Search

Γιατί οι Πανελλαδικές Εξετάσεις έχουν κλείσει πια τον κύκλο τους-Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Με αφορμή ένα άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

«Αλλά πρώτα πρέπει να διασκεδάσουμε μερικές πλάνες, που, όπως συνήθως, προέρχονται από τη δουλική επανάληψη συνθημάτων, αποβλεπόντων σε αλλότριους σκοπούς και όχι στην ουσία. Όλοι ζητούν περισσότερη παιδεία, περισσότερα σχολειά, και προπαντός όλοι ζητούν διπλώματα, χαρτιά απάνω στα οποία, με καλλιγραφημένα στοιχεία, βεβαιώνεται ότι ο τάδε νέος απέκτησε παιδεία. Έως εδώ όλοι είναι σύμφωνοι. Αναρωτιέμαι όμως αν είναι εξ ίσου καθολική η βούληση για πραγματική, για ουσιαστική παιδεία, αν όλοι όσοι ζητούν περισσότερη παιδεία, είναι και αποφασισμένοι να καθυποβληθούν στο μόχθο, στην ψυχική και πνευματική συγκέντρωση, στην αυταπάρνηση, στην ασκητική διαβίωση που ζητά η αμείλικτη αυτή θεά, η Παιδεία, από τον παιδευόμενο». Τάδε έφη ο Κωνσταντίνος Τσάτσος σε μια ομιλία του στα Γιάννενα το 1977.

Διαπιστώσεις

Το άρθρο του διακεκριμένου δημοσιογράφου της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ και συγγραφέα Τάκη Θεοδωρόπουλου: «Η κατανόηση κειμένου είναι ζήτημα δημοκρατίας», (02 Ιουνίου 2024) ίσως, να προκαλεί αμηχανία στους υποστηρικτές του θεσμού των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Το ίδιο θα ‘λεγα και για παλαιότερα άρθρα που έχει δημοσιεύσει σε περίοδο Πανελλαδικών Εξετάσεων.

Πιστεύω ακράδαντα ότι για τη νεότερη ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης ο θεσμός των Πανελλαδικών Εξετάσεων έχει κλείσει τον κύκλο του. Πολλοί, βέβαια, είναι εκείνοι που τις θεωρούν αξιόπιστο και αξιοκρατικό σύστημα περάσματος ενός νέου από το Λύκειο προς το Πανεπιστήμιο. Ωστόσο, κάποια στιγμή οφείλουν να δουν γιατί οι Πανελλαδικές Εξετάσεις λειτουργούν πια ως ένα καλοστημένος μηχανισμός διαπαιδαγώγησης και αξιολόγησης των μαθητών μας στην αμάθεια. Η διαπίστωση αυτή, νομίζω, πως πρέπει να τους απασχολήσει σοβαρά. Όσοι τις υποστηρίζουν, δεν μπορούν συνεχώς να κρύβονται πίσω από τον λεγόμενη «αξιοπιστία» και «εγκυρότητά» τους, δίχως να προτείνουν κάτι άλλο, το οποίο θα έφερνε ριζικές αλλαγές στην πρόσβαση μαθητών στο Πανεπιστήμιο. Εδώ, ας μου επιτραπεί η ολίγον καυστική θέση: μάλλον έτσι έχουν συνηθίσει και αρνούνται οποιαδήποτε αλλαγή. Όμως, κάτι που συνηθίζεται και δεν αλλάζει, δυστυχώς, γίνεται ρουτίνα και πλήξη τόσο για μαθητές – γονείς όσο και για εκπαιδευτικούς. Ο κ. Θεοδωρόπουλος το γράφει ξεκάθαρα: οι Πανελλαδικές Εξετάσεις «δεν αξιολογούν τις δημιουργικές ικανότητες» των μαθητών. «Η μέση εκπαίδευση και οι Πανελλαδικές είναι ένα κλειστό σύστημα που αναπαράγει τον εαυτό του». Πόσο σημαντική είναι η αλήθεια αυτή δεν χωρά καμιά αμφιβολία. Βασικό χαρακτηριστικό των Πανελλαδικών Εξετάσεων είναι η απαξίωση του σχολείου και η αποθέωση του φροντιστηρίου. Ο εκπαιδευτικός που διδάσκει στο σχολείο βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εκπαιδευτικό που το απόγευμα διδάσκει στο φροντιστήριο, ή κάνει τα ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι του.

