Ο Τζων Στάϊνμπεκ μεταξύ άλλων είχε γράψει ότι «πολλά από τα ταξίδια που κάνουμε συνεχίζονται για πολύ καιρό ακόμη, αφότου έχει σταματήσει η κίνηση στον χώρο και στον χρόνο».
Σε αυτή τη σοφή παραδοχή φτάνεις και όταν μιλάς με ανθρώπους που έχουν ταξιδέψει ανά τον κόσμο και έχουν αφουγκραστεί όλη τη μαγεία της κουλτούρας των πολιτισμών .
Η Μιράντα Παπαδοπούλου είναι μια από αυτές τις φυσιογνωμίες. Πριν από μια δεκαετία άφησε πίσω της όλες τις συμβατικές καταστάσεις που σου προσφέρει μια ζωή στην πόλη και «μετακόμισε» μέσα στο σκάφος της την «Άελλα». Γνωστή μέσα στον κύκλο των ιστιοπλόων αφού δεν αφήνει αγώνα για αγώνα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, δεν διστάζει να ανατρέψει την καθημερινότητά της από τη μαρίνα Θεσσαλονίκης όπου βρίσκεται με το σκάφος της και να ξεκινήσει για μια περιπέτεια σε κάποιο μακρινό μέρος του κόσμου. Οι ιστορίες της μοιάζουν με ένα αφηγηματικό ντοκιμαντέρ, με λεπτομέρειες της δικής της ματιάς που σε κάνουν να βλέπεις τη ζωή αλλιώς. Ίσως πιο απλά χωρίς την επιτήδευση που μας καθορίζει η γρήγορη εποχή που διανύουμε.
Όταν της ζητώ να μου διηγηθεί ένα από τα πιο σημαντικά της ταξίδια που την καθόρισε ως προσωπικότητα ,μου λέει για το ταξίδι της στο Αφγανιστάν και τη γνωριμία της με την φυλή των Καλάς που θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ένα ταξίδι που διήρκεσε έξι ολόκληρους μήνες και που η ίδια έζησε μαζί με τους Καλάς ανακαλύπτοντας μια άλλη πραγματικότητα του πλανήτη.
Έφυγε μόνη της με το τραίνο από Θεσσαλονίκη ξεκινώντας βήμα -βήμα ένα πολύμηνο ταξίδι «πατώντας» όπως λέει η ίδια τα βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Μάρκο Πόλο ,ψάχνοντας να βρει τα ίχνη χαμένων πολιτισμών.
Κάθε διήγηση της είναι μοναδική. Ιστορίες που βγαίνουν αβίαστα από την εμπειρία της. Όλες οι διαδρομές της γίνονταν με τα μέσα μαζικής μεταφοράς για να αναμειγνύεται με τον κόσμο και για να συλλέγει πληροφορίες από τους ντόπιους .
Για την Περσία μιλάει με ιδιαίτερο θαυμασμό. Ακόμη και ανάμεσα στις διηγήσεις της θυμάται σκόρπιες στιγμές με λεπτομέρειες όπως όταν βρέθηκε σε ένα χωριό που ήταν χτισμένο από το 1100 π.χ και το φωτογράφησε από άκρη σε άκρη. Μετά από δυο μήνες αφότου έφυγε, έγινε ένας καταστροφικός σεισμός όπου ισοπεδώθηκε όλη η περιοχή. Συχνά πυκνά, κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας ,τη ρωτάω αν σε όλους αυτούς τους δύσκολους προορισμούς είχε την αίσθηση του φόβου,αφού ταξίδευε και ταξιδεύει από επιλογή πάντα μόνη της .
Η Μιράντα μου λέει ότι σχεδόν πάντα κάποιος στο δρόμο της, της έδινε έξυπνες οδηγίες για την πορεία της .Έτσι στο μεγάλο της ταξίδι στα ίχνη του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κατά το πέρασμά της από την Τραπεζούντα ,γνώρισε μια Γιαπωνέζα που της είπε πως θα έπρεπε να διαχειριστεί όλες τις διαφορετικές κουλτούρες που θα συναντούσε: Βασική προϋπόθεση ήταν να δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από το οντότητα της που δεν θα της δημιουργούσε προβλήματα. Μια μοναχική και ταυτόχρονα χωρίς χρήματα ταξιδιώτισσα που θα επιβίωνε με ότι της προσέφεραν στον δρόμο, ήταν πραγματικά μια αληθοφανής ιστορία. Έτσι θα απέφευγε τυχόν περιπέτειες με τυχοδιώκτες αλλά και με επικίνδυνους τύπους που θα ήθελαν να την κλέψουν ή να ζητήσουν λύτρα από τους δικούς της …
Στο Αφγανιστάν με το προφίλ της μοναχικής ταξιδιώτισσας , κατόρθωσε να επισκεφθεί και τις εφτά –τον αριθμό –πόλεις που έχτισε ο Μέγας Αλέξανδρος. Κοιμήθηκε σε χάνια που έβρισκε στο διάβα της- και που όπως κατέγραψε η ιστορία είχε περάσει ο Μάρκο Πόλο.
“Ταξιδεύω πάντα μόνη”.
Η Μιράντα ταξιδεύει πάντα μόνη της .Όσο μοναχικό και αν φαντάζει αυτό. Αλλά δεν μπορείς να περιμένεις τίποτα λιγότερο από μια ιστιοπλόο με τη μεγάλη εμπειρία των ωκεανών αλλά και των δυσμενών συνθηκών .
«Έχω το δικό μου πρόγραμμα και θέλω να βγάζω τη δική μου πορεία «, μου λέει χαρακτηριστικά.
