Η εφημερίδα “ΠΟΛΙΤΙΚΑ”φιλοξενεί σήμερα ένα κείμενο της αγαπημένης Νίκης Τατάς Χούσου που πριν λίγο διάστημα μας άφησε για την γειτονιά των αγγέλων…
Γλυκείες αναμνήσεις
Καλοκαίρι του 1989. Προσκύνημα και πάλι στο σπίτι μας στον
Άγιο Συμεών κοντά, εκεί που στεγάστηκαν μαζί με την οικογένειά μου και τα εφηβικά μου όνειρα, ως που έφυγα νύφη. Εκεί, κάναμε την έκθεση των προικιών μου, πριν μπουν στα μπαούλα για το ταξίδι στην Αθήνα και τα έραιναν οι γειτόνισσες μου με ρύζι για να ριζώσει ο γάμος, έθιμο, που είχε παραμεριστεί στα χρόνια της Κατοχής , κι άρχισε ν’ αναβιώνει στην εποχή μου.
Δεν είχε αυλή μπροστά στο σπίτι μας που δεν ήταν δικό μας, το νοικιάζαμε , ήταν ιδιοκτησία της κυράς Ταξιαρχούλας, καλής γυναίκας, γελαστής. Ήξερε ότι το σπίτι της έπεσε σε καλά χέρια, της μάνας μου φυσικά, που το φρόντιζε τόσα χρόνια σαν να ‘ταν δικό της. Τότε δα κι αυτές οι σχέσεις ήταν ανθρώπινες και δεν χρειαζόταν κανένας νόμος για να λύσει τις τυχόν διαφορές, όπως γίνεται σήμερα, που μόνο τα δικαστήρια λύνονται.
Το σπίτι μας είχε δύο σκαλοπάτια που το χώριζαν απ’ το δρόμο- ντουσιμέ. Το τι δύσκολο ήταν το σκούπισμα τους μόνο εγώ το ήξερα που σαν μεγαλύτερη είχα αναλάβει λίγο απ’ το νοικοκυριό… για να μάθεις όπως έλεγε η μάνα μου, να διευθύνεις το σπιτικό σου αργότερα». Κι αν δεν ήξερα εγώ πρώτα πως κουμαντάρεται το σπιτικό, πως θα το μάθαινα στους άλλους που θα με βοηθούσαν;
Κι είχαμε και μια Αρμενούλα – Τακουή τη λέγανε- που βοηθούσε τη μάνα μου που είχε τα τέσσερα δικά της παιδιά, και σαν πέμπτο εκείνη… Όταν έφυγε αργότερα στην πατρίδα της, σαν έφυγαν όλοι οι Αρμένιοι, κλαίγαμε μαζί της, και αποχωριζόμασταν, μα ξέραμε πως είναι για καλό της, γιατί η μάνα μου ήξερε από προσφυγιά, μια κι ήταν κι αυτή ξεριζωμένη απ’ τη Μικρασία απ’ τ’ απέναντι μας παράλια που τάβλεπε κι αναστέναζε πολλές φορές. Μπροστά στην πόρτα μας, τ’ Αγίου Γιαννιού, ανοιγόταν ο «Κλήδονας». Μαζί με τις αδελφές μου Σοφία και Ελευθερία, μαζεύονταν απ’ όλα τα κορίτσια της γειτονιάς μας, η Πελαγίτσα, η Κλειούλα, η Αγγελικούλα, η Αφρούλα και το Ρηνάκι. Όλες μας περιμέναμε με αγωνία το τραγούδι που θα μας έλεγαν, αν θα ταίριαζε με τις προσδοκίες μας τις ρομαντικές.
