Τις μαύρες πτυχές του Προσφυγικού στη χώρα μας με επίκεντρο τα παιδιά -ασυνόδευτα και μη- φωτίζει έρευνα που πραγματοποίησε το Κέντρο για την Υγεία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ με επικεφαλης την Ελληνίδα μεταδιδακτορική ερευνήτρια Βασιλεία Διγιδίκη, η οποία ανέλυσε στο «Εθνος» τα σημαντικότερα σημεία της μελέτης. Η ίδια γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λέσβο και ανήκει στη λεγόμενη γενιά του «braindrain».
Η μελέτη που καταγράφει την αυξανόμενη επιδημία σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης μεταναστών παιδικής ηλικίας στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2016 και δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Δευτέρα. Τα ευρήματά της σοκάρουν, αν και είναι ήδη γνωστά σε αρκετούς που είτε επιλέγουν να σιωπήσουν είτε αδιαφορούν για τα όσα συμβαίνουν κυριολεκτικά έξω από την πόρτα τους. Προσφυγόπουλα που πωλούν το κορμί τους για λίγα ευρώ, διακίνηση ναρκωτικών, συμμορίες μέσα στα camps, επιθέσεις, βιασμοί, φόβος και απελπισία είναι μερικά από αυτά.
Οπως εξηγεί: «Η κακοποίηση και εκμετάλλευση των παιδιών αυτής της ευάλωτης ομάδας είναι μία από τις πιο δραματικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αρχικά επικεντρωθήκαμε στο να εντοπίσουμε τις περιοχές όπου υπάρχουν αναφορές σε περιστατικά βίας. Ως αντιπροσωπευτικό δείγμα επιλέξαμε από τα νησιά εκείνα της Λέσβου και της Χίου και την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ως τα μέρη με τον μεγαλύτερο πληθυσμό μεταναστών και προσφύγων». Με βάση τα αποτελέσματα που προέκυψαν από συνεντεύξεις με ανθρώπους που δουλεύουν με παιδιά, καθώς και με ψυχολόγους, γιατρούς, κυβερνητικά στελέχη, δικηγόρους και μέλη οργανώσεων, όπως και από την παρατήρηση πεδίου στην πλατεία Βικτωρίας και στο Πεδίον του Αρεως, πρόσφυγες και μετανάστες ύστερα από οκτώ μήνες εγκλωβισμού και αδράνειας αρχίζουν να αναζητούν τρόπους να βγάλουν χρήματα, αφού οι οικονομικοί τους πόροι έχουν εξαντληθεί. Πριν φτάσουν, ωστόσο, σε αυτό το σημείο, υφίστανται διάφορες μορφές βίας. Κύρια θύματα είναι και πάλι τα παιδιά.
Επικεφαλής της έρευνας είναι η Ελληνίδα μεταδιδακτορική ερευνήτρια Βασιλεία Διγιδίκη, η οποία ανέλυσε στο «Εθνος» τα σημαντικότερα σημεία της μελέτης. Η ίδια γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λέσβο και ανήκει στη λεγόμενη γενιά του «braindrain»
Ψυχολόγοι
«Αντιμετωπίζοντας τη βία, αυτά τα παιδιά θα έχουν δύο αντιδράσεις: ή θα αναβιώσουν μνήμες από τον πόλεμο και από τη βία που έζησαν στα μέρη τους και θα κλειστούν περισσότερο στον εαυτό τους ή θα προσπαθήσουν να μιμηθούν τη βία αυτή. Αυτό κυρίως παρατηρήθηκε από τους έφηβους, που δεν δίσταζαν πολλές φορές να συμμετάσχουν και αυτοί στη βία. Πολλές φορές αντιδρούν, όμως, και με διαφορετικούς τρόπους», προσθέτει. Οπως σημειώνει: «Από τα δεδομένα που μας έδωσαν ψυχολόγοι, παιδιά, συμμεριζόμενα τα συναισθήματα των γονιών τους, εκδηλώνουν ακραίες αντιδράσεις. Για παράδειγμα υπήρχαν περιπτώσεις -όπου αντιμετωπίζοντας τις απορριπτικές αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου- να πέφτουν στα γόνατα και να προσπαθούν να κόψουν τις φλέβες τους. Αυτό είναι ένα δείγμα ψυχολογικού εμβρασμού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα παιδιά μιμούνταν τη μητέρα».
Από τους γονείς
Θύματα βίας, εντούτοις, δεν πέφτουν μόνο από ξένους, αλλά και από τους ίδιους τους γονείς που και εκείνοι έχουν αντιμετωπίσει ήδη πολλά κατά το ταξίδι τους και εξακολουθούν να πιέζονται ψυχολογικά και κατά τον εγκλωβισμό τους. «Μετά από όλα αυτά φτάνουν σε μία χώρα όπου πρέπει να προασπίσουν όχι μόνο τον δικό τους ψυχισμό αλλά και των παιδιών τους. Βλέπουν ότι δεν μπορούν γιατί είναι εγκλωβισμένοι σε ένα “camp” για περισσότερους από οκτώ, εννέα και δέκα μήνες. Παράλληλα, πρέπει να προασπίσουν τα δικαιώματα και την ασφάλεια των παιδιών τους και να δουν πώς θα συνεχίσουν στο μέλλον, για το οποίο δεν έχουν καθόλου πληροφορίες. Δεν ξέρουν ούτε πότε θα φύγουν ούτε εάν θα απελαθούν στην Τουρκία. Ολο αυτό το συναισθηματικό βάρος εκδηλώνεται με τη μορφή βίας προς τα παιδιά τους», επισημαίνει η δρ Διγιδίκη. «Η βία αυτή μπορεί να είναι είτε σωματική είτε να εκδηλωθεί ως παραμέληση, ένα άλλο σημαντικό εύρημα της έρευνάς μας. Οι γονείς αυτοί, δηλαδή, δεν δίνουν την απαραίτητη προσοχή στα παιδιά τους με αποτέλεσμα πολλές φορές τα παιδιά να είναι ακόμη πιο ευάλωτα στον καθέναν που θα θελήσει να τα εκμεταλλευτεί», προσθέτει.
