Ο Στάθης Τραγάκης είναι πάνω από 50 χρόνια στα γήπεδα ενώ παράλληλα τα ίδια ακριβώς χρόνια εργάζεται και ως σερβιτόρος. Τα τελευταία 22 χρόνια τον συναντάς στο «Απάγκιο» και αν τον καταφέρεις εκτός από τα νόστιμα μεζεδάκια θα σου σερβίρει και τις ιστορίες της ζωής του…
Στη Λέσβο της δεκαετίας του ΄80 δεν είχες και πολλές επιλογές για δουλειά. Ότι έβρισκες το έβλεπες σαν ευκαιρία και βέβαια οι δεύτερες δουλειές ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο για πολλούς. Κάπως έτσι ο κος Στάθης Τραγάκης, ο γνωστός και αγαπητός σερβιτόρος σε πολλά από τα καταστήματα εστίασης της πόλης , αλλά και σε ξενοδοχεία αργότερα, το σερβιτοριλίκι μπορεί να το ξεκίνησε από ανάγκη, αλλά στην πορεία έγινε η αγαπημένη του συνήθεια κάτι που συνέχισε με ιδιαίτερη αγάπη μέχρι σήμερα. Από τη βασική του εργασία στο εργοστάσιο λευκοσιδηρουργίας στο πάρκινγκ πριν γίνει το μεγάλο σούπερ μάρκετ της πόλης, ο κος Στάθης πήρε μεταγραφή στο Λέσβος Μάρκετ όπου για χρόνια τον βλέπαμε στον πάγκο των τυριών -άλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο- για κείνον που το έμαθε και το έκανε καλά. Συνέχισε μετά στον Γαλαξία στο ίδιο πόστο και μετά στον Χρυσάφη, το Άλφα μέσα στην αγορά και σε πολλές άλλες κύριες και δευτερεύουσες δουλειές που πάντα τις έκανε με αγάπη και μεράκι .
Το πρωί μπορεί να πήγαινε προπόνηση-αφού από παιδί ασχολήθηκε με τον Παλλεσβιακό και αργότερα έγινε ένας από τους αγαπημένους διαιτητές των αθλητών και των φιλάθλων ενώ μετά συνέχιζε είτε σαν περιπτεράς για να ξεκουράζει τον ιδιοκτήτη, είτε ως σερβιτόρος στα πιο γνωστά καταστήματα εστίασης της εποχής, στο Lesvos beach , στο Ζουμπούλι , στον Διόνυσο στον Σαμαρά, σε ξενοδοχεία…
«Η ζωή είναι μια περιπέτεια. Κάθεσαι μετά από χρόνια και σκέπτεσαι, γελάς και αναρωτιέσαι πως πέρασες από τόσα μονοπάτια, αλλά αυτό είναι το ωραίο. Να μπορείς να ανακαλύπτεις μέσα από τις δυσκολίες την ομορφιά της ζωής…»
Ο ιδιαίτερα εργατικός τύπος ενώ μας σερβίρει στο «Απάγκιο» μας λέει χιουμοριστικά:
«Υπήρξε περίοδος που έκανα και τρεις δουλειές και όχι πάντα από ανάγκη αλλά από μεράκι για να προσφέρω. Ήταν πολλοί εκείνοι που με εμπιστεύονταν γιατί αρχικά μου άρεσε να εξυπηρετώ τον κόσμο κι ύστερα γιατί μου έδιναν πάντα κι ένα κομμάτι της διεύθυνσης προκειμένου να δουλέψει σωστά αυτό που αναλάμβανα».
Καθώς φέρνει τα πιάτα κρατώντας τα με τον παλιό τρόπο των σερβιτόρων , τρία πιάτα στο ένα χέρι και δύο από την άλλη , μετακινείται στο χώρο με ιδιαίτερη άνεση. Η αλήθεια είναι πως όποτε πάω στο ουζερί, προσπαθώ να του πιάσω κουβέντα γιατί από τον κο Στάθη μπορεί να μάθεις πολλά και κυρίως να ακούσεις ιστορίες για ανθρώπους που πέρασαν από το νησί και άφησαν το στίγμα τους. Με πολλούς συνεργάστηκε , για άλλους δούλεψε και με άλλους πάλι έχτισε γερές φιλίες που κρατούν μέχρι σήμερα. Ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά: «Είναι πως μιλάς, πως συμπεριφέρεσαι, πως βάζεις τα πιάτα και πως κανείς τον άλλον να αισθάνεται άνετα. Ακόμη και το πώς θα πάρεις την παραγγελία για να ευχαριστηθεί ο πελάτης. Σε όλες τις δουλειές μου ήμουν έτσι. Και στις πρωινές αλλά και στις βραδινές. Δεν είχα πρόβλημα. Μου άρεσε να διεκπεραιώνω τη δουλειά σωστά και με μέθοδο για να λειτουργεί ρολόι. Πρώτα παρατηρούσα το χώρο και μετά έβαζα τη σκέψη μου σε λειτουργία για να διορθωθούν μικρές λεπτομέρειες προς όφελος και εξυπηρέτηση του πελάτη»…
Ξανθόπουλος –Κωνσταντάρας στο Φανάρι
Ο Κυρ Στάθης από μωρό- παιδί σε αυτή τη δουλειά σέρβιρε «ένα κάρο» προσωπικότητες. Ο Ξανθόπουλος ήταν από τους πιο συχνούς του πελάτες.