Το «χτυπητήρι» της ξύλινης εξώπορτας είχε ένα μπρούτζινο χεράκι, γυναικείο με δαχτυλίδι και βραχιόλι (ποιος ξέρει σε ποιόν
αντικαίρ» πουλήθηκε). Τώρα έχει το μικρό, κρύο, πλαστικό κουμπάκι του ηλεκτρικού κουδουνιού, βλέπεις ο ηλεκτρισμός τρέχει και δίνει τον ήχο γρηγορότερα!! Βέβαια και τότε είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά προτιμούσαμε το μπρούτζινο χεράκι που άστραφτε απ’ το γυάλισμα που του κάναμε, που ξεχώριζε ακόμα και τη νύχτα.
Το σπίτι μας ήταν μεσοτοιχία με τ’ άλλα διπλανά του σπίτια και χωριζόταν απ’ αυτά, μόνο απ’ το διαφορετικό τους χρώμα. Το δικό μας είχε το χρώμα της ώχρας με καφετιές κορνίζες. Τώρα έχει βαθιές πληγές και φάνηκαν τα ξέσαρκά του, τα μπαγδατιά του, να χάσκουν στο σκοτεινό κενό της μοναξιάς. Αχ να μπορούσα να σ’ ανακούφιζα σπιτάκι μου. Πονείς το ξέρω , μα βλέπεις ο «πολιτισμός» θέλει πια τις πολυκατοικίες κουτιά, με την αποξενωμένη διπλανή πόρτα, που σφαλίζει γρήγορα, με κλειδαριές διπλές πολύ γερές για σιγουριά. Ήταν διόροφο το σπιτικό μας, κι είχε αψηλά τα παραθύρια του, στο δρόμο μακριά απ’ την κρεββατοκάμαρα των γονιών μας κι έτσι μισοβγαίναμε κρυφά δειλά απ’ τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα, ν’ ακούσουμε τις μελωδικές καντάδες:
Η ζωή είναι μικρή
Σαν τριαντάφυλλο
Που αργά φυλλοροεί
Η ζωή είναι μικρή
Έλα αγάπη μου
Και φεύγεις το πρωί
Και γέμισε κρυφούς ανασασμούς το στενό μας το δρομάκι, που φάνταζε μεγάλο, σαν όλα τ’ άλλα γραφικά δρομάκια της πόλης, «τότε που ζούσαμε» ακόμα…
Είχε ξύλινα χοντρά πατώματα και κάπου- κάπου ήταν αραιά μεταξύ τους, που μόνο η βούρτσα η σκληρή με σαπουνάδα τα καθάριζε, και μετά, ντυνόταν με τα πολύχρωμα στρωσίδια που καμία φορά τα σήκωνε ο αέρας που έμπαινε απ’ το κατώγι. Η σόμπα όμως η πράσινη η γυαλιστερή που έκαιγε ξυλοκάρβουνο, έδιωχνε το κρύο μακριά απ’ τα κορμιά κι απ’ την καρδιά, γιατί βλέπαμε την πύρινη φλόγα της απ’ το παραθυράκι της, να τρελοχορεύει και να μας χαμογελά. Είχε κι ένα μικρό ντουλαπάκι χωμένο στο χοντρό τοίχο, που ήταν το «φαρμακείο» μας. Εκεί μέσα ακόμα σαν να το νιώθω και τώρα, θυμάμαι το δέος που αισθανόμαστε όταν τ’ ανοίγαμε και βλέπαμε ένα άσπρο μπουκαλάκι γεμάτο λάδι που μέσα του είχε ένα μικρό νεογέννητο ποντικάκι που θα ‘λιωνε μια μέρα και θα γινόταν «βάλσαμο» για τις πληγές της προγιαγιάς μου που ήταν «γιάτρισσα» και μαμή στο χωριό της την Ανατολή.
