Search

Οι Αντισσαίοι του Σίδνεϊ: “Επιστρέφουμε στις ρίζες μας κάθε καλοκαίρι”

Καλοκαίρι 2017 . Στην πισίνα του ξενοδοχείου «ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ» συναντώ την ‘Eλεν και τον Ιορδάνη Βαρούφη που κάνουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Λίγο πριν, έχουν καταφθάσει με το αεροπλάνο από την μακρινή Αυστραλία. Το ταξίδι, μου φαντάζει μακρινό και είναι στην πραγματικότητα. Κάτι που δεν τους τρομάζει και βέβαια το επαναλαμβάνουν τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια. Και οι δύο έχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν οπουδήποτε στον κόσμο. Παρόλα αυτά ,επιστρέφουν πάντα πίσω για να δουν τους συγγενείς τους ,να «μυρίσουν» το χωριό τους την Άντισσα , να χορτάσουν τις θάλασσες , να ξαναγεμίσουν τις μπαταρίες τους προκειμένου να αντέξουν ακόμη ένα χρόνο μακριά , να περιδιαβούν τη λεσβιακή ύπαιθρο και να κάνουν όλα εκείνα που δεν μπορούν να τα βρουν στο ανεπτυγμένο και σύγχρονο Σίδνεϊ.

Και οι δυο τους παιδιά μεταναστών που έφυγαν από την Άντισσα, τη δεκαετία του ’50 και του ’60 αντίστοιχα, κατόρθωσαν να επιτύχουν επαγγελματικά στη ζωή τους,να αφομοιωθούν μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα ,αυτό της Αυστραλίας, που τους χάρισε μεν πολλά,αλλά ταυτόχρονα τους πήρε τα πιο λίγα και ίσως τα πιο σημαντικά.Την πατρίδα ,τους φίλους και τους συγγενείς.

Μου κάνει εντύπωση όταν αυτό που μου διηγείται η Ελεν, έχει να κάνει με τις μνήμες ενός τετράχρονου κοριτσιού που έφυγε και όταν γύρισε πίσω, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά αυτό που της ήρθε πρώτο στο μυαλό ήταν οι μυρωδιές του χωριού. Το ξεραμένο από τον ήλιο χώμα, τα άνθη του χαμομηλιού,οι παπαρούνες. 

Οι μυρωδιές ήταν πιο δυνατές από την ίδια την ιστορία .Οι δύο καλοκαιρινοί μήνες που περνούν εδώ όλα αυτά τα χρόνια δεν είναι τίποτα άλλο από μια επιβεβαίωση στον ίδιο τους τον εαυτό ότι παραμένουν Έλληνες,ακόμη και αν τα παιδιά και τα εγγόνια τους έχουν οριοθετήσει τη ζωή τους στο μεγάλο αστικό κέντρο της Αυστραλίας

(Ο Ιορδάνης Βαρούφης με τη μητέρα του και τον αδερφό του Στέλιο)

Ο Ιορδάνης μου λέει με συγκίνηση ότι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που κάνει μόλις φτάσει την πρώτη μέρα στο χωριό, είναι που κατεβαίνει στην πλατεία της Άντισσας για να απολαύσει τον πρωινό του καφέ κάτω από τον πλάτανο ,στην πηχτή σκιά του, παρέα με ανθρώπους που μεγάλωσε μαζί. Ανθρώπους που μοιράστηκαν τους ίδιους φόβους κάποτε ,όταν ήταν μικροί ,μάτωσαν τα γόνατα τους στα ίδια καλντερίμια και που ο ίδιος, ανάμεσα σε αυτούς ,άλλαξε τη ρότα της ζωής του και ξεπέρασε τους φόβους του χωριού φεύγοντας σε ένα άλλο κράτος αλλάζοντας ταυτόχρονα και τη μοίρα του. Οι διακοπές τους στο χωριό δεν αποτελούν κάτι το ιδιαίτερο.

