Search

“Τον φώναζα Μόργκαν”. Και μετά τον πυροβόλησα.-Τα ΠΟΛΙΤΙΚΑ στο 19ο ΦΝΘ

Γράφει ο Στέλιος Κραουνάκης
Μια πολύ ατμοσφαιρική ταινία για τον τρομπετίστα της τζαζ Λί Μόργκαν, που στα 32 του χρόνια πυροβολήθηκε από τη γυναίκα του μέσα στο κλαμπ έπαιζε μουσική ετοίμασε ο Κάσπερ Κόλιν. Το ντοκυμαντέρ ξεκινάει με το τον κολλητό φίλο του Λι, σαξοφωνιστα Μπίλυ Χάρπερ να οδηγάει το αυτοκίνητο μπροστά από το μπαρ Slug και με bad mood να λέει ότι είναι η πρώτη φορά που περνάει από αυτό το δρόμο εδώ και σαράντα χρόνια. Είναι νύχτα, βρέχει ασταμάτητα και το φιλμ έχει τέτοια «βρωμιά» που σου δίνει και φιλικά την άσχημη συναισθηματική κατάσταση του σαξοφωνίστα που περισσότερο παρατηρεί και σκέφτεται παρά μιλάει. Ήταν ένας από τους καλύτερους του φίλους.
Ο Ντίζι Γκιλέσμπι εμφάνισε το 1956 ένα δεκαοκτάχρονο τρομπετίστα στο συγκρότημα του με εντυπωσιακή ποιότητα στο παίξιμο και πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες στα μουσικά θέματα και στους αυτοσχεδιασμούς. Όταν ο Ντιζι του έκανε χώρο για να σολάρει, εκείνος συχνά τον προκαλούσε μουσικά με τέτοια αυτοπεποίθηση που φανέρωνε μεγάλη πίστη στον εαυτό του και επίγνωση της λαμπρής σταδιοδρομίας που τον περίμενε. Ηχογράφησε με τον John Coltrane το 1957 το δίσκο Blue Train με μια στραβή τρομπέτα που του έδωσε ο Γκιλεσμπι και έπαιξε ένα βασικό σόλο. Το 1958 ο Ντίζι διέλυσε τη μπάντα λόγω οικονομικών προβλημάτων και ο Λι βρέθηκε να ηχογραφεί για την Blue Note Records σαν πρώτο όνομα σε περίπου 25 δίσκους, συνεργαζόμενους περίπου με 250 μουσικούς.
Για κάποια χρόνια μετα το 1958 έπαιξε με τους Art Blakey’s Jazz Messenger ηχογραφώντας και δίνοντας ζωντανές παραστάσεις βελτιώνοντας τη τεχνική του στην τρομπέτα και τις ικανότητες του στη σύνθεση. Στο γκρουπ, μόνο αυτός και ο Blakey φορούσαν διαφορετικά κουστούμια, οι άλλοι μουσικοί φορούσαν ομοιόμορφα, δείχνοντας και με αυτό τον τρόπο ποιοι ήταν οι ηγέτες της μπάντας. Μέχρι που ο Λι ξεκίνησε την ηρωίνη. Λέγεται ότι του την έδωσε ο Blakey για να «εμβαθύνει» στις συνθέσεις του. Άρχισε να χάνει πρόβες, να μην πηγαίνει σε ζωντανές εμφανίσεις, να ζητάει δανεικά, να χάνει τα δόντια του και αλλά χειρότερα, όπως όταν έπεσε μαστουρωμενος πάνω στο σώμα στο καλοριφέρ, στο σπίτι του, και μέχρι να καταλάβει τι είχε γίνει του είχαν καεί τα μαλλιά και είχε αποκτήσει μια ουλή στην κορυφή στο κεφάλι του. Από τότε χτένιζε τα μαλλιά του από πίσω προς τα μπροστά. Μια φορά παρουσιάστηκε στη μπάντα φορώντας σαγιονάρες για να παίξουν ζωντανά σε μαγαζί. Είχε πουλήσει τα παπούτσια του για να πάρει πρεζα αλλά παρά το τέλειο της κατάστασης εκείνος επέμενε να προσπαθεί να πείσει τη μπάντα ότι όλα κυλούσαν φυσιολογικά και ότι αυτοί προσπαθούσαν να του δημιουργήσουν πρόβλημα. Έφυγε από την μπάντα το 1961 και στην κατάσταση που ήταν δεν μπορούσε να βρει δουλειά πουθενά. Τριγυρνούσε στο δρόμο σαν ζητιάνος προσπαθώντας να βρει λίγη άσπρη.
