Η Μαριλένα Αστραπέλλλου γράφει για τη νέα έκθεση της Νίκης Ελευθεριάδη στο ΒΗΜΑ
Πρώτα με σταμάτησαν τα έργα της. Περνώντας από την genesis gallery, που έχει μετακομίσει εδώ και έναν χρόνο περίπου στην οδό Ιπποκράτους και «ανασαίνει» πλέον στα ευρύχωρα τετραγωνικά της, τα νυχτερινά τοπία της Νίκης Ελευθεριάδη εκπέμπουν μια εσωτερική, μαγνητική λάμψη και σε καλούν να βυθιστείς μέσα τους.
Σε αυτή την πρώτη έκθεσή της στη συγκεκριμένη γκαλερί – σε επιμέλεια Γιώργου Τζανέρη – παρουσιάζει 36 τοπία, ορισμένα με τη μακρινή σκιά της ανθρώπινης παρουσίας. Είναι ζωγραφισμένα σε κεραμικές πλάκες, είτε του εμπορίου είτε που έχουν εφυαλωθεί σε εργαστήριο. Αυτά τα τελευταία εμφανίζουν μια στιλπνή υφή ενώ τα χρώματα έχουν μια έντονη, γαλακτώδη φωτεινότητα – η ζωγραφική που πρόκειται να εφυαλωθεί είναι τελείως διαφορετική πριν και μετά το ψήσιμό της.
Τα έργα της φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης, ώριμης προσέγγισης της ναΐφ τέχνης: την απλότητα των γραμμών, την ισχυρή αίσθηση χρωματικής καθαρότητας και τη συναισθηματική αμεσότητα που αγγίζει τον θεατή. Τα τοπία της γενέτειράς της, Λέσβου, που γνωρίζει πολύ καλά και ζωγραφίζει από μνήμης ή μέσα από φωτογραφίες που έχει τραβήξει, αποτυπώνουν μια ρομαντική αλλά και πρωτόγονη αίσθηση, με έναν φωτεινό ορίζοντα που μοιάζει να ξεπηδά μέσα από το σκοτάδι.
«Δεν έγιναν τυχαία αυτά τα νυχτερινά τοπία. Διότι έχω παρατηρήσει κάτι το περίεργο στη Λέσβο: όταν θερίζουν σιτάρια, κριθάρια, τα χορταράκια που μένουν λάμπουν όταν έχει φεγγάρι. Είναι μια εικόνα που βλέπω πολλά χρόνια στο νησί, οπότε μου ήρθε διάθεση να ζωγραφίσω έργα με ανοιχτά χρώματα στη βάση τους και με πολλή νύχτα από πάνω» θα εξηγήσει η ίδια η Ελευθεριάδη όταν θα συναντηθούμε τελικά για να μιλήσουμε για τη δουλειά της. Εξ ου και «Η μέρα φόρεσε τη νύχτα» όπως τιτλοφορείται η έκθεση στην genesis gallery. «Εψαχνα τίτλο και κάποια μέρα άκουσα το τραγούδι «Πες τη το με ένα γιουκαλίλι» με το μελοποιημένο ποίημα του Σεφέρη «Fog. Say it with a ukulele». Εκεί έχει τον στίχο «Η μέρα φόρεσε τη νύχτα, όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα». Σκέφτηκα: «Aυτό είναι»».
Βρεθήκαμε στο σπίτι της στα Εξάρχεια, ένα διαμέρισμα και εν δυνάμει εργαστήριο μέσα στο οποίο περιβάλλεται από χρώματα, αντικείμενα, ορισμένα εφυαλωμένα έργα που χάλασαν στο ψήσιμο, μικρές και μεγαλύτερες συλλογές (από δίσκους σερβιρίσματος, οπαλίνες, καρφίτσες και βεβαίως έργα τέχνης φίλων της αλλά όχι μόνο). Εχει δηλαδή την έξη τού συλλέγειν. «Δεν ξέρω γιατί. Ισως έχω το μικρόβιο και το πήρα από τον πατέρα μου».
Ο πατέρας ήταν ο Τάκης Ελευθεριάδης (1911-1987), ζωγράφος της γενιάς του ’30, αδίκως παραγνωρισμένος. Υπήρξε και συλλέκτης κεραμικών αλλά και λαϊκής ζωγραφικής της γενέτειράς τους, Λέσβου, καθώς συγκέντρωνε έργα ανώνυμων ζωγράφων αλλά βεβαίως και του Θεόφιλου. Στο δωμάτιό της στο σπίτι όπου μεγάλωσε, στην Πέτρα της Λέσβου, ήταν αναρτημένοι έξι πίνακες του αυτοδίδακτου λαϊκού ζωγράφου ενώ στο σπίτι τους κυκλοφορούσε και ο Ορέστης Κανέλλης (1910-1979), ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους του νησιού.
Oι εμπειρίες από το Παρίσι
Αναπόφευκτα τα πρώιμα βιώματά της δεν την εγκατέλειψαν ποτέ. Αργότερα ήρθαν να προστεθούν και οι εμπειρίες της από το Παρίσι όπου βρέθηκε την περίοδο 1974-76. Είχε σπουδάσει Γραφικές Τέχνες και Διακοσμητική στο Κέντρο Τεχνολογικών Εφαρμογών του Νίκου Παπαδάκι και είχε ταξιδέψει στην πόλη του φωτός για να πραγματοποιήσει σπουδές στις Πλαστικές Τέχνες (Arts Plastiques) στο Πανεπιστήμιο Paris VIII στη Βενσέν. Eίχε και κάπου να στραφεί, με την έννοια ότι εκεί βρισκόταν ο περίφημος τεχνοκριτικός και εκδότης καλλιτεχνικών εντύπων αλλά και συλλέκτης Τεριάντ ή Στρατής Ελευθεριάδης (1897-1983) μαζί με τη σύζυγό του Αλίς.