Είχε μια αυλή το σπίτι μας, απ’ τη μεριά της εκκλησίας και μια κατσικούλα δεμένη κάτω απ’ την κληματαριά, που για κάμποσα χρόνια, τα δύσκολα, μας χάριζε το γάλα της, απ’ όταν ερχόταν το αρσενικό, με πολύ περιέργεια και κρυφά απ’ τους γονείς μας παρακολουθούσαμε τη γνωριμία και τον έρωτά τους… εμπειρίες κοσμογονικές που μόνο τα παιδιά των χωριών τις έχουν. Έτσι παίρναμε και λίγες γνώσεις γύρω από το σεξ… που τότε ήταν αμαρτία ν’ αναφερθεί η λέξη. Κάτι διαβάζαμε κρυφά στις εγκυκλοπαίδειες κι ανάμεσα στα κρυφόγελα, λέγαμε τους επιστημονικούς όρους χωρίς να καταλαβαίνουμε και πολύ….
Η αυλίτσα μας είχε μια μουριά κοντούλα κλαδεμένη κι ήταν φουντωτή σαν ομπρέλα. Μας μάζευε στη ρίζα της και παίζαμε εμείς τα κορίτσια (τότε δεν υπήρχε η τάση για ισότητα των δύο φύλλων) τις καλές νοικοκυρούλες, παράδειγμα που παίρναμε απ’ τη μητέρα μας. Στρώναμε τα «βαλάδια» μας (υφασμάτινα κομμάτια πολύχρωμα) που ράβαμε μ’ αυτά φορεματάκια για τις κούκλες μας. Έτσι παίρναμε τα πρώτα μαθήματα ραπτικής απ’ τη μάνα μας που ήταν καλή μοδίστρα, μόνο για μας.
Όταν πρωτόβγαζε η μουριά τα τρυφερά της φυλλαράκια, τα μαζεύαμε και μ’ αυτά τρέφαμε μεταξοσκώληκες, τι μυστήριο κι αυτό που συντελείται!!
Μ’ ορθάνοιχτα μάτια γεμάτα απορία, βλέπαμε ένα μικρό λευκό ζωάκι να παράγει δουλεύοντας τ’ ατόφιο κι ακριβό μετάξι, να κλείνεται στη μεταξένια φωλίτσα του κι αφού τελειώσει αυτή την εργασία του να γίνεται χρυσαλίδα (πεταλούδα).
Θυμάμαι ακόμα κάτι απ’ την αυλή μας τη μοσχομυρισμένη. Το γιασεμί, το απλωμένο σε μια φρίτζα γιασεμί, που όταν άνθιζε σκορπούσε μέσα σ’ όλο μας το σπίτι το μεθυστικό του άρωμα. Δεν ξεχνώ την κατάλευκη φούντα του γιασεμιού που η μάνα μας, μας χάριζε κάθε απόγευμα. Με πόση αγάπη περνούσε με βελόνη σε κλωστή τα μυρωδάτα γιασεμιά και με πόση δεξιοτεχνία έφτιαχνε τη φούντα για να τη βάλουμε εμείς φιλάρεσκα στο πέτο μας, στόλισμα απαραίτητο, για την καθημερινή μας βόλτα απάνω – κάτω στην Προκυμαία….
Ο ψηλός μαντρότοιχος της αυλής είχε μια τεράστια ξύλινη πόρτα που διάπλατα άνοιγε στην «πελατεία» του μικρού μου αδελφού Λευτέρη, κι αφού βέβαια πλήρωναν τη «δεκάρα» για εισιτήριο στην παράσταση Καραγκιόζη που έκανε. Αίθουσα παραστάσεων το κατώγι μας με τα χοντρά ξύλινα δοκάρια τα στηρίγματα του σπιτιού πάνω σ’ αυτά καρφωνόταν κι ο μπερντές του Καραγκιόζη. Σ’ αυτό το κατώγι στοιβαζόταν κι η μπουγάδα, μέσα σε μια πανύψηλη κοφίνα, κι από πάνω απ’ ένα τουλπάνι, η στάχτη της φωτιάς των ξύλων που ζέσταιναν το νερό, που καθώς ήταν βραστό το περίχυνε η κυρά Δέσποινα, μια ψηλή γυναίκα, με χέρια στιβαρά, περνώντας το στ’ ασπρόρουχα, και τα’ κανε χασέδες απ’ τ’ άσπρισμα, λεύκασμα φυσικό, με άρωμα της καθαριότητας, χωρίς χημικά, που προκαλούν αλλεργίες, χωρίς δηλητηριώδεις αφρούς που σκοτώνουν κάθε φυγή ζώσα, όταν χύνονται στη θάλασσα….