(Η Έλεν και ο Ιορδάνης με τα τρία εγγόνια τους σε κρουαζιέρα)

Γι ‘αυτούς τους ανθρώπους όμως που η καθημερινότητα του χωριού έχει τις ίδιες και απαράλλαχτες κινήσεις ,με τον πρωινό καφέ ,το μεσημεριανό μπάνιο στο Γαβαθά ,τις απογευματινές επισκέψεις στους συγγενείς για γλυκό του κουταλιού και κουβέντα μέσα στις ασπρισμένες αυλές είναι η πολυτέλεια όλων των χρόνων που έμειναν πίσω .Σχεδόν όλοι οι μετανάστες ,όλοι εκείνοι που επέλεξαν το εξωτερικό για μια καλύτερη ποιότητα ζωής προσπαθούν να ξεκλέψουν τον χαμένο χρόνο και γι ‘αυτό επιστρέφουν πάντα πίσω . Στο Σίδνεϊ ,είναι και οι ίδιοι, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες κομμάτι της ελληνικής παροικίας.Ακόμη και σήμερα συχνάζουν οι περισσότεροι από αυτούς στα ίδια μέρη ,ζωντανεύουν ήθη και έθιμα της Ελλάδας ,μαθαίνουν ελληνικά στα παιδιά τους και παντρεύονται Έλληνες «για να μην χαλάσει η συνταγή»,όπως μας λέει χιουμοριστικά η Ελεν.

(Ευτυχισμένες στιγμές στη Μυτιλήνη )

 

Το ζευγάρι έχει μια κόρη τη Μαίρη ,η οποία παντρεύτηκε τον Πήτερ,έναν δεύτερης γενιάς ομογενή Κύπριο και ένα γιό, τον Θόδωρο που μόλις πριν ένα χρόνο έκανε το όνειρό του πραγματικότητα και ήρθε στην Ελλάδα για να μείνει μόνιμα .Και τα δύο παιδιά ακόμη και αν έχουν την δική τους πραγματικότητα και ένα διαφορετικό τρόπο ζωής αισθάνονται περισσότερο Έλληνες από τους γονείς.Ακόμη και αν ο τρόπος ζωής για τη δεύτερη γενιά ξεφεύγει από αυτόν των γονιών επιμένουν να μαθαίνουν ελληνικά στα παιδιά τους ,παραδοσιακούς χορούς αλλά και να τα φέρνουν εκεί απ’ όπου είναι οι ρίζες τους κάθε χρόνο για να μην χάνουν την επαφή με τους συγγενείς τους.

Συζητώντας για το πώς παραδοσιακά οι Έλληνες του εξωτερικού κατορθώνουν να ισορροπούν επαγγελματικά, αλλά και να επιτυγχάνουν σε όλα τα επίπεδα και οι δυο μου λένε ότι δεν υπάρχουν θαύματα και συνταγές επιτυχίας .Υπάρχουν πολλοί δε που δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν πολλά πράγματα:

«Όποιος έρθει στην Αυστραλία ή γενικότερα σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου θα πρέπει να δουλέψει σκληρά .Κι εμείς αυτό κάναμε. Δεν μπορείς να επιτύχεις πολλά αν δεν μπεις μέσα στο σύστημα .Αν δεν απορροφηθείς από αυτό που θέτει ως κανόνα ο τόπος”

Σήμερα μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς,ήρθαν στην Ελλάδα για τρεις ολόκληρους μήνες. Η Μαίρη πίσω στη μακρινή Αυστραλία κάθε μέρα μιλάει μαζί με τους γονείς της μέσω SKYPE για να παίρνει η οικογένειά της λίγη μυρωδιά από τα τοπία του χωριού,ενώ ο Θόδωρος απολαμβάνει τον ελληνικό τρόπο ζωής στα νησιά του Αιγαίου . Όπως και να ‘χει ,ακόμη και αν η ζωή τους έχει φερθεί πολύ καλά,κάθε φορά που θα ξαναμπούν στο αεροπλάνο για την επιστροφή τους ,τα ίδια δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια τους για μια αόριστη έννοια κι ένα συναίσθημα που κλείνει όλον τον ελληνισμό μέσα του ….

 

(Στη φωτογραφία του εξωφύλλου, η Έλεν με τους γονείς και την αδερφή της κατά την πρώτη επίσκεψή τους στην Αθήνα μετά από 18 χρόνια στην Αυστραλία)