Search

Μιχάλης Παπαγιάννης: Ο τελευταίος σαμαράς της Λέσβου και η παρακαταθήκη μιας τέχνης

(κειμ./φωτ.Α.Κιουρέλλης)

Ο Μιχάλης και το τελευταίο του σαμάρι

Ο Μιχάλης με το τελευταίο σαμάρι που κατασκεύασε. Το τελείωσε στις 27-2-2011. Τον επισκεπτόμουν πολύ συχνά στο σαμαράδικο του και παρακολουθούσα τη διαδικασία της κατασκευής. Άλλωστε, είμαστε γείτονες. Δεν μου επέτρεπε να τον φωτογραφήσω την ώρα που εργαζόταν. Όταν με έβλεπε να ετοιμάζω τη φωτογραφική μηχανή, έβγαινε έξω από το σαμαράδικο. Και με άφηνε μέσα να φωτογραφήσω τα εργαλεία του, το εσωτερικό και το υπό κατασκευή σαμάρι. Όμως, μου ζήτησε ο ίδιος να τον φωτογραφήσω με το τελευταίο σαμάρι που κατασκεύασε. Και το θεώρησα μεγάλη μου τιμή. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που είχα την ευκαιρία να περάσω κοντά του ατελείωτες ώρες στο μικρό του σαμαράδικο. Ο Μιχάλης έφυγε πριν λίγες μέρες από κοντά μας.


Η ιστορία του Μιχάλη Παπαγιάννη

Ο Μιχάλης Παπαγιάννης γεννήθηκε στα Πάμφιλα το 1928. Ήταν εγγονός του Μιχάλη Λαδιέλλη. Ο Μιχάλης Λαδιέλλης γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1850, όπου έμαθε να κατασκευάζει σαμάρια από τον πατέρα του που ήταν επίσης σαμαράς. Πέθανε στα Πάμφιλα το 1950. Ο εγγονός του, Μιχάλης Παπαγιάννης, πήγε κοντά του από το 1945 έως το 1950, για να μάθει την τέχνη του σαμαρά. Ήταν τότε 17 χρονών.


Τα πρώτα του βήματα στην τέχνη του σαμαρά

Ο παππούς του δεν τον πλήρωνε. Κάθε Σάββατο του έδινε 2 δραχμές, για να ξυριστεί στο κουρείο ή, αν χρειαζόταν, και να κουρευτεί. Ύστερα, όμως, από τρία χρόνια “τα μπέρδιψι. Πάγινα όξου στα χουριά ιγώ. Ίπιρνα 50 δρχ. καπάρου. Τίδινα 40. Κράτουμνα 10. Έβγαζα του χαρτζιλίκ. Κατάλαβις. Δεν υθμούνταν”. Τον Οκτώβριο του 1950 πήγε στρατιώτης. Υπηρέτησε 28 μήνες.


Η έναρξη της δικής του επιχείρησης

“Άμα γύρσα απ’ του στρατό μ’ έδωσι η θειάμ η Σουφία ένα πιντακουσάρ κι πήγα κι ψούνσα”. Αγόρασε υλικά που χρειάζονται για την κατασκευή ή την επιδιόρθωση σαμαριών και ξεκίνησε τη δική του δουλειά. Εργάστηκε στο σαμαράδικο του παππού του, ο οποίος είχε ήδη πεθάνει (9 Ιανουαρίου του 1950). “Γω μέχρι τσ’ 10 η ώρα δούλευα του βραδ’ μη του λουξ. Μια φουρά πήγα μη του γάιδαρου στν Αγιάσου. Πήρα για δυο μόνο σαμάρια ξύλα, δυο τακίμια καρφιά, τέσσερις κιτσέδις. Τέσσερις κιτσέδις?? Όχ παραπάνου”.


Τα ταξίδια του στα χωριά για την τέχνη του σαμαρά

Δεν είχε λεφτά να αγοράσει περισσότερα υλικά απαραίτητα για τη δουλειά του. Τα χωριά που επισκέπτονταν συστηματικά, για να πάρει σμαδούρια και να επισκευάσει σαμάρια, ήταν το Ίππειος, η Συκούντα, το Κάτω Τρίτος και η Μυχού. Πήγαινε τις Κυριακές με το γαϊδούρι του. Ξεκινούσε 5 ή 6 η ώρα το πρωί. Δούλευε όλη τη μέρα και, όταν σκοτείνιαζε, σταματούσε τη δουλειά και επέστρεφε στα Πάμφιλα. Επιδιόρθωνε σαμάρια μόνο στο Ίππειος, γιατί εκεί είχε κουμπάρο που του διέθετε κάποιο χώρο, για να εργαστεί. Από τα άλλα χωριά έπαιρνε τα σαμάρια που χρειάζονταν επισκευή, τα έφερνε στα Πάμφιλα και τα επέστρεφε επιδιορθωμένα την άλλη Κυριακή.