Γράφει ο Ντιρκ Σέλικε*
Αυτό το καλοκαίρι παρέμεινα στη Λέσβο. Διακοπές διακεκομμένες. Μόνο σπίτι και μερικές προγραμματισμένες εξορμήσεις συνήθως διάρκειας 2…4 ημερών.. Χρόνια είχα να το κάνω. Η πιο κλασσική επιλογή – ενοικιαζόμενα δωμάτια. Για αυτό θέλω να σας πω τις φετινές εμπειρίες μου.
Από παλιά διαθέτω ένα σημειωματάριο με λεπτομέρειες για ορισμένα δωμάτια που είχα κάποτε επιλέξει.
Παράλληλα τυγχάνει να στέλνω αρκετούς επισκέπτες φίλους σε εκδρομές στη Λέσβο αφού κανείς δεν θέλει να μένει μόνο μέσα στην πόλη. Εννοείται. Και εγώ λοιπόν πήγα φέτος σε τρία από τα λεσβιακά παραθαλάσσια τουριστικά θέρετρα.
Η πολυφημισμένη
Ξεκινάμε από την πιο δημοφιλή καλοκαιρινή παραλία του νησιού – αυτή, της Σκάλας Ερεσού. Υπάρχουν αυτοί που την προσκυνούν και συνέχεια εκεί πηγαίνουν, και βέβαια υπάρχουν άλλοι που δεν καταλαβαίνουν γιατί αυτή η φασαρία. Για να λέμε και την αλήθεια, ούτε χωριό δεν είναι. Πάντως, για μένα από παλιά ήταν και παρέμεινε μία προβληματική ζώνη όσον αφορά στα δωμάτια. Είτε η επιλογή μου ήταν κοντά στην παραλία είτε μέσα στον κάμπο. Μία μόνιμη καλοκαιρινή επιλογή δωματίου όμως δεν κατάφερα ποτέ να αποκτήσω. Δοκιμάζω λοιπόν φέτος ένα κατάλυμα από εκείνα τα αρκετά που βρίσκονται στο δρόμο λίγο πριν καταλήξει κανείς στο κεντρικό parking. Κατηγορία 55 ευρώ το τρίκλινο. Η πινακίδα υπόσχεται βαθμολογία booking.com=8,7 του 2015. Δωμάτιο ωραίο, στολισμένο, κρεβάτι 1,60 συν ένα επιπλέον κανονικό. Μήκη 1,90. Μπορεί το 1973 ο μέσος Έλληνας όντως να ήταν γύρω στα …ας πούμε 1,73. Αλλά οκ, βάζω τα πόδια ανάμεσα στις σιδερένιες μπάρες – εντάξει! Κουζίνα σχεδόν πλήρης με ότι χρειάζεσαι για τις 3 μέρες. Στο μπάνιο μας βάλανε μικρά σαπουνάκια και μπόλικες πετσέτες. Ερχόταν και καθαρίστρια κάθε δύο ημέρες.
Πρώτη νύχτα: ανοίγω την μπαλκονόπορτα και κατεβάζω την σίτα, είχε αεράκι οπότε γιατί να βάλουμε A/C; Μετά τα μεσάνυχτα ο αέρας πέφτει, ανοίγω και το παράθυρο στην κουζίνα για να κάνει ρεύμα: Μέγα σφάλμα! Μόνο παντζούρι, όχι σίτα – μέσα σε μισή ώρα γεμίσαμε κουνούπια. Τρία άτομα στις 3 το πρωί να κυνηγάμε να εξολοθρεύσουμε τα κουνούπια για τρία τέταρτα. Καλά που έχουμε σύστημα – και τελικά καταλήξαμε να κοιμόμαστε με κλιματισμό. Γιατί συν τοις άλλης, τα μηχανάκια που φορτσάρουν έξω στο δρόμο δεν σε αφήνουν να κοιμάσαι. Ξαπλωτός με τα μάτια ανοιχτά μου ερχόταν στο νου τα σαμαράκια-εφεύρεση αποτελεσματική- που τα βρίσκεις σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Εδώ μάλλον «μεγαλώνουν» με τον ήχο των μηχανακιών και άρα δεν τον ακούνε πια. Συμπέρασμα – καλούτσικο το δωμάτιο, αλλά ποτέ ξανά στον κεντρικό δρόμο. Εάν βρείτε κάτι αξιόλογο μέσα στον κάμπο, πείτε το και εμένα. Για να ξέρω.