Η πρακτική του φροντιστηρίου που, υποτίθεται, πως προετοιμάζει τον μαθητή του Λυκείου για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις έχει ακόμα ένα βασικό χαρακτηριστικό, αθέατο πολλές φορές ή, αν είναι φανερό, δεν είναι λίγοι εκείνοι που το κρύβουν κάτω από το τραπέζι. Πρόκειται για εκείνο το χαρακτηριστικό της «έμφοβης μαθητείας» όπου η προσωπικότητα του διαρκώς αγχωμένου υποψήφιου στις Πανελλαδικές Εξετάσεις μαθητή  αντί να αποτελεί ένα «διαρκές αίνιγμα» δημιουργικότητας, καταντά ένα εξαιρετικά καλοστημένο πείραμα καλού παπαγάλου με αναπαραγωγή ξερών χρησιμοθηρικών γνώσεων.

Μαθητές «κάτω από τον τροχό»

Η αναγωγή του υποψήφιου φοιτητή σε μηχανή αποστήθισης μόνο χρήσιμων γνώσεων για να πετύχει στο Πανεπιστήμιο, η οποία δίχως υπερβολή, τα τελευταία χρόνια αρχίζει από το Γυμνάσιο, με λογοτεχνική μαστοριά είχε δει ο Έρμαν Έσσε όταν έγραψε το βιβλίο του Κάτω από τον τροχό. Ο μαθητής και υποψήφιος για σπουδές Χάνς Γκίμπενραθ είχε τραγικό τέλος, έφυγε νέος από τη ζωή, παιδί. Γράφει ο Έσσε: «Υπήρχε κάτι μέσα του, κάτι άγριο, απείθαρχο, απολίτιστο που έπρεπε να καταπολεμηθεί, μια επικίνδυνη φλόγα που έπρεπε να σβηστεί πρώτα και να εξαλειφτεί. Ο άνθρωπος όπως τον φτιάχνει η φύση, είναι κάτι το ανυπολόγιστο, ασαφές, επικίνδυνο. Είναι μια καταιγίδα που ξεσπάει σε άγνωστό μας βουνό, ένα αιωνόβιο δάσος χωρίς μονοπάτι και χωρίς οδηγό. Και όπως πρέπει κανείς να καθαρίσει, να περιφράξει και να φωτίσει ένα αιωνόβιο δάσος, έτσι πρέπει το σχολείο να λυγίσει, να νικήσει και να περιορίσει τον φυσικό άνθρωπο. Το καθήκον του είναι λοιπόν από μια ακατέργαστη πρώτη ύλη χωρίς αξία να το κάνει χρήσιμο μέλος της κοινωνίας και να αξιοποιήσει τις ικανότητές του. Την ολοκληρωτική δε μόρφωσή του θα τη συμπληρώσει και θα την τελειοποιήσει η πειθαρχία του στρατού». Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όσα γράφει ο Έσσε, ο κίνδυνος που εμφωλεύει σε μια τέτοια πορεία ενός μαθητή προς την «επιτυχία» στις εξετάσεις, τις οποιεσδήποτε εξετάσεις (ενδοσχολικές και πανελλαδικές), είναι ένας, η κόπωση που, μέσω του άγχους, τον καθιστά «γερασμένο νέο», με το γνωστό στερεότυπο: «πρέπει να σπουδάσεις για έχεις μια δουλειά». Ουδείς αρνήθηκε τις σπουδές στο πανεπιστήμιο. Αυτές, για να έχουν αξία στο μέλλον ενός ανθρώπου (επαγγελματικό και πνευματικό), πρέπει να πραγματώνονται μόνον όταν κινούνται στη ρηξικέλευθη περιπλάνηση για αναζήτηση της γνώσης ολάκερου του κόσμου και των επιστημών. Αν δεν υπάρχει αυτή τη στόχευση, τότε ο πόθος για σπουδές με συστήματα όπως οι Πανελλαδικές Εξετάσεις θα κινείται στη «χαοθάλασσα» των χρησιμοθηρικών γνώσεων.

