ζάχαρη και τα μύρια μπαχαρικά ανάμεσα στα φύλλα. Που ‘χουν γεύση γλυκάλμυρη και ντρίτα, μπαχαράτη, τρομερή, ανώτερη από αυτή των πανετόνε του συρμού, με τις λιγωτικές εσάνς, με την υπερβολή στους ξηρούς καρπούς, στις σοκολάτες και στα γλιτσερά πραλινοειδή αλείμματα (τι μόδα πια κι αυτή φέτο με το πράσινο, κελυφωτό φιστίκι!).
Και άλλες να βρίσκαμε: του βασιλού την πίτα, γλυκιά και αλμυρή, συνταγές παλιές από την Καππαδοκία. Τις σμυρνέικες, τις ποντιακές, όλες τις βασιλόπιτες της ελληνικής Ανατολής – ευτυχώς την έχει γλιτώσει η πολίτικη, αλλά και αυτή για πόσο ακόμα; Αλλά και τις γλυκές και αλμυρές πίτες της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Πελοποννήσου, την εβρίτικη κρεατόπιτα της Πρωτοχρονιάς «με τα σημάδια»: ένα άχυρο, ένα κλωναράκι από ένα δέντρο «για τη μέλισσα», ένα κομματάκι τυρί, ένα νόμισμα…
Οι συνταγές αυτές έχουν ένα σωρό συμβολισμούς και ιστορίες να πουν, είναι μικρά, πολύτιμα σπαράγματα μιας παλιάς κουλτούρας που πασχίζει μέσα στις κατακλυσμιαίες μεταβολές να κρατήσει τη μνήμη ενεργή, αποκαλύπτουν το βάθος της καταγωγής μας. Λένε ποιοι είμαστε και από πού ερχόμαστε. Σκύβεις και ακούς σπαρακτικές ιστορίες.
Σκέψου να τις έφτιαχναν στα μαγαζιά με γνώση και σεβασμό και με επίγνωση του μεγαλείου τους. Να τις βρίσκαμε σε παλιές και νέες εκδοχές, τώρα που η τοπική μοναδικότητα είναι στο επίκεντρο της γαστρονομικής αναζήτησης. Να τα μαγειρεύαμε όλα αυτά με τη φλογερή αυτοπεποίθηση που μοστράρουν οι Ιταλοί τα δικά τους. Να βλέπαμε τις συνταγές αυτές να ανθίζουν, αυτά τα σπάνια ντοκουμέντα της λαϊκής μας παράδοσης να μπουν στο μικροσκόπιο της μόδας, να στέκουν περήφανα στα μαγαζιά, μέσα από εμπνεύσεις μαγείρων και ζαχαροπλαστών. Πολλοί θα θαυμάζαμε, θα χειροκροτούσαμε, θα μάθαινε το μάτι μας, θα μαθαίναμε. Θα αγοράζαμε.
Σκέφτομαι αυτό το πράγμα που θα μπορούσαμε να το πούμε ελληνικό στιλ. Πόσο παραγκωνισμένο είναι και πόσο πολλαπλά χρήσιμο θα ήταν αν το βοηθούσαμε να φωτιστεί. Τι κρίμα που δεν αναδεικνύουμε τα δικά μας πράγματα, δεν καμαρώνουμε για αυτά, δεν τα χαιρόμαστε. Που μας λείπει η αυτογνωσία ώστε να εκτιμήσουμε την ιδιαιτερότητά τους, την τόλμη και τη φρεσκάδα τους και να τα προβάλουμε ως αληθινά ωραία. Γιατί είναι ωραία, όπως και κάθε τι που κουβαλά μια αλήθεια παλιά, βιωμένη.
Τι ωραία που θα ήταν να τα βάλουμε στη ζωή μας, να εμπνευστούμε, να τα πειράζουμε διαρκώς, να τα επανεφευρίσκουμε, να υφαίνουμε με αυτά, κάθε μέρα και από λίγο, τη νέα παράδοση. Να ξαναγράψουμε την παράδοση, να την χαράξουμε στη νέα μνήμη.
Δεν είναι κάποιος μετα-νεο-ορθόδοξος παροξυσμός η κριτική μου. Σας διαβεβαιώ: δεν έχει ίχνος πονηρής πατριδολαγνείας. Δεν έχουμε εμείς εδώ στον Γαστρονόμος ενσωματωμένα φίλτρα νοσταλγίας. Τουναντίον. Σπαρταράει για το αλλότριο η ομάδα. Όμως για αυτό που έχει τη δροσιά του αληθινού. Όχι για αυτό που ναρκισσεύεται. Ό,τι ναρκισσεύεται, το ’χει η μοίρα του να στέκεται και να λιμνάζει. Στο τέλος, καταρρέει στη λίμνη.
Είδατε εσείς να αντιγράφουν ξένα όνειρα οι κουλτούρες που ζηλεύουμε; Και αν πλουμίζουν τη ζωή τους με ομορφιές του κόσμου, δείτε πώς δουλεύουν με τα δικά τους. Μας λείπει αυτό: η υπαρξιακή ανάγκη να σταθούμε περήφανα στον παγκόσμιο χάρτη. Υπάρχουν κάποιοι λίγοι που καίγονται να βρουν την άκρη χαλασμένων από τον χρόνο μονοπατιών. Είναι όμως λίγοι.
Αν δεν αγαπήσουμε αυτά που κουβαλάμε, αυτά που μας έφεραν ως εδώ, πώς θα χαράξουμε τη δική μας ιστορία μέσα στη μεγάλη Ιστορία; Χωρίς τη βασιλόπιτα της Αγιάσου, τι είμαστε;
Βρε, μήπως να στέλναμε τη συνταγή για τη βασιλόπιτα της Αγιάσου στους Ιταλούς;