Μια «μαγική» συνάντηση με τη Μυτιληνιά παραμυθού Λίλη Λαμπρέλλη στο σπίτι της στις Βρυξέλλες, λίγο πριν επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα
της ΒΑΓΓΕΛΙΩΣ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
Στην καρδιά σχεδόν των Βρυξελλών, σε ένα διατηρητέο κτίριο του 1896, ουσιαστικά ένα κλασσικό σπίτι τύπου ArtNouveau της Δυτικής Ευρώπης, συναντήθηκα μέσα στον περασμένο χειμώνα με τη μυτιληνιάς καταγωγής «παραμυθού» Λίλη Λαμπρέλλη. Ένα ταξίδι στην «πρωτεύουσα» της Ευρώπης, ήταν η αφορμή να τη γνωρίσω και από κοντά, μετά από παλιότερη επικοινωνία που είχα μαζί της το περασμένο φθινόπωρο, όταν βρέθηκε στη Μυτιλήνη για το 1ο Φεστιβάλ Παραμυθιών. Το τηλεφώνημά μου όχι μόνο το δέχτηκε με χαρά, αλλά με υποδέχτηκε με πολύ φιλόξενη διάθεση στο σπίτι της, ένα βροχερό απόγευμα. Κι εκεί, σε μια πόλη όπου ανθίζει η αφήγησή τους, μιλήσαμε για τα παραμύθια – τα δικά της, της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών και προέλευσης…
«Καλώς την, πέρασε, συγγνώμη για την ακαταστασία, αλλά είμαστε σχεδόν σε φάση μετακόμισης», μου ανέφερε η γλυκιά «παραμυθού» μόλις μπήκα στο σπίτι της – ένα από τα λίγα τέτοιου τύπου που έχουν μείνει στις Βρυξέλλες χωρίς να γκρεμιστούν, όπου μένει από το 1990. Τότε ήταν που βρέθηκε στο Βέλγιο, προκειμένου να εργαστεί ως μεταφράστρια στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά, μαζί με τον Βέλγο σύντροφό της, ετοιμάζονται να επιστρέψουν στην πατρίδα της Λίλης Λαμπρέλλη, οπότε και η συνέντευξη, χωρίς να το γνωρίζω, έτυχε να έρθει και να «δέσει» με τον «επαναπατρισμό» της, την επιστροφή της στην Ελλάδα, όπου είναι και ιδιαίτερα αγαπητή για τη δουλειά της.
Πριν καθίσουμε στο σαλόνι για τη «συνέντευξη», την παρακάλεσα να με ξεναγήσει στα δωμάτια του σπιτιού, όσα από αυτά ήταν … διαθέσιμα – δεδομένης της μετακόμισης. Βιβλία από εδώ κι από εκεί – αν μη τι άλλο, αναμενόμενο – ωραίοι πίνακες ζωγραφικής φίλων της κ. Λαμπρέλλη και όχι μόνο, το εσωτερικό του σπιτιού από μόνο του ενέπνεε «παραμυθένια» ατμόσφαιρα 19ου αιώνα. Και ξαφνικά – ω, τι έκπληξη για τη γράφουσα – ένα λευκό πιάνο με ουρά, στο δεύτερο χώρο του σαλονιού. Δεν γινόταν να μην το δοκιμάσω και να μην ανταλλάξουμε τις εμπειρίες μας από το χώρο της μουσικής (ε, όχι και να πάει χαμένη τέτοια ευκαιρία), πριν περάσουμε στο χώρο της συνέντευξης.
Τσάι, κουλουράκια, ένα τζάκι δίπλα μας και η «παραμυθού» άρχισε την «αφήγησή της»…
«Πώς γνώρισα τον κόσμο του παραμυθιού»
«Ήρθα στις Βρυξέλλες πριν από 24 χρόνια περίπου και, ως προς τα παραμύθια είχα την τύχη, όταν “ανακάλυψα” την αφήγηση λαϊκών παραμυθιών, να βρίσκομαι στο συγκεκριμένο μέρος. Υπάρχουν εκατοντάδες επαγγελματίες παραμυθάδες στο Βέλγιο που σε έκταση είναι περίπου όσο η Πελοπόννησος. Ίσως το φαινόμενο αυτό να οφείλεται στο ότι το Βέλγιο συνορεύει με τη Γαλλία, γιατί η αφήγηση των παραμυθιών εδώ προέρχεται από μια γαλλόφωνη κουλτούρα, που από το ’68, χάρη στη Γαλλική Άνοιξη, έχει μεγάλη άνθηση. Κι αυτό, παρότι η προφορική λογοτεχνία υποχώρησε κάπως μέσα στον 20ο αιώνα. Όμως, η τηλεόραση και η ανάπτυξη της τεχνολογίας δημιούργησαν μια επείγουσα ανάγκη επιστροφής στην προφορικότητα, στην άμεση επαφή, στη σχέση, κι αυτό έκανε το παραμύθι να “ξαναζωντανέψει”. Αυτό που λέω πάντα και μου το έλεγε και ο δάσκαλός μου, ο Ανρί Γκουγκό, είναι ότι το παραμύθι είναι σχέση ανάμεσα σε τρεις: αυτόν που λέει το παραμύθι, αυτόν που ακούει το παραμύθι – που είναι τουλάχιστον ένας – και το ίδιο το παραμύθι που οι παραμυθάδες λένε ότι είναι “ζωντανό”, γιατί ενώ γεννήθηκε προ γραφής, διέσχισε τόπους και καιρούς κι έφτασε ως εμάς από την εποχή της απόλυτης ανυπαρξίας γραφής στην εποχή της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, στην ουσία του αναλλοίωτο…».