 
Η Helen More γεννήθηκε το 1926 σε μια μικρή αγροτική πόλη στη, North Carolina και στα 13 της απόκτησε το πρώτο παιδί ενώ στα 14 το δεύτερο. Δεν τα ανέθρεψε εκείνη, τα άφησε στους γονείς της και έφυγε για το Wilmington. Εκεί γνώρισε ένα άντρα 39 χρόνων με λεφτά και τον παντρεύτηκε. Δυο χρόνια αργότερα εκείνος πέθανε κι εκείνη έμεινε χήρα στα 19 της. Ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη μετα την κηδεία για να μείνει δυο εβδομάδες στα πεθερικά της και να κανονίσουν τα κληρονομικά αλλά δεν ξαναγύρισε πίσω. Βρήκε δουλειά σαν τηλεφωνήτρια και άρχισε να συχνάζει στα τζαζ κλαμπ, πιάνοντας γνωριμίες με τον κόσμο που σύχναζε εκεί και με τους μουσικούς μετα από λίγο καιρό βρήκε και δεύτερη απασχόληση. «Δεν σνιφάρει ηρωίνη, αυτό ήταν το σημαντικό. Το έλεγαν «το άλογο». Ξέρεις, ήξερα κάποιο κόσμο. Οι άνθρωποι που είχα σχέση ήταν dope dealers. Θα το κουβαλούσα εγώ γί’ αυτούς γιατί ήξεραν ότι δεν θα το χρησιμοποιούσα». Ήταν μια εντυπωσιακή γυναίκα και όπως λέει η ίδια στο ντοκυμαντέρ «μπορούσα να ταιριάξω σε οποιαδήποτε παρέα cause I was a talker, ήξερα να μιλάω”. Ήταν από τις πολύ περπατημένες γυναίκες με κατασταλαγμένες απόψεις για τη ζωή και τους άντρες. Όπου πήγαινε έκανε αίσθηση από το ντύσιμο της, τον αέρα της και τα σταράτα λόγια της. Όπως λέει και η ίδια «Όταν εκλειναν τα κλαμπ άκουγες πραγματική μουσική. Τα jam session, ξέρεις. Θα έρχονταν στο σπίτι μου και θα άρχιζαν πραγματικά να παίζουν». Αυτό της έδινε την ευκαιρία να τους προσφέρει πραγματικά καλό φαγητό αφού ήταν πολύ ταλαντούχα μαγείρισσα και να φιλοξενεί όποιον χρειάζονταν στέγη.