«Πήγαινα στους καφέδες από πίσω από το Φανάρι που ήταν μηχανουργεία, επιπλοποιίες και μιλούσα με όλους. Παιδί ακόμη, προσπαθούσα να μάθω να κρατάω σωστά το δίσκο με τη λαβή, για να μεταφέρω πολλούς καφέδες με τη μία. Κι ΄κει έρχονταν ηθοποιοί που βρισκόταν στο νησί – όπως ο Κωνσταντάρας- για να δούνε τον Ξανθόπουλο, που είχε τη βάρκα του στο Φανάρι και πήγαινε για ψάρεμα κι ύστερα τους τραπέζωνε στο καφενείο που δούλευα. Ακόμη θυμάμαι το μεγάλο πουρμπουάρ που μου έδωσε ο Κωνσταντάρας σε ένα από αυτά τα τσιμπούσια»!
Και στο θέατρο με τον δάσκαλο Πασπάτη
Το Θέατρο ήταν και αυτό μια από τις μεγάλες αγάπες του κυρ Στάθη. Στο χώρο τον έβαλε ο φίλος του λογιστής, Στρατής Καμενής που τότε το έβλεπαν ως ευκαιρία να ψυχαγωγηθούν , να μάθουν, να ταξιδέψουν αλλά και να διευρύνουν τους ορίζοντές τους σε μια επαρχία που δεν σου έδινε πολλά για να ξεδιψάσουν τη φλόγα της ηλικίας τους. «Μαζί με τον Πασπάτη έπαιξα σε διάφορα έργα και το τελευταίο μου ήταν «ο Ανάποδος». Η παρέα μου ήταν ο Στρατής ο Καμινής , Στρατής ο Λυρής , ο Χαρίτος, ο δάσκαλος Πασπάτης, η Ειρήνη, η Δέσποινα και άλλοι που δεν θυμάμαι πια. Καθένας τράβηξε τον δρόμο του, άλλοι έφυγαν…Ο Πασπάτης όταν τελείωνε η πρόβα πάντα μου έλεγε: -«Στάθθθθθθθθ, τα γκέμια ….» Και αυτή ήταν η συμβουλή του, που κράτησα για μια ζωή γιατί κράτησα τα γκέμια παντού και στην οικογένεια και στις δουλειές μου. Για να υπάρχει ο έλεγχος. Από αυτούς τους ανθρώπους που συναναστράφηκα έμαθα πολλές από τις φιλοσοφίες της ζωής τις οποίες και ακολούθησα πιστά μέχρι σήμερα.
Τον Στάθη θα τον βρει κανείς στο «Απάγκιο» όπου και είναι τα τελευταία 22 χρόνια και δουλεύει 7 μέρες την εβδομάδα χωρίς αυτό να του γίνεται κουραστικό, γιατί όπως λέει «αν δεν αγαπάς κάτι δεν μπορείς να το κάνεις…» Ο ίδιος τρώει πάντα ψητά και σπάνια τηγανητά σαν παλιός αθλητής, ενώ το ουζάκι το αφήνει για την χαλάρωση του όταν βρίσκεται με φίλους. Κλείνοντας την όμορφη κουβέντα μαζί του μας είπε χαρακτηριστικά:
«Η ζωή είναι μια περιπέτεια. Κάθεσαι μετά από χρόνια και τα σκέπτεσαι και γελάς και αναρωτιέσαι πως πέρασες από τόσα μονοπάτια, αλλά αυτό είναι και το ωραίο. Να μπορείς να ανακαλύπτεις μέσα από τις δυσκολίες την ομορφιά της ζωής…»