Σύμφωνα με τη μελέτη στα κέντρα φιλοξενίας -ιδίως σε αυτά όπου υπάρχουν άνθρωποι διαφορετικής εθνικότητας- λειτουργούν «συμμορίες». Αλλοι κλέβουν, άλλοι εκβιάζουν, άλλοι διακινούν ναρκωτικά και άλλοι χρησιμοποιούν τον βιασμό ως μέσο επιβολής και κυριαρχίας μίας φυλής στον καταυλισμό. «Από τις μαρτυρίες των παιδιών στους συμμετέχοντες της έρευνας καταλάβαμε ότι η ύπαρξη συμμοριών είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Συμμετέχουν όχι μόνο στην πώληση ναρκωτικών, αλλά κακοποιούν σεξουαλικά ενηλίκους, αλλά και παιδιά. Αυτός ήταν ένας πολύ σπουδαίος παράγοντας που παιδιά αλλά και ενήλικοι εξέφραζαν φόβο. Ελεγαν ότι δεν μπορούν να καταγγείλουν το γεγονός και να ζητήσουν βοήθεια ακριβώς γιατί φοβούνται την αντεκδίκηση», σχολιάζει η Ελληνίδα ερευνήτρια. Μία μητέρα, ωστόσο, που ζει σε κέντρο στην Αθήνα βρήκε τη δύναμη να μιλήσει ανοιχτά για τον βιασμό της τετράχρονης κόρης της. «Οπως μας διηγήθηκε ένας ψυχολόγος, η μητέρα έκανε τα πάντα προκειμένου να καταγγείλει την περίπτωση. Ηταν εξοργισμένη και μίλησε χωρίς να φοβηθεί τον στιγματισμό ή την εκδίκηση από τον δράστη και τους ομοεθνείς του. Σε ένα άλλο κέντρο ένας ενήλικος παντρεμένος με ένα ανήλικο κορίτσι βίασε ένα άλλο κοριτσάκι. Οταν το συμβάν μαθεύτηκε, η κοινότητα των προσφύγων αντέδρασε πολύ βίαια κατά του δράστη», σημειώνει η δρ Διγιδίκη. «Εκείνο, επίσης, που προέκυψε από την έρευνά μας είναι ότι οι βιασμοί σε αρκετές περιπτώσεις δεν γίνονται μόνο από σεξουαλικό κίνητρο, αλλά και από κίνητρο υπεροχής για το ποιος θα κυριαρχήσει μέσα στο camp», συνεχίζει. Η έρευνα έχει δημοσιευτεί στα αγγλικά με τίτλο «Emergency within an emergency: The growing epidemic of sexual exploitation and abuse of migrant children in Greece».
ΟΙ ΤΑΡΙΦΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΗΛΙΚΙΕΣ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ
Μπροστά στην απελπισία και την έλλειψη οικονομικών πόρων και σε συνδυασμό με την αθωότητα της ηλικίας τους, πολλά προσφυγόπουλα πέφτουν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Στόχος παραμένει η φυγή τους σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης και εφόσον τα σύνορα είναι κλειστά, μόνη λύση είναι και πάλι οι διακινητές. Τα ποσά, όμως, που ζητούν -σύμφωνα με στοιχεία της Europol- έχουν τριπλασιαστεί.
Ετσι, με απώτερο στόχο να συγκεντρώσουν τα χρήματα αυτά, πείθονται από διάφορες σπείρες εντός και εκτός camps που τους τάζουν υπέρογκες ταρίφες για κάθε «υπηρεσία». Βάσει της έρευνας του Χάρβαρντ, τα χρήματα που καλείται να καταβάλει κανείς για να συνευρεθεί σεξουαλικά με ένα παιδί αγγίζουν κατά μέσο όρο το ποσό των 15 ευρώ. Τα περισσότερα παιδιά που καταφεύγουν σε αυτήν τη λύση είναι κυρίως αγόρια από το Αφγανιστάν αλλά και από Συρία, Αφγανιστάν, Ιράκ και Ιράν, με τις ηλικίες τους να φτάνουν ακόμη και τα 11 έτη. Κάποια από αυτά έχουν εθιστεί ακόμη και στα ναρκωτικά.
Συνυπεύθυνοι
«Η λύση δεν μπορεί να έρθει από έναν μόνο φορέα. Σε μια τέτοια κατάσταση είναι όλοι συνυπεύθυνοι. Η Ευρώπη, το ελληνικό κράτος, όλες οι συμμετέχουσες οργανώσεις αλλά και όλοι όσοι ανέχονται τα όσα συμβαίνουν. Ως πρωταρχικός στόχος θεωρώ ότι πρέπει να τεθεί η προάσπιση των δικαιωμάτων των παιδιών αυτών, τα οποία πρέπει να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό όσο το δυνατόν γρηγορότερα γίνεται», τονίζει η δρ Διγιδίκη.