Στα γραφικά στενά του Περάματος Γέρας, τη δεκαετία του ’90 ένας ιδιαίτερος «κάτοικος» έδινε ζωή στην παραλιακή. Ήταν ο Μάκης, ο Πελεκάνος του Περάματος, που είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των ντόπιων και των επισκεπτών.
Ο Μάκης δεν ήταν σαν τους άλλους πελεκάνους. Ο Πελεκάνος του Περάματος δεν κούρνιαζε μακριά από τους ανθρώπους ούτε φοβόταν την κίνηση του λιμανιού. Αντίθετα, περπατούσε αργά και επιβλητικά στα πλακόστρωτα δρομάκια, περνούσε ανάμεσα στα τραπεζάκια των καφενείων και χτυπούσε με το ράμφος του τις πόρτες των μαγαζιών. Ήξερε ότι κάποιος θα βγει να τον ταΐσει.
Τα πρωινά, τον έβλεπες να στέκεται δίπλα στους ψαράδες, καρτερικός, περιμένοντας κάποιον να του πετάξει ένα μικρό ψαράκι. Τα παιδιά έτρεχαν κοντά του, τον χάιδευαν και τον φώναζαν με το όνομά του, ενώ εκείνος κουνούσε τα φτερά του σαν να τους αναγνώριζε.
Ο Μάκης δεν ανήκε σε κανέναν, αλλά όλοι τον θεωρούσαν δικό τους. Ήταν το σύμβολο της γαλήνης του Περάματος, ένα πλάσμα που γέμιζε με χαρά όσους τον συναντούσαν. Ο Πελεκάνος του Περάματος είχε χαθεί από το σμήνος του και βρήκε στον κόλπο της Γέρας το νέο του σπίτι. Άλλοι πίστευαν πως είχε επιλέξει συνειδητά την ανθρώπινη συντροφιά, αφού ήξερε πως εδώ πάντα θα υπήρχε ένα χέρι να του προσφέρει φαγητό και μια φωνή να τον καλημερίσει.
Ο Μάκης έζησε χρόνια στο Πέραμα, περιδιαβαίνοντας την παραλία, κουρνιάζοντας στα ξύλινα παγκάκια και ποζάροντας σε αμέτρητες φωτογραφίες επισκεπτών. Και ακόμα και σήμερα, όσοι τον θυμούνται, μιλούν για εκείνον με αγάπη, σαν να ήταν ένας παλιός, καλός φίλος. Ο Πελεκάνος του Περάματος πάντοτε θα ζει στις καρδιές των ντόπιων.