Search

“Υπάρχω” ως το τέλος του χρόνου στο Cine Αρίων

Γιώργος Τσεμπερόπουλος και Χρήστος Μάστορας κερδίζουν το στοίχημα να κάνουν (mainstream, προσεκτική, αν και όχι αγιογραφική) βιογραφική ταινία τη ζωή του macho λαϊκού ινδάλματος που λεγόταν Στέλιος Καζαντζίδης.

Δείτε εδώ το πρόγραμμα των προβολών

Υπάρχω

Η ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη: μια ταινία που περίμενε να γίνει; Κάθε άλλο. Μια προσωπικότητα λατρεμένη από τους Ελληνες, ένας εκφραστής της λαϊκής καρδιάς και των αδιέξοδων ονείρων κι από την άλλη ένας καλλιτέχνης που φόρεσε το machismo στο πετσί του κι επένδυσε σ’ αυτό, που συγκρούστηκε με τη μεγαλύτερη, τότε, δισκογραφική εταιρία, τη Μίνως Μάτσας, που συνδέθηκε με δεκάδες άλλα ινδάλματα του χώρου και της εποχής, που αποσύρθηκε στο peak του για να επιστρέψει αργότερα στις τηλεοράσεις μας ως οργισμένος συνομωσιολόγος, τόσες πλευρές, τόσα εμπόδια, πώς να τα διαχειριστεί μία ταινία; Οπως φαίνεται, με μια σειρά από έξυπνες επιλογές.

Κατ’ αρχάς, η οριοθέτηση της εποχής: ξεκινάμε όταν ο Καζαντζίδης είναι παιδί, τραυματισμένο από τις μνήμες προσφυγιάς των γονιών του, την ορφάνια απ’ τον πατέρα, την ανέχεια. Και σταματάμε στο «Υπάρχω», το 1975. Η αφετηρία και η άνοδος, η Καίτη Γκρέυ, η Μαρινέλλα, η διασημότητα και τα πλούτη, η απόπειρα ανεξαρτητοποίησης από τη δισκογραφία, η αγάπη (υπερβολική, παθολογική, καταστροφική) για τη μάνα, η απομόνωση στην ύπαιθρο.

Κατά δεύτερον, η πανέξυπνη επιλογή του πρωταγωνιστή. Ποιος μπορεί να νιώσει τη σύγκρουση του Καζαντζίδη με τη νύχτα, να αποδώσει βιωματικά τον ζυγό της φήμης; Ενας σύγχρονος τραγουδιστής – που να μπορεί και να παίξει. Ο Χρήστος Μάστορας είναι μια ευφυής στιγμή κάστινγκ. Στην οθόνη είναι πανέμορφος, μαγνητικός, μιμείται θαυμάσια το χρώμα του Καζαντζίδη στο τραγούδι και, κυρίως, σ’ αυτόν εδώ τουλάχιστον το ρόλο, παίζει ευαίσθητα, με δύναμη, πειστικότητα και μια λάμψη στο μάτι που μόνο γνήσια μπορεί να είναι. Το στοίχημα της ταινίας είναι κερδισμένο από το πρώτο του πλάνο.

Το υπόλοιπο καστ είναι ένα λαμπερό, εύστοχο who is who: καλύτερη όλων των supporting ρόλων η Κλέλια Ρένεση ως Καίτη Γκρέυ, με αισθησιασμό αλλά και τσαγανό που ξεχειλίζει, εύθραυστη η Ασημένια Βουλιώτη ως, κορίτσι ακόμα, Μαρινέλλα, νευρώδης ο Δημήτρης Καπουράνης που υποδύεται τον Γιώργο Λιάνη, η μεγάλη συνέντευξη του οποίου με τον Καζαντζίδη αποτελεί τον κεντρικό μίτο της αφήγησης.

Είναι η ταινία μια αγιοποίηση του ήρωά της; Και λίγο ναι και όχι ακριβώς. Σίγουρα φαίνεται ότι το σενάριο κάνει προσεκτικό σλάλομ ανάμεσα σε απαγορεύσεις και επιταγές ευγένειας, θέλοντας να μην προσβάλλει μνήμη, άρα και αποφεύγοντας τα «βαριά». Γενικώς, αλκοόλ, τζόγος, ναρκωτικά ούτε για δείγμα, ο Ακης Πάνου πιο καθαρός κι από τον άσπρο σίφουνα (παρότι η μικρή παρουσία του Μιχάλη Βαλάσογλου που τον υποδύεται μένει έντονα στη μνήμη). Οπως στις περισσότερες ελληνικές παραγωγές εποχής και παρά το εύστοχο και πιστό σκηνογραφικο/δραματολογικό, τα ρούχα και το θυμικό είναι διαρκώς πεντακάθαρα κι ακτινοβόλα, ειδικά όταν οφείλουν να είναι ζοφερά κι απελπισμένα. Η μνημειώδης διένεξη (και δικαστική διαμάχη) του Καζαντζίδη με τον Μάτσα μένει επιδέξια στο πλάι, μάλιστα είναι σήμερα ο Μίνως Μάτσας που έχει γράψει τη μουσική της ταινίας.

Αλλά κι ολόκληρο το φιλμ είναι καλύτερο στις πιο μικρές, διαπροσωπικές, συναισθηματικές σκηνές, παρά στις κορυφώσεις του: οι σκηνές πλήθους, έντασης, κρίσης, πάθους, έρχονται αμήχανα, επίπεδα, ενώ οι μικροί διάλογοι πείθουν και συγκινούν: εκεί, άλλωστε, βρίσκεται και το ατού του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, στην εσωτερικότητα και στην ευαισθησία. Στη σκηνή του χωρισμού του Στέλιου και της Μαρινέλλας, την ωραιότερη της ταινίας. Στις επιμελημένες πινελιές του σεναρίου τής Κατερίνας Μπέη που, χωρίς πολλά λόγια, δίνουν την εικόνα της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας και ιστορίας: «Δεν θέλω να παίζω για τους πλούσιους, εγώ πάντα έπαιζα για τους φτωχούς,» θα πει ο Καζαντζίδης. «Οι φτωχοί φίλοι σου τώρα είναι πλούσιοι, γι’ αυτούς παίζεις,» θα πει η Μαρινέλλα. Και που, εξίσου λεπτά, σχηματίζουν την προσωπικότητα του Καζαντζίδη, κι ας επενδύσει σ’ αυτήν ο καθένας κι η καθεμιά ό,τι πιστεύει, από τα καλύτερα ως τα χειρότερα.

Γιατί όλ’ αυτά ανήκουν σε μια ταινία που δεν είναι το «Oppenheimer». Είναι μια mainstream βιογραφία ενός θρύλου κι ως τέτοια, σε μια παρόμοια πρόθεση με την «Ευτυχία» (και πάλι του παραγωγού Διονύση Σαμιώτη και σε σενάριο της Μπέη), και μ’ έναν πιο μονοδιάστατο αλλά πιο λαοφιλή ήρωα (έστω κι αν τόσο λιγότερο επίκαιρο στη συζήτηση για τα σημερινά ήθη), φτιαγμένη με σεβασμό στο καλό εμπορικό σινεμά, καλό είναι να… υπάρχει

της Λήδας Γαλανού για το Flix