Για να γίνω πιο κατανοητός αναφέρω ένα παράδειγμα. Αξίζει να δει κανείς πως διδάσκεται και πως αξιολογείται το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Οι αράδες που γράφουν οι μαθητές, με περιορισμό από 200 έως 300 λέξεις των κειμένων τους, συνιστούν ανεπάρκεια της γλώσσας, αδυνατότητα της σκέψης τους να αρθρώσουν ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό, τι τελικά, πιστεύουν για αυτό που τους ζητά το προς εξέταση θέμα.

Το φιλελεύθερο εκπαιδευτικό μας σύστημα!

Και επειδή το εκπαιδευτικό μας σύστημα χαρακτηρίζεται ως φιλελεύθερο, φέρνω προς συζήτηση την άποψη του Henry Sidgwick (1838-1900), Άγγλου φιλοσόφου και συγγραφέα που, κυρίως, είναι γνωστός για την ηθική θεωρία του Ωφελιμισμού.  Αντλώ το παράθεμα από το βιβλίο του George Steiner, Στον πύργο του Κυανοπώγωνα. Υποστηρίζει ο Sidgwick: «Η φιλελεύθερη εκπαίδευση έχει αντικείμενό της να μεταδώσει την ύψιστη παιδεία, να οδηγήσει τους νέους στην πληρέστερη, εντατικότερη και αρμονικότερη άσκηση των ενεργητικών, γνωστικών και αισθητικών χαρισμάτων τους σύμφωνα με το βέλτιστο εφικτό ιδεώδες». Αξίζει, εδώ, να καταγράψω και τον σχολιασμό που κάνει ο Steiner, για να διαπιστώσουμε τη χρεοκοπία του φιλελεύθερου εκπαιδευτικού συστήματος. Γράφει ο Steiner: «Αυτή εκπαίδευση, αν της αφήσουν το πεδίο ελεύθερο και επεκταθεί βαθμιαία» μπορεί να εξασφαλίσει μια «ανοδική ποιότητα ζωής», με τη διαπίστωσή του: όπου ανθεί η παιδεία, η βαρβαρότητα είναι εξ ορισμού ένας εφιάλτης από το παρελθόν. Η παρακάτω, όμως, θέση του Steiner είναι απερίφραστη και συμφωνώ με αυτή: «Τώρα πια ξέρουμε πως δε είν’ έτσι. Ξέρουμε πως η τυπική υπεροχή και αριθμητική επέκταση της εκπαίδευσης δεν αντιστοιχούν σε μεγαλύτερη κοινωνική σταθερότητα και πολιτική ορθολογικότητα. Οι ευαπόδεικτες αρετές του γυμνασίου ή του λυκείου δεν εγγυώνται το πώς και το αν θα ψηφίσει η πόλη στο επόμενο δημοψήφισμα. Τώρα πια συνειδητοποιούμε ότι οι ακρότητες της συλλογικής υστερίας και της αγριότητας μπορεί να συνυπάρχουν με την παράλληλη συντήρηση και, βεβαίως, με την περαιτέρω ανάπτυξη των θεσμών της γραφειοκρατίας και των επαγγελματικών κωδίκων της υψηλής παιδείας. Μ’ άλλα λόγια, οι βιβλιοθήκες, τα μουσεία, τα θέατρα, τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα, στα οποία και μέσω των οποίων γίνεται η μετάδοση ανθρωπιστικών σπουδών και επιστημών, μπορεί κάλλιστα να ευδοκιμούν δίπλα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η διακριτικότητα και η ζωντάνια του έργου τους δεν αποκλείεται να υποφέρει κάτω από την περιβάλλουσα εντύπωση της βίας και του ελέγχου. Υποφέρει όμως απροσδόκητα λίγο. Η ευαισθησία (ιδιαίτερα του καλλιτέχνη), η νοημοσύνη, η επιμέλεια στη γνώση συνεχίζουν σαν να βρίσκονται σε ουδέτερη ζώνη. Επιπλέον γνωρίζουμε –κι εδώ η γνώση είναι απολύτως τεκμηριωμένη αλλά επ’ ουδενί ενσωματωμένη, για την ώρα, σε μια έλλογη ψυχολογία- ότι φανερά χαρίσματα λογοτεχνικής εμβάθυνσης και αισθητικής λεπτότητας μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχουν σε μια βάρβαρη, πολιτικά σαδιστική συμπεριφορά στο ίδιο άτομο». Η σημερινή περιρρέουσα ατμόσφαιρα επαληθεύει όσα υποστηρίζει ο Steiner.

