Με 35 έργα που δημιουργήθηκαν την τελευταία πενταετία η Νίκη Ελευθεριάδη επιστέφει μετά από καιρό στον τόπο που την ενέπνευσε όσο κανείς άλλος. Από τις 26 Απριλίου στη Δημοτική Πινακοθήκη -Χαλίμ Μπεή φιλοξενεί τα έργα της Πετρανής ζωγράφου που αποτυπώνουν τις ομορφιές του νησιού μέσα από το δικό της ονειρικό πρίσμα.
Κόρη του ζωγράφου Τάκη Ελευθριάδη από την Πέτρα, ενός πολύ σημαντικού ανθρώπου που ανάλωσε τη ζωή του στην τέχνη, έζησε σαν παιδί μέσα στα βιβλία και τις συλλογές του πατέρα της. Είναι ασπούδαχτα σπουδασμένη. Ζει τη ζωή με το δικό της γήινο ταμπεραμέντο που την οδηγεί ερωτικά στα πράγματα. Στις ζωγραφιές της βρίσκουμε αυτό το πάντρεμα, του μυθολογικού με το αισθησιακό.
Η εικαστική διατύπωση που προτείνει με τα έργα της μεταφέρει με ακρίβεια το αίσθημά της. Δεν την ενδιαφέρει η ακαδημαϊκή εκτέλεση. Το σχέδιο είναι συνεπές με τα υπόλοιπα στοιχεία του πίνακα, το χρώμα και τη σύνθεση. Έτσι οι ζωγραφιές της είναι πειστικές, γιατί υπάρχει συνέπεια των μορφοπλαστικών στοιχείων με το περιεχόμενο του έργου..
Σπούδασε Γραφικές Τέχνες και Διακόσμηση στο Κέντρο Τεχνολογικών Εφαρμογών (1972-74), καθώς και Πλαστικές Τέχνες στο Πανεπιστήμιο Paris VIII (1975-77). Το ζωγραφικό έργο του πατέρα της και η αγάπη του για τη λαϊκή κεραμική επηρέασαν τη ζωγραφική της. Η θεματογραφία της κινείται γύρω από τα τοπία, τα εσωτερικά αρχοντικών σπιτιών, κά.[1] Κινείται ως καλλιτέχνις στα πλαίσια της λαϊκής ζωγραφικής, ενώ αντλεί εικόνες από την πλούσια φαντασία της και τα πολυποίκιλα βιώματά της από την παιδική της ηλικία.Το 2003 εικονογράφησε το βιβλίο Το ταίρι της αταίριαστης της Φωτεινής Φραγκούλη (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα).
Έχει πραγματοποιήσει εκθέσεις στη Μυτιλήνη τις χρονιές 1977, 1979, 1983, 1988, 1992, στην αίθουσα τέχνης «Κρεωνίδης» τα έτη 1978, 1981, 1983, 1986, στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας το 1982, στη γκαλερί «Ώρα» το 1989, στην αίθουσα «Σκουφά» το 1994, το 1991 και 1996 στη Θεσσαλονίκη, το 1992 στον τόπο σπουδών της, το Παρίσι. [1] Έργα της κοσμούν την Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος, το Μουσείο Βορρέ, το Μουσείο «Max Fourny» του Παρισιού, την Πινακοθήκη του Δήμου Μυτιλήνης, το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης, την Αγροτική Τράπεζα, την Alpha Bank, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Τελλόγλειο Ίδρυμα, τη συλλογή Χατζηϊωάννου.
Οι νωχελικές κυρίες με τους μακριούς λαιμούς και τα ονειροπόλα μάτια στη βεράντα του παλλαϊκού σπιτιού ατενίζουν το τοπίο με την πλούσια βλάστηση. Υπάρχουν στη φαντασία των παιδιών της χρόνων, στην αναμονή μιας ασχημάτιστης επιθυμίας. Δεν διηγείται μια καθημερινή στιγμή. Οι παρουσίες είναι έξω από το χρόνο, σε έναν κόσμο που απουσιάζουν οι αντιφάσεις και όλα συνυπάρχουν και συνομιλούν ποιητικά.