Παρά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού, η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. όσον αφορά την αγοραστική δύναμη και τους μισθούς, με τις διαφορές να είναι σαφείς σε σχέση με άλλες χώρες.
Η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την αγοραστική δύναμη και τους μισθούς, όπως αποδεικνύουν τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat. Παρά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού, η κατάσταση παραμένει απογοητευτική για τον Έλληνα εργαζόμενο, με την αγοραστική του δύναμη να αντιστοιχεί μόλις στο 70% του μέσου Ευρωπαίου. Κάτω από την Ελλάδα βρίσκεται μόνο η Βουλγαρία, γεγονός που αναδεικνύει τη δυσαναλογία μεταξύ αμοιβών και τιμών στην ελληνική οικονομία.
Η εικόνα της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό τοπίο
Η Eurostat δημοσιοποίησε την τελευταία έκθεση για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα παραμένει σχεδόν στο τέλος της λίστας, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δείχνει το επίπεδο ζωής, καθώς υπολογίζεται με βάση την αγοραστική δύναμη, που σημαίνει το πόσο μπορεί να αγοράσει ο πολίτης με τα χρήματα που διαθέτει. Στην Ελλάδα, αυτός ο δείκτης φτάνει το 70, δηλαδή ο Έλληνας πολίτης μπορεί να αγοράσει μόνο το 70% των αγαθών και υπηρεσιών που μπορεί να αγοράσει ένας μέσος Ευρωπαίος.
Αυτό είναι αποτέλεσμα δύο βασικών παραμέτρων: πρώτον, των χαμηλών μισθών στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε. και δεύτερον, της μεγάλης αύξησης των τιμών, η οποία δεν συμβαδίζει με την αύξηση των μισθών. Αν και η Ελλάδα βλέπει αυξήσεις στις τιμές λόγω του πληθωρισμού και των καρτέλ, οι μισθοί παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων.
Αύξηση κατώτατου μισθού και οι πραγματικές συνέπειες
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ μικτά (743 ευρώ καθαρά), ξεκινώντας από την 1η Απριλίου 2025. Αν και το μέτρο παρουσιάστηκε ως θετικό, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Παρά τη σχετική αύξηση, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα παραμένει σημαντικά χαμηλότερος από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και δεν καταφέρνει να καλύψει τη μείωση της αγοραστικής δύναμης που προκαλεί ο πληθωρισμός και οι υψηλές τιμές στην αγορά.
Όταν εξετάσουμε την αύξηση των μισθών από το 2019 μέχρι το 2023, η Ελλάδα κατέχει την 2η χαμηλότερη θέση στην Ε.Ε. με αύξηση μόλις 6,6%, ενώ χώρες όπως η Βουλγαρία και η Λιθουανία παρουσίασαν αυξήσεις μισθών που ξεπερνούν το 40%. Ειδικότερα, η Ελλάδα βρίσκεται στο 17.013 ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο, πολύ κάτω από το μέσο όρο της ευρωζώνης που είναι 41.848 ευρώ, κάτι που επιδεινώνει τις κοινωνικές ανισότητες και ενισχύει το φαινόμενο της “brain drain” (διαρροή εγκεφάλων).
Η ανάγκη για μια πιο ουσιαστική προσέγγιση
Είναι σαφές ότι οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού δεν επαρκούν για να καλύψουν την πραγματική ανάγκη των εργαζομένων στην Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν έχει ανακάμψει πλήρως από τις συνέπειες των μνημονίων και παραμένει σε χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης, γεγονός που καθιστά τη βιώσιμη αύξηση των μισθών και την πραγματική βελτίωση της αγοραστικής δύναμης αναγκαία. Απαιτούνται περαιτέρω πολιτικές που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα, θα μειώσουν τις τιμές και θα ενισχύσουν τις συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες αποτελούν τον βασικό μηχανισμό για τη διασφάλιση αξιοπρεπών αμοιβών για όλους τους εργαζόμενους.