Να προστεθεί εδώ ότι, από τη στιγμή που έκανε το σεμινάριο με τον Ανρί Γκουγκό (τον οποίο απ’ όσο μπορεί να καταλάβει κανείς εκτιμά ιδιαίτερα), η κ. Λαμπρέλλη «δεν έχει βγει από τα παραμύθια», λέγοντας παραμύθια από την προφορική παράδοση και γράφοντας δικά της, λογοτεχνικά.
Ωστόσο: «Τα δικά μου δεν τα αφηγούμαι», τονίζει, «όπως και κανένα άλλο λογοτεχνικό παραμύθι. Αυτά που αξίζει να αφηγηθεί κανείς και να “πιάσει ομήρους” αυτούς που βρίσκονται εκεί για να τ’ ακούσουν είναι κατά τη γνώμη μου μόνο τα λαϊκά… Οι ακροατές πρέπει να έχουν την απόλυτη πεποίθηση ότι αυτό που θ’ ακούσουν θα είναι σημαντικό και για εκείνους. Παρότι εγώ λέω παραμύθια απ’ όλον τον κόσμο, πιστεύω ότι οι πιο σπουδαίες παραλλαγές είναι οι ελληνικές, αν και πιο «άγριες» γιατί δεν έχουν λογοκριθεί. Όμως, η μυθική αγριότητα, είναι αποδεκτή. Δεν τρομάζει η αγριότητα του παραμυθιού».
Πού γίνεται η αφήγηση των παραμυθιών στις Βρυξέλλες, από την κ. Λαμπρέλλη;
«Σε πολλούς χώρους, όπως στο “MaisonduConte” (“To σπίτι του παραμυθιού”), ένα Αβαείο στην καρδιά ενός μικρού δάσους με λιμνούλες, αλλά και σε θεατρικές σκηνές, μπαρ, εκκλησίες, σχολεία, κλπ.», εξηγεί η ίδια. Στην Ελλάδα, πάλι, έχει παρουσιάσει τη δουλειά της σε πολλά μέρη, αλλά κυρίως στην Αθήνα και μία φορά στη Μυτιλήνη – το περασμένο φθινόπωρο.
«Μέσα» στην ιστορία των παραμυθιών…
Κι εδώ αρχίζει το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της συνάντησής μας: η στιγμή που η Ελληνίδα παραμυθού, αρχίζει να «μπαίνει» μέσα στον κόσμο της ιστορίας των παραμυθιών των διαφόρων χωρών και να «εντοπίζει» την καταγωγή τους.
Αναφερόμενη σε ένα από τα παραμύθια των Γκριμ, «Τα δύο Αδέρφια», η κ. Λαμπρέλλη λέει ότι δεκαετίες μετά την πρώτη έκδοση της συλλογής των Γκριμ βρέθηκε αιγυπτιακός πάπυρος του 12ου π. Χ. αιώνα με το ίδιο παραμύθι.
«Στην Ελλάδα, έχουμε πάρα πολύ μεγάλο πλούτο στα παραμύθια. Η Σταχτοπούτα, για παράδειγμα, θεωρείται από τους ανθρωπολόγους ελληνικό παραμύθι, αφού στη χώρα μας βρίσκουμε τη μεγαλύτερη συγκέντρωσή του. Ο συμβολισμός του, έχει να κάνει με το ότι το παραμύθι ξεκινάει με τις δύο μεγαλύτερες κόρες να “τρώνε” τη μάνα τους, ενώ η Σταχτοπούτα δεν τρώει αλλά πενθεί την απομάκρυνσή της από τη μάνα. Γενικά, τα παραμύθια μιλάνε για ενδοοικογενειακή σύγκρουση και όπου υπάρχει «σύγκρουση» με τους γονείς, στο τέλος νικά το παιδί, δηλαδή η καινούργια γενιά. Επίσης, όταν σε ορισμένα παραμύθια δεν βλέπουμε να υπάρχει πατέρας, όπως στην Κοκκινοσκουφίτσα, αλλά και στην ελληνική Σταχτοπούτα, αυτό συμβαίνει γιατί μιλάνε για σχέση μεταξύ γυναικών. Ένα άλλο γνωστό παράδειγμα σύγκρουσης μεταξύ μάνας και κόρης είναι η Χιονάτη, όπου η κακιά μητριά είναι από συμβολική άποψη η σκοτεινή μάνα που έχει ανταγωνισμό με την κόρη, την οποία στέλνει και ξαναστέλνει στο θάνατο – συγκρούσεις που βλέπουμε και στην καθημερινή ζωή. Πάντως, υπάρχει πάντα ένα “κρυφό μήνυμα” πίσω από κάθε μαγικό παραμύθι, η ερμηνεία του οποίου δεν είναι προφανής και που ποτέ δεν το εξηγούμε στους μη συναινούντες ενήλικες και κατά μείζοντα λόγο στα μικρά παιδιά, ωστόσο “περνάει” με κάποιο τρόπο».
