Γράφει ο Στέλιος Κραουνάκης
Ένας φακός πηγαινοέρχεται στα σκοτάδια φωτίζοντας αχνά το εσωτερικό ενός μεγάλου στάβλου. Στο βάθος ακούγεται έντονα μουγκανητό πόνου. Ο άνθρωπος που κρατάει το φακό προσπαθεί να εντοπίσει το ζώο που υποφέρει. Κατσίκες φωτίζονται για ένα δευτερόλεπτο, , ξύλα, σανός, κι άλλα βήματα ακούγονται πίσω του καθώς φτάνουν στο άλογο που προσπαθεί να γεννήσει. Ο άντρας του χαϊδεύει το πρόσωπο ενώ εξετάζει τα δύο ποδαράκια από το νεογέννητο που προεξέχουν από το κάτω μέρος της κοιλιάς του και πασχίζουν να βγουν από τη μήτρα της μητέρας τους. «Το κεφάλι είναι μέσα, δεν θα τα καταφέρει, θα πνιγεί» λέει ο άντρας ανήσυχος στη γυναίκα και της ζητάει να του φέρει ένα ζευγάρι γάντια γρήγορα. Εκείνη ανάβει το φακό της και επιστρέφει πολύ σύντομα δίνοντας τα γάντια στον άντρα που τα φοράει και προσπαθεί να βοηθήσει τη γέννα, μια τρίβοντας το σώμα της μητέρας και μια τραβώντας μαλακά τα ποδαράκια για να ξεκολλήσουν και να βγει και το υπόλοιπο σώμα. «Σπρώξε, σπρώξε» λέει στη φοράδα. Μετά από πολλές προσπάθειες τα καταφέρνουν, το αλογάκι ξαπλώνει στο σανό και παίρνει τις πρώτες του ανάσες. Ο άντρας φωνάζει «έχει κι άλλο στην κοιλιά της» και χαϊδεύει το μικρό αλογάκι που έχει μόλις γεννηθεί.
Ο αέρας φυσάει δυνατά στα δέντρα και στο χιονισμένο χορτάρι. Όσο πλησιάζει τα κλειδαμπαρωμένα σπίτια μεταμορφώνεται σε βοή και μουγκρητό που παίρνει μαζί του καρέκλες, τραπέζια, ξύλα, τενεκέδες και τραντάζει δυνατά τα σπίτια. Μια πόρτα ανοίγει στο σπίτι και μια νεαρή γυναίκα διασχίζει όσο πιο γρήγορα μπορεί το διάστημα που την χωρίζει από το στάβλο, ισορροπώντας μια αριστερά και μια δεξιά από το βάρος των κουβάδων γεμάτων νερών. Ανοίγει την πόρτα και οι κατσίκες την περιτριγυρίζουν, εκείνη φωνάζει την κάθε μία με το όνομα της, τους λέει να κάτσουν φρόνιμες, τους γεμίζει τα δοχεία νερό τους βάζει φαγητό και στη συνέχεια επιστρέφει στο σπίτι. Ο ένας άντρας ετοιμάζει φαγητό ενώ ο άλλος ανάβει την φωτιά, είναι και οι δυο στην ηλικία της. Μιλάνε για τον καιρό και παίζουν χαρτιά.
Το τοπίο είναι χιονισμένο,η πόρτα ανοίγει και η κοπέλα κουβαλάει δυο κουβάδες με γάλα. Πηγαίνει στο στάβλο, ανοίγει τη πόρτα και ορμάνε πάνω της ανυπόμονα τα μικρά κατσικάκια. Οι κουβάδες έχουν προσαρμοσμένες θηλές μπιμπερό και τρύπες στο πάτο, ώστε με ένα κουβά να θηλάζουν έξη μικρά κατσικάκια. Κάποια σκαρφαλώνουν στον κουβά για να πίνουν κατευθείαν από πάνω αλλά η γυναίκα δεν τα αφήνει. Οι κατσίκες παραδίπλα αγωνίζονται να φάνε το σιτάρι από τις ταΐστρες. Μια επιμένει να σκαρφαλώνει και να το τραβήξει από πάνω κάνοντας κάθε φορά ένα δυνατό θόρυβο με το κέρατο της που χτυπάει στα σίδερα.
Άνοιξη. Η γυναίκα με τον άντρα με το μούσι σπέρνουν ένα χωράφι. Κοιτάζονται, γελάνε, σκύβουν, ανησυχούν για την σοδειά, αν δεν τα καταφέρουν θα έχουν πρόβλημα να πληρώσουν για τη φάρμα, ο ήλιος χτυπάει στα ιδρωμένα τους σώματα, συνεχίζουν να δουλεύουν. Οι δυο άντρες αρμέγουν τις κατσίκες. Φτιάχνουν τυρί, το βάζουν σε υφασμάτινες χοντρές σακούλες και το αφήνουν πάνω από ένα νεροχύτη να στάζει.