Ένα χειμώνα με πολύ κρύο, όπως λέει η ίδια, είδε το Λι να μπαίνει σπίτι της χωρίς παλτό, μόνο με μια ζακέτα και τον ρώτησε γιατίί κυκλοφορεί έτσι, με τόσο κρύο. Εκείνος της είπε ότι το παλτό του το είχε στο ενεχυροδανειστήριο. «Αυτό είναι το πρόβλημα αγόρι μου;» τον ρώτησε «θα σου δώσω εγώ παλτό. Κανείς δεν πρέπει να κυκλοφορεί με ζακέτα σε τέτοια παγωνιά.» Του έβαλε να φάει, τον έντυσε ζεστά, τον κοιμησε και από τότε ο Λι δεν ξεκόλλησε από πάνω της. Τον βοήθησε να ορθοποδήσει, να μπει σε ίδρυμα, να καθαρίσει από την πρεζα, να αρχίσει να παίζει μουσική ξανά, να κάνει τη δίκη του μπάντα και να βγάζει δίσκους. Το 1963 ηχογραφεί το «The Sidewinder” που γίνεται η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του που κυριαρχεί στα τσαρτς. Την επόμενη χρόνια επαναλαμβάνει σχεδόν την ίδια επιτυχία με το «Search for the new land”. Ηχογραφεί ξανά για την Blue Note με σπουδαίους μουσικούς, ενώνει ξανά τους «The Jazz Messengers” και ξεκινάει την καριέρα του από εκεί που την άφησε. Η σχέση του με την Helen δεν θα μπορούσε να πηγαίνει καλύτερα. Περπατάνε χεράκι χεράκι παρότι εκείνη έχει τα διπλάσια του χρόνια, εκείνη τον προσέχει όλη την ώρα κι εκείνος την κάνει να γελάει με την συμπεριφορά του, κάτι που η Hellen εκτιμάει ιδιαίτερα στο Λη. Εκείνη κανονίζει οτιδήποτε είχε να κάνει με τις μουσικές εμφανίσεις του, όλοι οι μουσικοί μιλούσαν και κανόνιζαν μόνο με αυτήν και όχι με αυτόν. Όπου είναι ο Λι είναι και η Hellen που είναι πολύ αγαπητή παντού αφού όλοι της αναγνώριζαν ότι ήταν τελειωμένος κι εκείνη τον ανέστησε. Ο Λι όμως μετα από κάποια χρόνια άρχισε να βγαίνει με μια άλλη γυναίκα και από ένα σημείο και μετά να μην εμφανίζεται καθόλου στο σπίτι του αλλά να περνάει τα βράδια με τη φίλη του.
Τη νύχτα της 19ης Φεβρουαρίου το κλαμπ Slug που έπαιζε ο Λι ήταν ασφυκτικά γεμάτο, παρόλο που είχε βαριά χιονόπτωση, πάγο και πολύ δυνατό αέρα.. Ο Λι είχε πάει στο κλαμπ με τη φίλη του όταν η Hellen μπαίνει στο μαγαζί και ζητάει από το Λι προσβλητικά να γυρίσει σπίτι τους. Εκείνος την έβγαλε έξω από το μαγαζί με σπρωξιές. Εκείνη όμως επέστρεψε και με ένα όπλο κρυμμένο στην τσάντα τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Ίσως να μπορούσε να είχε σωθεί αν το ασθενοφόρο δεν έκανε πάνω από μια ώρα για να έρθει. Η Hellen μπήκε φυλακή για λίγα χρόνια και επέστρεψε στη γενέτειρα πόλη της, στη Νότια Καρολίνα, αναπτύσσοντας έντονη δράση με την Μεθοδιστικη εκκλησία.
Οι φίλοι του Λι Μόργκαν στο τελος την συγχώρεσαν γιατί κατάλαβαν ποσό είχε πονέσει η ίδια από την πράξη της που δεν ήταν προϊόν εκδίκησης αλλά έντονου θυμού. Το ειρωνικό είναι ότι το πιστόλι της το είχε αγοράσει ο Λι λίγα χρόνια πριν για να προστατεύει τον εαυτό της. Την ιστορία της Helen την ξέρουμε από μια σπάνια ωριαία συνέντευξη που παραχώρησε τον Φεβρουάριο του 1996, αφού το σκέφτονταν για οκτώ χρόνια αν έπρεπε να μιλήσει η όχι. Η συνέντευξη διακόπηκε απότομα από τον ανιψιό της που ήρθε για επίσκεψη στο σπίτι κι εκείνη σταμάτησε να μιλάει. Τον άλλο μήνα πέθανε από καρδιακό επεισόδιο. Μέχρι το τέλος της ζωής της δεν μπόρεσε να τον πει με το όνομα του, τον φώναζε Μόργκαν.