φωτό / αρχείο Στέφανου Βαλαβάνη
Χειμώνας. Απόγευμα. Ξάπλωσε λίγο, όχι για να κοιμηθεί, αλλά έτσι από συνήθεια και για να ξεκουράσει τη μέση του που από χρόνια τον ταλαιπωρούσε. Και όπως πάντα η σκέψη του τον γύρισε πάλι πίσω . Τον πατέρα του θυμήθηκε. Έτσι ψηλό, αρχοντάνθρωπο, σοβαρό, σχεδόν κατσούφη. Μα τι κρυβόταν μέσα του. Αυτή η καρδιά του! Διαμάντι ήταν. Καμιά κακία. Για κανέναν. Ποτέ. Γι’ αυτό και τόσα χρόνια τώρα από τότε που έφυγε, κανένας δεν είπε ποτέ κακιά κουβέντα για εκείνον. Ήταν ανάπηρος του πολέμου με τους Ιταλούς. Το κράτος, του είχε δώσει μια άδεια πώλησης τσιγάρων. Ένα μικρό κασελάκι σαν αυτό που έβαζαν παλιά τις ρέγγες ήταν το πρώτο του μαγαζάκι. Το είχε στο σπίτι και όταν έβγαινε έξω το έπαιρνε μαζί του στο διπλανό καφενείο. Αυτό ήταν το στέκι του. Αργότερα παρήγγειλε στον μαραγκό του χωριού ένα άλλο με καπάκι και κλειδαριά για να το αφήνει κάποιες φορές στο καφενείο, όταν είχε άλλη δουλειά και να μην το κουβαλάει μαζί του. Μετά από κάποια χρόνια, ένα μικρό μαγαζάκι τρία επί τρία, ξεφύτρωσε στο σπίτι του στον δρόμο της αγοράς. Πολύ λίγα πράγματα στην αρχή. Σιγά – σιγά γέμισε σαν ρόδι το μικρό μαγαζί. Ποτέ του όμως δεν ξέχασε την πολύ μεγάλη φτώχεια, ούτε εκείνος, ούτε και τα παιδιά του. Όχι πως ήταν πλούσια η οικογένεια, αλλά *δόξα τώ Θεώ*, παράλληλα με αυτά που έβγαζε από το περιβόλι που ήταν στο βουνό, τα βασικά υπήρχαν. Το ένα δωμάτιο γύρω στα είκοσι τετραγωνικά με ένα σιδερένιο κρεβάτι και ένα στρώμα στο πάτωμα, που δίπλωνε τη μέρα και άνοιγε το βράδυ, δίχως καρέκλες και τραπέζι, έγινε με τα χρόνια σπίτι. Κανονικό; όχι αλλά σπίτι. Τις μέρες των Χριστουγέννων, παραμονές πρωτοχρονιάς, φώναζε τον γιο του για να ανοίξουν βιβλίο για τα βερεσέδια της καινούργιας χρονιάς. Ο γιος του έκανε τις αθροίσεις και πριν γίνει η μεταφορά των οφειλετών στο νέο βιβλίο φώναζε τον πατέρα του για να του πει πως είχε τελειώσει. Αυτές τις στιγμές δεν τις ξέχασε ποτέ του. Έβαζε το γιο του να του διαβάζει τα ονόματα των οφειλετών. Σ΄ αυτόν τράβα ένα Χ του έλεγε, είναι πιο φτωχός από εμάς. Σε τέσσερα με πέντε άτομα γινόταν αυτό κι ο γιος καμάρωνε για τον πατέρα του κι ακόμα περήφανος είναι για εκείνον.