Το πτυχίο που έχει γίνει «χαρτί»

Υπεύθυνο γι’ αυτή την κατάσταση είναι και το εκπαιδευτικό σύστημα, με τις Πανελλαδικές Εξετάσεις του που, ως μόνο στόχο έχουν, την κατάκτηση από τον μαθητή διαδικαστικών απρόσωπων γνώσεων για να εισαχθεί σε μια πανεπιστημιακή σχολή, για να πάρει ένα χαρτί και να βρει δουλειά. Το πτυχίο μετονομάζεται σε «χαρτί» και η δουλειά σε μια βάρβαρη αγορά εργασίας μεταφράζεται «να έχω πολλά χρήματα για να περνώ καλά». Ετούτη η χρησιμογόνος και παρακμιακή νοοτροπία, νοοτροπία ασπάλακα, διατρέχει όλες τις εκφάνσεις του μαθητικού βίου στο σχολείο, κυρίως στις τάξεις του Λυκείου. Και με τη στήριξη της οικογένειας, προσδίδει μάλιστα διαστάσεις καταναλωτικής λογικής, που πιστά υπακούει στον παρασιτισμό της αγοράς εργασίας. Το σχολείο από θεσμός γραπτού πολιτισμού, μεταλλάσσεται σε εργοστάσιο παραγωγής πελατών. Γι’ αυτό και το απαξιώνουν οι μαθητές. Σ’ αυτόν τον άκρατο τεχνοκρατικό οικονομισμό του σχολείου ταιριάζουν γάντι οι Πανελλαδικές Εξετάσεις.

Των Πανελλαδικών Εξετάσεων λάθη που γίνονται κάθε χρόνο

Κατά τα άλλα, για ακόμη μια φορά και εφέτος, τα λάθη στο ποίημα «Το ταξίδι» του Κωστή Παλαμά μάς μαράνανε, με μια επιτροπή εξετάσεων που άντλησε το ποίημά του από μια Ανθολογία κι όχι από τα Άπαντά του. Πάλι καλά που δεν το «διασκεύασαν για τις ανάγκες της εξέτασης». Για να διδάξεις Κωστή Παλαμά στα σημερινά σχολιαρόπαιδα, οφείλεις πρώτα να τα μυήσεις στην τέχνη της ανάγνωσης. Να τους πεις, ότι ως αναγνώστες, πρέπει να μάθουν να ψάχνουν και να περιμένουν με δέος το δρόμο που τους ανοίγει ο ποιητής, ο κάθε ποιητής. Ο λογοτέχνης δεν διδάσκει. Καταφέρνει κάτι παραπάνω: «πείθει και μεταμορφώνει». Αλλάζει τον άνθρωπο και «προετοιμάζει νέα κοινωνία». Ποιές Πανελλαδικές Εξετάσεις, χρόνια τώρα, λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τέτοια δεδομένα;

Κυνική βαθμολογική αξιολόγηση

Φτάνοντας προς το τέλος των σκέψεών μου ας μου επιτραπούν δυο – τρεις ακόμα νύξεις που αφορούν τα αποτελέσματα της βαθμολογικής αξιολόγησης, όπως αυτά κάθε χρόνο ανακοινώνονται περί τέλη Ιουνίου ή τις αρχές Ιουλίου. Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα: Αλήθεια πόσο η φροντιστηριακή επίδοση των υποψήφιων μαθητών στις Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι προσωπική τους καθαρά υπόθεση; Και πόσο οι βαθμοί σ’ αυτές τις εξετάσεις είναι ένα αξιόπιστο, ορθό μέσο καταγραφής των ικανοτήτων και των επιδόσεών τους; Η συζήτηση που γίνεται μετά την ανακοίνωση των βαθμών τόσο στα σχολεία όσο και στα φροντιστήρια, αποκαλύπτουν αφενός την υποκειμενική θέση των αξιολογητών και αφετέρου αναδεικνύουν το τεράστιο πρόβλημα ότι σε τρεις ώρες εξέτασης δεν είναι δυνατόν να διαμορφωθεί συνολική εικόνα για το αν ένας υποψήφιος μαθητής είναι ικανός να σπουδάσει την επιστήμη που επιθυμεί και όχι την επιστήμη που θα τον στείλει το μηχανογραφικό δελτίο, πέραν των δυο – τριών πρώτων επιλογών του. Όταν συζητάμε για μη αξιόπιστο σύστημα εξετάσεων δεν εννοούμε μόνο για το αν υφίσταται δολίευση των θεμάτων. Λαμβάνουμε υπ’ όψιν και όλες εκείνες τις συνιστώσες που κάνουν τις Πανελλαδικές Εξετάσεις, δεκαετίες τώρα, ένα προβληματικό σύστημα εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, με τις προσδιορίσιμες από ειδικούς (κοινωνιολόγους, εκπαιδευτικούς, ψυχολόγους) κοινωνικές ανισότητες. Αυτές, επ’ ουδενί λόγω, δεν πρέπει να τις ξεχνάμε. Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι μια αυταπάτη. Καλλιεργούν την νοοτροπία ότι οι σπουδές εξασφαλίζουν επάγγελμα και δουλειά.