Το ακριανό, σχεδόν ξεχασμένο
Αξίζει να φτάσεις έως το τέλος. Και το τέλος είναι να σκεφτείς δύο φορές εάν θα μείνεις ξανά. Αυτόν τον διχασμό είχα πάντα και έχω με το Σίγρι. Το αγαπώ. Αγαπώ όμως και τη μέση μου. Αλήθεια τώρα, έχω κοιμηθεί σε άπειρα δωμάτια στο Σίγρι στο παρελθόν. Και δεν είναι και κανένα μεγάλο τουριστικό μέρος. Το καταλαβαίνεις όταν ρωτάς σε ένα από τα μαγαζιά – το τελευταίο κουτσομπολιό του χωριού γίνεται γνωστό σε λίγα λεπτά. Αισθάνθηκα άσχημα πάντως διαπιστώνοντας ότι ακόμα σε ένα μικρούλι απομακρυσμένο (να μη πω ξεχασμένο) μέρος φαίνεται πως οι άνθρωποι παλεύουν να τα βγάλουν πέρα…σε σχέση με τους συνανθρώπους τους! «Χωριό, τι περιμένεις;!» μου λέει ο φίλος μου. Από τουρισμό πάντως όλοι εκεί μόνο με αναμνήσεις μπορούν να μιλούν – κάπου πριν 20 χρόνια, οι Άγγλοι, θυμάσαι;! Περίμενε, πριν 10 χρόνια, αυτά τα ίδια κλαψουρίσματα δεν άκουσα;
Οκ, ας το αφήσουμε και ας κοιτάξουμε καλύτερα να βρούμε που θα μείνουμε τις επόμενες τρείς νύχτες. Αποφεύγω το χωριό και έτσι η επιλογή μας, μας κάνει να πληρώσουμε 60 ευρώ για τρίκλινο σε δωμάτια προς Φανερωμένη. Η μία σίτα ψιλοχαλασμένη αλλά φυσάει και δεν μας πειράζει. Ευτυχώς που πήρα υγρό πιάτων και σφουγγάρι μαζί από το σπίτι, κάτι ήξερα! Το στρώμα πάντως ήταν….κάπως καλό! Ανταμοιβήθηκαν τα παραπάνω χρήματα. Σημαίνει – το Τέλος αξίζει για όποιους πληρώνουν.
Το σήμα κατατεθέν του νησιού
Δεκαπενταύγουστος και Μόλυβος. Πείτε μου τι ποιο τέλειο μπορεί να υπάρχει. Ένα Must μέσα στο τουριστικό Λεσβιακό καλοκαίρι. Θα μείνουμε δυο 2 μόνο νύχτες. Τούτη τη φορά δεν θα μείνουμε στα προβλέψιμα ξενοδοχεία αλλά σε ένα από τα άπειρα δωμάτια εντός χωριού. Αποφασίσαμε για μία σχετικά οικονομική λύση των 35 ευρώ το τρίκλινο. Ένας φίλος με το παιδί του ήρθε μαζί για παρέα. Αργώ να φτάσω την πρώτη μέρα και τον παίρνω τηλέφωνο ρωτώντας μεταξύ άλλων πως είναι το δωμάτιο. «Εε, καθαρό είναι…», απαντάει η γυναίκα του. Σκέφτηκα ότι η απάντηση αυτή… κάπως γνώριμη μου φαίνεται και αναρωτιόμουν πότε ήταν η τελευταία φορά που έμεινα σε βρώμικο δωμάτιο. Πίσω στο δωμάτιο λοιπόν. Παλαιό σπίτι, ωραίο, δίπατο, μικρά μπαλκονάκια με σιδερένια κάγκελα – ονειρικές φωτογραφίες με την θέα προς το πέλαγο. Οι Λέσβιοι σίγουρα θα ξέρανε να εκτιμήσουν αυτή την επιλογή. Οκ, δεν περιμένεις πολλά για την τιμή αυτή.