Ενας μακρινός συγγενής του πατέρα της, όπως θα σπεύσει να διευκρινίσει, δίχως να θελήσει να μακρηγορήσει, όπως θα έκαναν άλλοι στη θέση της. «Οταν πήγα στο Παρίσι έμενα δίπλα τους, αν μου τελείωναν τα χρήματα και δεν είχα να φάω πήγαινα στο σπίτι τους. Είχε επαφές με τον πατέρα μου, τα καλοκαίρια ερχόταν στη Λέσβο για να τον δει. Με επηρέασε από την άποψη ότι μαζί με την Αλίς με πήγαιναν σε μουσεία, με έπαιρναν μαζί τους σε γκαλά τέχνης, μια και με είχαν υπό την προστασία τους υπό μια έννοια. Οι επιρροές μου όμως στη ζωγραφική μου προέρχονται από τις συλλογές του πατέρα μου: τους πίνακες του Θεόφιλου, τους λαϊκούς ζωγράφους της Λέσβου και τα πολύχρωμα κεραμικά. Αυτό που προστέθηκε από την παραμονή μου στο Παρίσι ήταν η άμεση επαφή με τα έργα τα οποία δεν έβλεπα πλέον μόνο μέσα από τα βιβλία. Διότι ο πατέρας μου είχε μια φοβερή βιβλιοθήκη, αλλά δεν είχε δει ποτέ τους πίνακες από κοντά, δεν είχε βγει ποτέ από την Ελλάδα».
Δεν είναι λοιπόν και τόσο «αθώα» ή «αφελής» η ματιά της. «Eνας «ναΐφ» καλλιτέχνης ζωγραφίζει όπως ζωγραφίζει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η Ελευθεριάδη έχει επιλέξει συνειδητά να ζωγραφίζει με ύφος «ναΐφ» – έτσι ακριβώς και όχι αλλιώς. Η Ελευθεριάδη είναι λόγια και όχι αυτοδίδακτη ζωγράφος αφού μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον λόγιας ζωγραφικής» σημειώνει στον κατάλογο της έκθεσης ο Νίκος Παΐσιος.
Δεν είναι τυχαία και η αγάπη της για τον πηλό, η οποία ανέκαθεν την έφερνε κοντά σε ανθρώπους που μοιράζονταν ένα παρόμοιο πάθος με τον πατέρα της. Oπως τον Ντίνο Κόγια, συλλέκτη και μελετητή της κεραμικής παραγωγής που την οδήγησε πριν από δέκα χρόνια περίπου στο αγγειοπλαστείο του Γιάννη Κοντορούδα στο Καρλόβασι της Σάμου, εκεί όπου στους τοίχους εκτίθενται πιάτα που είχε ζωγραφίσει δεκαετίες νωρίτερα ο Γιάννης Ρίτσος. Κάπως έτσι ξεκίνησε και η ίδια σε πιάτα, μάλιστα δείγμα αυτής της δουλειάς παρουσιάστηκε παλιότερα στο Ιδρυμα Παναγιώτη και Εφης Μιχελή.
Η δημιουργία τους πραγματοποιήθηκε στο κεραμικό εργαστήριο της Γεωργίας Ζαχαριαδη στο Πετρί της Λέσβου, το χωριό δίπλα στην Πέτρα όπου είχε το εργαστήριό του ο Χρόνης Μπότσογλου, ένας καλός γείτονας και φίλος ο οποίος ζωγράφιζε στο παροπλισμένο ελαιοτριβείο του πατέρα της. Τα τωρινά έργα στην genesis gallery έχουν γίνει στο Πετρί αλλά και στο εργαστήριο του Αρτέμη Αρττάφ στα Εξάρχεια.
Να φανταστεί κανείς ότι αρχικά ήθελε να γίνει χημικός, μια πορεία που δεν ακολούθησε τελικά γιατί στο μεταξύ γνώρισε τον άνδρα που θα γινόταν σύζυγός της. Ο Πέτρος Βέργος των γνωστών δημοπρασιών και συλλέκτης (άλλος ένας) ήταν εκείνος ο οποίος μετά τον πατέρα της τής πέρασε το μικρόβιο τού συλλέγειν και την ενθάρρυνε να δημιουργεί.
Ξεκινώντας από την μπατίκ ζωγραφική, πέρασε στις ελαιογραφίες και στη συνέχεια σε κεραμικές και ξύλινες επιφάνειες, δημιουργώντας κυρίως τοπία αλλά και σκηνές με συναθροίσεις γυναικών, πλαισιωμένες από αρχοντικά σπίτια της Λέσβου. Η τεχνική της εξελίχθηκε σημαντικά με τα χρόνια, αλλά τα χρώματά της διατήρησαν πάντα τη ζωντάνια που τα χαρακτηρίζει και η αύρα της δουλειάς της μια βαθιά κατευναστική ηρεμία. «Παλιότερα όταν ζωγράφιζα και ήθελα να ξεκουραστώ λίγο άναβα ένα τσιγάρο και με έβαζα μέσα στο έργο, ζωγράφιζα δηλαδή γυναίκες που περιδιάβαιναν τα τοπία. Πάντα ήμουν εγώ μία από αυτές και ύφαινα στο μυαλό μου μια πλοκή που μας συνέδεε. Πάντα μου άρεσε να δραπετεύω μέσα στα έργα μου».
INFO: «Η μέρα φόρεσε τη νύχτα» στην genesis gallery