«Το μαγικό παραμύθι λέει ότι θα είναι η κόρη ή ο γιος που θα κάνει, όχι χωρίς δοκιμασίες, μια πορεία προς την αυτονομία», συνεχίζει η κ. Λαμπρέλλη. «Τα παραμύθια λένε ότι όλοι θα θέλαμε να μείνουμε παιδιά, με την ατιμωρησία του μικρού παιδιού και με τα χάδια που δικαιούται ένα παιδί αλλά είτε το θέλουμε είτε όχι, θα πρέπει να μεγαλώσουμε. Αυτό που μας κάνει να μεγαλώσουμε είναι οι δυσκολίες που περνάμε, οι δυσκολίες της ζωής. Αν κάποιος έχει την τύχη να φύγει από το σπίτι της παιδικής του ηλικίας όπου ήταν τέλεια όλα (καμιά πληγή, καμιά απώλεια), κάποια στιγμή θα βρει μπροστά του δυσκολίες και αυτές θα τον μεγαλώσουν. Θα βιώσει μια δύσκολη σχέση, ένα χωρισμό, ένα θάνατο, πράγματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει. Προσωπικά, θεωρώ ότι τα παραμύθια είναι ένας είδος ψυχοθεραπείας. Η ιστορία κάνει τη δουλειά της στο επίπεδο του ασυνείδητου και κάποια στιγμή, στο συνειδητό, δίνει απαντήσεις…».
Υπάρχει όμως κι ένα παραμύθι από τη Λέσβο, που είναι ένα από τα αγαπημένα της κ. Λαμπρέλλη: Η «Ξυλουκανίκα» (αυτή δηλαδή που έχει ξύλινα «κανιά» σ.σ. πόδια), που το αφηγήθηκε η ίδια στο Γενί Τζαμί της Μυτιλήνης, το περασμένο φθινόπωρο (θα πρέπει να θυμίσω εδώ, ότι η διοργάνωση εκείνη είχε γίνει από την ομάδα «ΘΕΑΤΡΟ Η ΖΩΗ ΜΟΥ», στο πλαίσιο του προγράμματος «Πέλαγος Πολιτισμού» της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου).
Πίσω στα «πάτρια»
Έχοντας ζήσει τόσα χρόνια στην καρδιά της Ευρώπης και με τόση εμπειρία στις… αποσκευές της, μέσα στο καλοκαίρι, η Λίλη Λαμπρέλλη θα βρίσκεται και πάλι πίσω στην Ελλάδα. Απόφαση δύσκολη, μεγαλόπνοη, αλλά και πολύ σημαντική για την ίδια.
«Αυτή τη στιγμή, αισθάνομαι ότι θα κάνω το … “μεγάλο βήμα” για να επιστρέψω εκεί που ανήκω, στον τόπο του “μύθου”», εξηγεί συγκινημένη. Η βάση μου θα είναι στην Ελλάδα, θα ζω στην Αθήνα, αλλά σίγουρα θα κρατήσω επαφή με το Βέλγιο και τη Γαλλία όπου πρωτοσυνάντησα αυτό που δίνει νόημα στη ζωή μου: το παραμύθι».
Γνωρίζοντας καλύτερα τη Λίλη Λαμπρέλλη
Η Λίλη Λαμπρέλλη γεννήθηκε στον Πειραιά, ωστόσο και οι δύο γονείς της ήταν από τη Μυτιλήνη, η μητέρα της από το Κιόσκι και ο πατέρας της από την Επάνω Σκάλα. Πρώτος της ξάδελφος από τη μεριά του πατέρα της είναι ο ποιητής και καθηγητής φιλοσοφίας στο Πάντειο, Δημήτρης Λαμπρέλλης. Οι αναμνήσεις της από τη Λέσβο, όπου ζουν εκεί πολυαγαπημένες θείες από τη μεριά της μητέρας της (η Έλλη Μιχάλη και η Αλέκα Ασημίνου), ξαδέλφια και ανίψια, είναι πολλές -άλλωστε η ίδια τη χαρακτηρίζει ως «το πιο όμορφο μέρος του κόσμου».
Έχοντας ήδη γράψει δεκατέσσερα βιβλία, τα περισσότερα για παιδιά, πρόσφατα κυκλοφόρησαν τα δύο τελευταία της, ένα λογοτεχνικό με τίτλο “Τα παραμύθια της μουσικής” και μια μικρή συλλογή από 7 παραμύθια προφορικής παράδοσης για τον έρωτα “Η γυναίκα με τα χέρια από φως” – και τα δυο, όπως και όλα των τελευταίων χρόνων, από τις εκδόσεις «Πατάκη».