Κι ερχόταν η γιορτή του πατέρα μας του Αγ. Στυλιανού κι ασπριζόταν όλο το σπίτι και μοσχομύριζε ασβέστη και στολιζόταν με γλάστρες, με μπιγόνιες- βασίλισσες, φτέρες και καουτσούκ που από τότε η μάνα μου τις έφερνε μέσα στο σαλόνι και τις «έντυνε» με χρωματιστό χαρτόνι, που ένωνε με βελονιές κεντήματος, κι έβαζε στο βάζο τα τελευταία τριαντάφυλλα του κήπου που έντονα ευωδίαζαν. Κι ερχόταν οι τούρτες οι ομορφοστολισμένες που έστελναν οι φίλοι του πατέρα, που μέναν ανέγγιχτες μέχρι το βράδυ. Τότε πια η μάνα μου μέσα στον ασημένιο δίσκο, μαζί με τον παραδοσιακό μπακλαβά, τις κερνούσε σαν ποικιλία στους καλεσμένους μας.
Πρώτος νωρίς τ’ απόγευμα, ερχόταν για τα «χρόνια πολλά» ο Δεσπότης ο από Δυραχείου Μητροπολίτης Ιάκωβος ο Α΄, η αξέχαστη ευγενική αγία φυσιογνωμία που εμάς τα παιδιά μας έπαιρνε κοντά του και μας ευχόταν καλή υγεία και προκοπή στο δρόμο της ζωής… κι έμοιαζε να ήταν ο ίδιος ο Χριστός όταν μιλούσε….
Το βράδυ αργά, όλοι κάθονταν για φαγητό στην «τράπεζα» δηλαδή στα τραπέζια που ήταν σ’ όλα τα δωμάτια και πάνω και κάτω, κι αν έρχονταν απρόσμενοι επισκέπτες, η μάνα μου έλεγε όλοι οι καλοί χωρούν και για τη μάνα μου, ήταν όλοι καλοί….
Αργότερα ερχόταν ο Γιώργιος ο Μουφλουζέλλης που πάντα πήγαινε στα σπίτια που γιόρταζαν για να παίξει και να βγάλει κι εκείνος το μεροκάματό του. Βλέπεις τότε είχε μπει στη ζωή μας η «Ευρωπαϊκή μουσική» κι οι μουσικάντηδες και τα ρεμπέτικα τραγούδια τουλάχιστον στη Μυτιλήνη – άργησαν να αποκτήσουν μόνιμη στέγη και να γίνουν πάλι «της μόδας». Κι ο πατέρας μου, που ήταν μερακλής και λεβεντάνθρωπος, τον άφηνε να παίζει το μπαγλαμαδάκι του κι έδινε κέφι μέχρι πρωίας κι έλεγε και τη δική του σύνθεση.
Εγώ δεν έχω πάει στο σχολείο
Κι ούτε και ξέρω γράμματα πολλά
Μα ξέρω πως ένα κι ένα κάνουν δύο
Και πως τα φωνήεντα είναι επτά….
Κι ούτε τα εκκωφαντικά στέρεο, κι ούτε το «100» να σου έρχεται και να σου χαλά τη διάθεση, ξέροντας ότι το έστελνε γείτονας που τον ενοχλούσε το κέφι των άλλων. Τι αντίθεση στ’ αλήθεια με τις σημερινές γιορτές, ένα σοκολατάκι, ένα γλυκό τυλιγμένο στο χρυσόχαρτο έτοιμο απ’ το ζαχαροπλαστείο, λίγο απ’ το «εθνικό» μας ποτό το ουίσκι, με ξηρούς καρπούς, που δίνουν μεν τις θερμίδες αλλά όχι την ατμόσφαιρα «του παλιού τραπεζιού» και μετά ανταλλαγές απόψεων για τον «καιρό» και να φεύγεις για να προλάβεις να «χαιρετίσεις» ίσως κι άλλους και για να ‘σαι το βράδυ στο σπίτι σου, νωρίς όσο γίνεται εξ αιτίας των μεγάλων αποστάσεων που σου «δωρίζουν» οι αφιλόξενες, ερημικές μεγαλουπόλεις.