Και κάτι ακροτελεύτειο. Στη γλώσσα των Πανελλαδικών Εξετάσεων και της ανακοίνωσης των βαθμολογιών, εκείνοι που πάντα επιβραβεύονται είναι οι πρώτοι. Συνηθισμένο τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο σε ηλεκτρονικά και έντυπα ΜΜΕ η δημοσίευση μόνο των μαθητών που πρώτευσαν. Δεν αρνούμαι την ΑΡΙΣΤΕΙΑ, ούτε τη θεωρώ «ρετσινιά», όπως την είχε χαρακτηρίσει πρώην Υπουργός Παιδείας. Απεναντίας τη θεωρώ κύριο στοιχείο ευγενούς άμιλλας των μαθητών. Μπράβο και πολλά συγχαρητήρια στους πρώτους και άριστους μελλοντικούς φοιτητές. Όμως, στην εκπαίδευσης δεν είναι παιδαγωγικά ορθό να ασχολούμαστε μόνο με τους πρώτους, τους οποίους μάλιστα προβάλλουμε και το χειρότερο τους διαφημίζουμε. Εκτός από αυτούς υπάρχουν και οι μέτριοι ή, οι «κακοί» όπως χαρακτηρίζονται μαθητές, για τους οποίους ουδείς ασχολείται σοβαρά. Ο Γιάννης Πανούσης, καθηγητής Εγκληματολογίας και πολιτικός, σε άρθρο του σε παλαιό περιοδικό εκπαιδευτικού περιεχομένου έγραφε πως ουδείς έχει αντιληφθεί ότι η «κουλτούρα της χώρας κρίνεται από τη ραχοκοκαλιά της (κι όχι μόνο από το κεφάλι, το οποίο άλλωστε στη ραχοκοκαλιά στηρίζεται) και ότι το ήθος, η αλληλεγγύη, η εντιμότητα δεν μετριούνται με τους βαθμούς του σχολείου αλλά μέσα από το καμίνι της ζωής».

Στην υπάρχουσα εκπαιδευτική και κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, άμεσα πρέπει να αναζητηθεί σοβαρή πρόταση αντικατάστασης του συστήματος πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Πρόταση που δεν θα αφορά μόνο τη Δευτεροβάθμια αλλά και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, για το πώς θα εισάγονται στο Πανεπιστήμιο νέοι για να σπουδάσουν. Αυτό, αυτομάτως, θα γίνει και η αφορμή για μια ακόμα σοβαρή συζήτηση εξορθολογισμού των, σε κάθε πόλη και κωμόπολη, διάσπαρτων πανεπιστημιακών τμημάτων, τα οποία, εδώ και δεκαετίες ιδρύονται, για ψηφοθηρικούς κυρίως σκοπούς. Η διαπίστωση ότι οι Πανελλαδικές Εξετάσεις έχουν κλείσει τον κύκλο τους είναι πια καίρια και τα ερωτήματα για αναζήτηση νέας πρότασης για πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο παραμένουν επιτακτικά: Σπουδές με σκοπό μόνο την καταναλωτική εμβάπτιση στην αγορά εργασίας, μέσω μιας εκπαίδευσης όπου οι μαθητές πρώτα και οι φοιτητές μετά, ως πτυχιούχοι, θα υπηρετούν ένα σύστημα «εισροών – εκροών» και ως καλοί πελάτες θα υπηρετούν πλήρως μια εμπορευματοποιημένη κοινωνία; Ή, σπουδές για γνώση των επιστημών και του κόσμου;