Πράγματι. Κλιματισμό δεν χρειάζεται αφού είναι ψηλά στον λόφο, κουνούπια δεν υπήρχαν. Ο καιρός ίσως βοηθούσε. Τα έπιπλα… τα κλασσικά σουηδικά ξύλινα των τουριστικών δωματίων. Τώρα, το κουζινάκι του δωματίου – καλύτερα να μην υπήρχε καν. Πλάκα είχε. Ρώτησα τα παιδιά τι να κάνουμε το μπρίκι – όταν δεν έχει γκαζάκι. Το μπάνιο μικρούλικο, οι πετσέτες μικρές και σκληρές – μα δεν μας πειράζει, πραγματικά! Η τρύπα εξαερισμού δεν συνδέθηκε ποτέ. Βάζεις τον ανεμιστήρα μπροστά στη πόρτα και ανοίγεις τα παράθυρα. Η πόρτα του μπάνιου συρόμενη, τα παιδιά δεν κατάφεραν να την ανοιγοκλείσουν (όπως και όλες τις πόρτες του κτίσματος). Μα ένας μεγάλος πάντα δεν υπάρχει; Μέσα στη νύχτα όταν ξύπνησα και κάθισα, προσπάθησα να μετρήσω τα ελατήρια του στρώματος με την πλάτη μου και σκέφτηκα: Είναι όλα λεπτομέρειες; Ίσως.
Τώρα οι επιλογές ήταν τυχαίες (με Πλωμάρι, Βατερά, Πέτρα και τα άλλα μικρότερα τουριστικά μέρη να έμειναν από έξω) και οι απόψεις μου μάλλον αρκετά υποκειμενικές. Όλα αυτά βέβαια προκύπτουν από την εμπειρία που έχω αποκτήσει τα τελευταία είκοσι χρόνια που κατοικώ στη Λέσβο και παράλληλα από συζητήσεις με φίλους. Βλέπω: οικονομική κρίση, μεταναστευτικό κύμα, σεισμός – ο τουρισμός της Λέσβου του 2017 έχει χτυπηθεί τριπλάσια. Εισπράττω πολλές αισθήσεις. Αυτή της ομορφιάς του τόπου που δεν έχει πειραχτεί από τις μάζες των τουριστών και η αίσθηση ότι το μεγάλο μέρος των τουριστικών επιχειρηματιών τα παλεύει. Αλλά, και η αίσθηση… της στασιμότητας. Δεν βλέπω εν γένει την απαραίτητη απάντηση (εξαίρεση η οργάνωση του Molivos Music Festival) στις απαιτήσεις μίας συνέχεια μεταμορφωμένης τουριστικής αγοράς. Συμπερασματικά, δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι σε Ερεσσό, Σίγρι, Μόλυβο να έχουν κατανοήσει όσα έπρεπε να κάνουν και να κατανοήσουν τι είδος διαμάντι έχουν στα χέρια τους, έτοιμο να το αξιοποιήσουν. Εάν θέλουν, εάν είναι έξυπνοι γίνεται!
Πρέπει να πω ένα ακόμα πράγμα – πήγαμε σε σχεδόν όλα τα μέρη και επισκεφτήκαμε διάφορα εστιατόρια και ταβέρνες του νησιού. Δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση που θα έλεγα μετά ότι δεν φάγαμε καλά. Οι τιμές μπορεί να ήταν γενικά λογικές και πάνω από όλα τα φαγητά ωραία, παραδοσιακά και νόστιμα. Αντιστεκόμαστε στο νησί του καλέσματος της μαζικής τουριστικής κατανάλωσης! Ας συνειδητοποιήσουν οι Λέσβιοι τι έχουν και πραγματικά δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα.
Ντίρκ Σέλικε -columnist
Έζησε το Βερολίνο σε όλες τις μεταβατικές του φάσεις.
Αρχικά ως παιδί της ανατολικογερμανικής πραγματικότητας και μετέπειτα ως ενήλικας στην ενοποιημένη πλέον Γερμανία.
Τα άρθρα του Ντίρκ Σέλικε προκύπτουν από απλά θέματα καθημερινότητας ,έχουν πολιτική χροιά ενώ παράλληλα καυτηριάζουν την ελληνική πραγματικότητα ,την οποία ο ίδιος ενστερνίζεται τα τελευταία είκοσι χρόνια ως κάτοικος του νησιού. Επιμένει να βλέπει ακόμη τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του τόπου ενώ πιστεύει ότι όλα μπορούν να γίνουν καλύτερα με μια πιο σύγχρονη οπτική.