Αλήθεια πόσο πικρή και παράξενη που είναι η ζωή μας!! Πόσο.
Άδειο το σπίτι κι ορφανό
Κλεισμένη κι η καρδιά του
Εκεί που άλλοτε χαράς
Τραγούδια ακουγόταν.
Τώρα, πως και γιατί εστοίχειωσε
Της σιωπής η θλίψη
Εδώ και κάποια χρόνια το σπίτι μας έγινε πολυκατοικία!!
Τύποι του δρόμου (μας)
Τον καιρό μετά την Κατοχή δεν περνούσαν αυτοκίνητα απ’ τα σοκάκια, έτσι μπορούσαμε να «βγάζουμε» τον «κλήδονα» που τον «έβγαζε» η κυρία Γκόλφω που κάποιες φορές έλεγε τ’ αδιάντροπα ντόμπρα και τσεκουράτα,. Εκεί, παρακολουθούσαμε να μην μας τύχει κάποιο απ’ αυτά, αλλά δεν γινόταν κι έτσι κοκκινίζαμε από ντροπή.
Ο άνδρας της κ. Γκόλφως ήταν καμπούρης αλλά, πολύ καλός μουσικός ήταν τζαζμπαντίστας (Oramer) έμαθε και την κόρη του Γεωργία να παίζει κι εκείνη με τον πατέρα της, έπαιζαν στα καλύτερα κέντρα της Μυτιλήνης αυτήν εποχή όπως στη Φέμινα, Φλορίντα, «τότε που ζούσαμε».
Περνούσε κάθε μέρα κι ένας γιαουρτσής, ο κυρ Στρατής, μ’ ένα γαϊδουράκι φορτωμένο κι από τις δύο πλευρές του κρεμόταν δύο μεγάλες πήλινες γαβάθες που είχαν γιαούρτι πρόβειο με δύο δάχτυλα καϊμάκι βέβαια ήταν δική του κατασκευή. Το τρώγαμε γιατί μετά την κατοχή είχαμε ανάγκη αυτά τα υλικά για να στηριχθούμε. Είχε κατασκευάσει μια σπάτουλα που έμοιαζε με χούφτα από υλικό τενεκεδένιο που άστραφτε σονάτα ασήμι.
Περνούσε κι ο κυρ Σταύρος ο παγωτατζής με το μεγάλο ξύλο στον ώμο του κι απ’ τη μια πλευρά είχε ένα μικρό μηχανηματάκι που θα έφτιαχνε που θα έφτιαχνε το παγωτό κασάτο κι από την άλλη πλευρά είχε το παγωτό απ’ τα δικά του χέρια τον κυρ Σταύρο τον περιμέναμε με αγωνία όχι μόνο για τα παγωτά του, αλλά και για τα τραγουδάκια του με όμορφο σκοπό.
– Να κλαίτε βρε μουρέλια για να σας παίρνιν παγουτέλια
– Τα φτιάχνει μια δασκάλα που είναι όλο γάλα, κι άλλη δουλειά δεν κάνει τα παγωτά μου φτιάχνει
– Ελάτε κοριτσάκι με τ’ άσπρα φουστανάκια να πάρετε γλασάτα κρέμα βανίλια γάλα.
– Είναι και κρύο μπούζι γλυκό σαν το καρπούζι, γλυκό και παγωμένο απ’ το βουνό φερμένο.
– Το κάνει η μαμά μου μέσα στην κάμαρά μου μαζί με το μπαμπά μου!!!
Νίκη Τατά – Χούσου