UpDate: Μετά από αρκετά τηλεφωνήματα αναγνωστών αλλά και μετά από επαφή που είχαμε και με τον ίδιο τον κύριο Κατσουρή ο οποίος μας ζήτησε να κατεβάσουμε από το site μας το παρακάτω θέμα γιατί όπως μας είπε δεν ταιριάζει στην “φιλοσοφία μας” και πως “έχουμε συνηθίσει σ έναν άλλο τρόπο έκφρασης”,εμείς αφήνουμε τους αναγνώστες μας να αποφασίσουν τι πραγματικά ισχύει στην περίπτωση της ιστορίας που δημοσιεύσαμε…
Το καφενείο στο Ντίπι, είναι το πρώτο καφενείο του νησιού που από το Δεκέμβρη του 2014 όταν ακόμη δεν υπήρχαν σχετικές υποδομές, ξεκίνησε να μαγειρεύει φαγητό για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που έφταναν από τα γειτονικά παράλια. Την περίοδο μάλιστα των μεγάλων ροών με τη βοήθεια εθελοντών κατάφερε να μοιράζει περίπου 1000-1500 μερίδες τη μέρα. Σήμερα, σχεδόν τρία χρόνια μετά ο Νίκος Κατσουρής μαζί με τη σύντροφό του Κατερίνα εξακολουθούν να μαγειρεύουν για τους πρόσφυγες ενώ με την βοήθεια εθελοντών-προσφύγων μεταφέρουν καθημερινά 10 άτομα από τη Μόρια προς στο παραθαλάσσιο καφενεδάκι όπου στρώνεται ένα πολύχρωμο τραπέζι.
Έτσι καθημερινά στο “Ντίπι”ή αλλιώς στο Home for All όπως έχει μετονομαστεί το καφενείο που μεταφέρθηκε πριν από λίγο καιρό ακόμη πιο κοντά στο λιμανάκι, στήνεται ένα μεγάλο τραπέζι όπου άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων, μοιράζονται τους νόστιμους μεζέδες του καφενείου και τα ψάρια του Νίκου. “Αγαπούν πολύ τα ψάρια. Πολλές φορές φτιάχνουμε και συνταγές από τις χώρες τους, λέμε και στους ντόπιους να δοκιμάσουν.Κάποιοι που έχουν ξανάρθει με παίρνουν τηλέφωνο και τι να κάνω…πάω και τους παίρνω κι αυτούς.Τις λίστες με τα άτομα τις φτιάχνει ο Αμπντουλάχ Το μαγείρεμα γίνεται από εμάς με ό,τι έχουμε, η ΜΚΟ” Because we carry” μας έχει βοηθήσει κατά καιρούς με την προμήθεια υλικών από δωρεές ενώ μας βοηθά στη διανομή.Από τις ΜΚΟ ζητήσαμε και κάναμε κάπoια πράγματα ανταποδοτικά για κάποιες ευάλωτες περιπτώσεις στο χωριό.Κατά τα άλλα πέρα από τη βοήθεια που μπορούν να δώσουν, το μόνο που τους λέω είναι να έρχονται να τρώνε εδώ καμιά φορά”, λέει ο Νίκος που μου εξηγεί πως ξεκίνησε να μαγειρεύει για τους πρόσφυγες.
“Ήταν το Χειμώνα του 2014 πριν ξεκινήσουν οι μεγάλες ροές.Ήμουν με την σύντροφό μου την Κατερίνα στο Μανταμάδο και πουλούσαμε ψάρια. Ήταν Δεκέμβρης κι έκανε κρύο πολύ. Τα ψάρια δεν τα έπαιρναν και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε. Τότε τους είδα, ήταν καμιά 40αριά άτομα χωρίς παπούτσια κάποιοι, κάποιοι χωρίς ρούχα πάνω στο δρόμο. Πεινούσαν.Μπήκα τότε στο καφενεία και είπα πάρτε κανένα ψαράκι, δύο ευρώ, όσο όσο για να μπω στο μπακάλικο να πάρω κανένα κρουασάν ή μια πορτοκαλάδα για τα παιδιά.
“Ήταν κρίμα γιατί εμείς είχαμε τα ψάρια απούλητα κι αυτοί πεινούσαν αλλά ήταν άχρηστα γι αυτούς αφού δεν μπορούσαν να τα μαγειρέψουν.Έτσι όταν πήγαμε πίσω το συζητήσαμε με την Κατερίνα και είπαμε να φτιάξουμε όσο φαΐ μπορούμε και να πάμε να τους βρούμε. Πήραμε διάφορα τηλέφωνα φίλους και γνωστούς για το που μπορεί να είναι αυτοί οι άνθρωποι τώρα αλλά κανείς δεν ήξερε γιατί μετακινούνταν διαρκώς για να φύγουν από το νησί. Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε τίποτε εδώ, ούτε σκηνές τίποτα. Δεν τους βρήκαμε ποτέ. Πήραμε το φαΐ αυτό και πήγαμε στο αεροδρόμιο όπου ξέραμε ότι έρχονται κάποιες βάρκες. Όπως περπατούσαμε ακούσαμε κάτι ψιθύρους από την παραλία. Μια βάρκα μόλις είχε φτάσει και οι άνθρωποι μας κοιτούσαν σαν να είμαστε Θεοί. Τα χαμόγελα και οι ευχαριστίες τους, η ευγνωμοσύνη τους με συγκίνησε και από τότε έχω αφιερωθεί σε αυτό”…