Μία κότα ανάποδα δεμένη από ένα σχοινί σπαρταράει χωρίς κεφάλι με μία λεκάνη από κάτω της για να μαζεύει το αίμα. Ένας άντρας την ξεπουπουλιαζει, την πλένει και την πάει στην κουζίνα για να την μαγειρέψει. Σε όλη αυτή την διαδικασία αλλά ζώα έρχονται και μυρίζουν την κότα, κατσίκες, ένας σκύλος που κουτσαίνει, ένα άλογο.
Το ντοκυμαντέρ από τις ΗΠΑ συνεχίζει να παρακολουθεί τη ζωή τριών αγροτών καθώς προσπαθούν να κρατήσουν τη φάρμα ζωντανή. Ο σκηνοθέτης Κρίστοφερ ΛαΜάρκα κινηματογραφεί και ηχογραφεί μόνος του όλο το ντοκιμαντέρ. Έχονταςπάνω από ένα χρόνο με τους τρεις αγρότες και τα ζώα της φάρμας έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και καταγράφει την πραγματικότητα τους. Το ντοκιμαντέρ δεν περιέχει καμία συνέντευξη, αφήγηση η κάποιου είδους επεξήγηση που να μας πληροφορεί για το μέρος που είμαστε, την ιστορία του ή λεπτομέρειες για το τι πρόκειται να συμβεί. Όλα βγαίνουν από την ροή της καθημερινότητας.
Ένας σκύλος θα πεθάνει και θα το θάψουν. Μια κατσίκα θα αρρωστήσει και θα τη θάψουν. Αρχίζουν να ανησυχούν για τα οικονομικά και δεν ξέρουν αν θα μπορέσουν να κρατήσουν τη φάρμα και τη νέα χρόνια. Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ τους. Συσκευάζουν και πουλούν τα γαλακτοκομικά προϊόντα τους. Κάνουν ένα πάρτι στο σπίτι που πίνουν και γλεντάνε. Επισκευάζουν το τρέιλερ του τρακτέρ που χάλασε. Μιλάνε με τον ιδιοκτήτη της φάρμας που δεν φέρνει καλά νέα. Στο τέλος φορτώνουν τις κατσίκες τους σε ένα φορτηγάκι που τις παίρνει και φεύγει. Η φάρμα είναι παρελθόν γι’ αυτούς.
Το backstoryεδώ είναι ότι η φάρμα ιδρύθηκε το 2001 από τον Mookie και βρίσκεται στο νότιο Όρεγκον. Η Danκαι ο Zacharyήρθαν αργότερα και όλοι έχουν εμπειρία στις οργανικές φάρμες και στον περιβαλλοντικό ακτιβισμό. Κανείς δεν παραπονιέται για τις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και κόπους που χρειάζεται να καταβάλλουν. Ο αγώνας τους ταυτίζεται με την αγωνία χιλιάδων μικρών βιοκαλλιεργητών που εφαρμόζουν βιώσιμες και αειφόρες πρακτικές, πιέζονται οικονομικά και προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να παραμείνουν ζωντανοί στον ανταγωνισμό με τις μεγάλες βιομηχανικές φάρμες.
Το ντοκιμαντέρ αποτελεί μια ευθεία προσέγγιση και ταυτόχρονα ένα στοχασμό στις απαιτήσεις που εμπεριέχει η ενασχόληση με την γη και την κτηνοτροφία και κυρίως τις θυσίες που επιβάλει η κατάκτηση μιας αυτάρκειας. Στη ταινία οι τρεις κτηνοτρόφοι και καλλιεργητές μοχθούν καθημερινά, προσαρμόζονται σε κάθε αλλαγή του καιρού και των συνθηκών, πασχίζουν να ζήσουν σε επαφή με τη γη.
Ένα ντοκιμαντέρ συγκλονιστικό για τον λυρισμό, το ατμοσφαιρικό ambientsounddesign, τον αβίαστο ρυθμό της αφήγησης και την απαιτητική απλότητα αυτής της αγροτικής ραψωδίας.
Ο σκηνοθέτης Christopher LaMarca και η συνεργάτης του, μοντέρ της ταινίας Katrina Taylor στην προβολή του πολυβραβευμένου Boone στο φεστιβάλ της Santa Cruz στην Καλιφόρνια.