«Το μικρόβιο, μου το μετέφερε ο μπαμπάς μου που μας πήγαινε ως παιδιά σε πολλούς προορισμούς. Θυμάμαι την εποχή που είχα μετατρέψει με τον άντρα μου -που του κόλλησα με τη σειρά μου, το μικρόβιο της περιπλάνησης – ένα αυτοκίνητο σε βαν και φτάσαμε μέχρι τη Λαπωνία»
Τα ταξίδια για την Μιράντα ήταν ένας τρόπος ζωής που έγινε συνήθεια από την τρυφερή παιδική ηλικία ,γεγονός που σε καμία φάση της ζωής της δεν πρόδωσε. Στη Λέσβο βρέθηκε πριν από δώδεκα χρόνια όταν την προσκάλεσε η Αταλάντη ,η παιδική της φίλη που διατηρεί σπίτι στο Μόλυβο. Έρχεται κυρίως κάθε Πάσχα αλλά το νησί αποτελεί κι ένα πέρασμα στην Aegean Regatta κάτι που την κάνει να είναι ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο στην τοπική κοινωνία.
Ένας από τους στόχους της είναι να καταγράψει όλες τις περιπλανήσεις της σε ένα βιβλίο ως υλικό μιας προφορικής ιστορίας που κατέγραψε από τις διηγήσεις των ανθρώπων που συνάντησε αλλά και από αυτά που η ίδια βίωσε . Ποιός είναι ο επόμενος ταξιδιωτικός της στόχος ; « Ποτέ δεν έχω στόχο για το πού θα πάω», μου λέει η αμαζόνα των θαλασσών , και ολοκληρώνει «Άλλωστε κανένα από τα ταξίδια της ζωής μου δεν ήταν προγραμματισμένο»…
“Χωρίς Φόβο”
Θυμάται συγκεκριμένα για το Αφγανιστάν ότι « έπεφταν οι βόμβες δίπλα μου, αλλά δεν αισθανόμουν τον φόβο της απειλής. Η αλήθεια είναι ότι όπου έλεγα ότι είμαι Ελληνίδα μου φέρονταν με τον καλύτερο τρόπο . Μάλιστα έκανε ακόμα και σε μένα εντύπωση ότι δεν φοβόμουν. Είχα δικλείδα ασφαλείας το αεροπλάνο και το σπουδαιότερο είχα άγνοια κινδύνου»…Οι ιστορίες της είναι πάντα χωρίς πολλά λόγια ή υπερβολικές λεπτομέρειες.
Έτσι κρατάει πάντα αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή ώστε να θέλει να ακούσει και τη συνέχεια .Μια συνέχεια χιλιάδων δεκάδων χιλιομέτρων ανά τη γη, τόσο με τα μέσα μαζικής μεταφοράς ,όσο και με τα πόδια προκειμένου να δει από κοντά πολλά από τα μνημεία και τα ιστορικά κομμάτια ενός τόπου .Στην ερώτησή μου αν προτιμάει μόνο σημεία του χάρτη που έχουν να αναδείξουν ξεχασμένους πληθυσμούς και ενδιαφέρουσες φυλές ,μου τονίζει χαρακτηριστικά ότι «πάω παντού»!
Για παράδειγμα η πιο πολυσύχναστη μητρόπολη του κόσμου η Νέα Υόρκη όπου και βρίσκεται συχνά είναι ένας από τους αγαπημένους της προορισμούς .Κάθε τόπος έχει κάτι διαφορετικό να σου δώσει .Αρκεί να είσαι έτοιμη να το προσλάβεις δηλαδή…
«Στην Αμερική όταν ήμουν πήρα ένα αυτοκίνητο και πήγα στους ινδιάνους της φυλής «Χόπι» .Έπεσα τυχαία επάνω σε αυτή τη φυλή γιατί μου άρεσε πολύ το μέρος που είχαν επιλέξει για να διατηρήσουν τον οικισμό τους .Ένας οικισμός με 3000 περίπου ινδιάνους όπου μπορεί να είχαν πρόσβαση οι Αμερικανοί τουρίστες ,κανείς όμως δεν μπορούσε να λάβει μέρος στις τελετές τους. Το ότι είχα φτάσει μέχρι εκεί ήταν ο αρχικός μου στόχος .’Ήθελα όμως να δω και τις τελετές από κοντά, αν και δεν επιτρεπόταν για τους τουρίστες αυστηρά. Έτσι για μέρες καθόμουν στην είσοδο του καταυλισμού τους κάνοντας παρέα με τα παιδιά των ινδιάνων . Ένα από αυτά, όπου προφανώς είχε πρόβλημα αυτισμού, ήταν πάντα δίπλα μου και είχαμε γίνει φίλοι .Επικοινωνούσαμε με τη γλώσσα του σώματος. Βλέποντας αυτό ο αρχηγός της φυλής ,με εμπιστεύτηκε αμέσως. Όταν παράλληλα τους είπα για την καταγωγή μου και μόλις τους ανέφερα ότι είμαι Ελληνίδα και ότι οι πολιτισμοί μας έχουν κοινές επιρροές και στοιχεία, με δέχτηκαν και με άφησαν για δεκαπέντε ημέρες να γίνω ένα κομμάτι από αυτούς. Μου έκανε εντύπωση η τελετή που έκαναν για τον ερχομό της Άνοιξης και που έμοιαζε πάρα πολύ με τα δικά μας «Ελευσίνια». Αν και είδα και έζησα πολλά από τα ήθη και τα έθιμά τους ,η σιωπηρή συμφωνία που έδωσα με τον αρχηγό της φυλής είναι κάτι που έχω κρατήσει μέχρι σήμερα » μου λέει αφήνοντάς με να φαντάζομαι διάφορες ιστορίες για μια φυλή που θα ήθελα κι εγώ να ζήσω από κοντά .