Γράφει ο Σαράντος Σταυρινός
Έτος Καζαντζάκη έχει ανακηρυχθεί το 2017 μετά από αίτημα της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη και των Εκδόσεων Καζαντζάκη. Οι εορτασμοί του έτους Καζαντζάκη συμπίπτουν με την επέτειο των 60 χρόνων από το θάνατό του, στις 26 Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας.
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1883. Αποφοίτησε με άριστα από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ την περίοδο 1907-8 κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία, στο Παρίσι. Εκεί, βυθίζεται στη μελέτη των σύγχρονων φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής του, ιδιαίτερα της μεταφυσικής. Αυτό, τον οδήγησε στις δύο μορφές που έμελλε να επηρεάσουν βαθύτατα και να σημαδέψουν την σκέψη αλλά και την μετέπειτα συγγραφική του πορεία: στον Νίτσε και στο Μπερξόν.[1] Από τον πρώτο «έμαθε να μετουσιώνει την πίκρα και την αβεβαιότητα σε περηφάνια». Από τον δεύτερο, ο οποίος άσκησε την μεγαλύτερη επιρροή στην πνευματική του ζωή, έμαθε τον «ανήφορο», την «μετουσίωση» και το στοιχείο της ζωικής ορμής (élan vital) [2], η οποία συμπαρασύρει τη ζωή σε μια έντονη δημιουργική πορεία, σ’ ένα δρόμο δύσκολο και πολύ ανηφορικό. Η δύναμη αυτή στα έργα του Καζαντζάκη προσωποποιείται σε χαρακτήρες όπως ο Αλέξης Ζορμπάς, ο Καπετάν Μιχάλης, ο Ιούδας κ.α, που διακρίνονται για την αποφασιστικότητα και το θάρρος τους, την ευγένεια και την τόλμη, που αγωνίζονται για την ελευθερία κι ενάντια σε κάθε τι που κρατάει στάσιμη τη ροή της ιστορίας και των πραγμάτων.[3]
«Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε πολύ τόσο στην Ελλάδα, για να γνωρίσει «τη συνείδηση της γης και της φυλής μας», όπως έλεγε ο ίδιος, «να δει από κοντά τους ανθρώπους της, να βυθιστεί στην ιστορία, στην παράδοση και στο μύθο της» όσο και σε πολλές χώρες του κόσμου. Το ταξίδι αποτέλεσε για τον ίδιο μια εσωτερική επιτακτική ανάγκη να απαντήσει στα βασανιστικά ερωτήματα που θα τον απασχολήσουν σε όλη του ζωή: «Από πού ερχόμαστε;», «που πάμε;», «ποια η μοίρα ετούτου του κόσμου;» Τις εντυπώσεις τους από τα ταξίδια αυτά τις κατέγραψε σε μια σειρά βιβλίων του με τίτλο «Ταξιδεύοντας».[4] Κατά τη διάρκεια της ζωής του επέλεξε να ζει σε διαφορετικές πόλεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ευρώπη, ενώ από το 1948 μέχρι και τα θάνατό του επέλεξε να ζήσει στην γαλλική Αντίμπ (Αντίπολη) καθώς του θύμιζε πολύ την Κρήτη. Ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία αλλά και με όλα τα είδη του λόγου, με μεταφράσεις και διασκευές παιδικών βιβλίων αλλά έγινε παγκοσμίως γνωστός κυρίως με τα μυθιστορήματά του «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Ο Καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο Τελευταίος Πειρασμός», «Αναφορά στο Γκρέκο» κ.α.» Από αυτά, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο Αλέξης Ζορμπάς» και «Ο Τελευταίος Πειρασμός» ευτύχησαν να μεταφερθούν στην μεγάλη οθόνη και να γίνουν μεγάλες κινηματογραφικές ταινίες από καταξιωμένους σκηνοθέτες, από τον Ζυλ Ντασέν η πρώτη, από τον Μιχάλη Κακογιάννη η δεύτερη και από τον Μάρτιν Σκορσέζε η τρίτη.[5]
Ο Καζαντζάκης πέθανε στις 26 Οκτωβρίου στη Γερμανία σε ηλικία 74 ετών χτυπημένος από την λευχαιμία. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα αλλά η Εκκλησία της Ελλάδας αρνήθηκε να την εκθέσει σε προσκύνημα. Τελικά μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης «και παρά τις απειλές που δέχτηκε, ο μητροπολίτης Κρήτης έψαλε μια σύντομη επιμνημόσυνη δέηση μπροστά σε μια λαοθάλασσα που είχε συγκεντρωθεί για να αποτίσει το ύστατο χαίρε στον μεγάλο αυτό Κρητικό».[6]
Τρεις ήταν οι άξονες της πνευματικά ανήσυχης και πάντα ανικανοποίητης προσωπικότητάς του: «Συγγραφικός μόχθος, μεταφυσική ανησυχία, ταξιδιωτική μετακίνηση. Η αδιάκοπη πνευματική εργασία και η ταξιδιωτική μετακίνηση χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν όλη του τη ζωή. Ωστόσο, στα τελευταία του χρόνια βρήκε με το μυθιστόρημα το προσφορότερο μέσο για να εκφράσει τον εαυτό του.»[7] Πρόκειται για ένα συγγραφέα μεταφυσικό, έναν άνθρωπο που προσπάθησε μέσα από το έργο του να κάνει απτό τον εσωτερικό του αγώνα, σε συνδυασμό με τον αδιάκοπο αγώνα του κόσμου εκφράζοντας την αγωνία του και συνάμα την πάλη του με την ανώτατη δύναμη που κινεί τον κόσμο.[8] Μέσα στο έργο του μπορεί κανείς να διακρίνει δύο πλευρές: Τη ρεαλιστική πλευρά από τη μία και την μεταφυσική ή συμβολική ή αλληγορική από την άλλη.[9] Σε αρκετές περιπτώσεις οι δύο αυτές πλευρές ενώνονται και συγχωνεύονται μέσα στα μυθιστορήματά του «βασικός άξονας των οποίων είναι η εσωτερική ελευθερία και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η κοινωνική δικαιοσύνη, η τόλμη, «να κοιτάζεις άφοβα το φόβο, να ζεις τη ζωή των θνητών και να συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι αθάνατος». Η ζωή του όπως έλεγε ο ίδιος «ήταν ένας κακοτράχαλος ανήφορος που τον ανέβαινε η σαρανταπληγιασμένη ψυχή του για να φτάσει το σκοτεινό, τον μυστηριώδη όγκο του Θεού.»[10] «Ήταν θαυμαστής του νιτσεϊκού υπεράνθρωπου, έγραφε ταυτόχρονα για τη ζωή του Βούδα και του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, πάντρευε τον κομμουνισμό με τον βουδισμό», ο δε προσωπικός του Θεός ήταν περισσότερο ένα μείγμα βουδισμού, ζωροαστρισμού και χριστιανισμού, «χωρίς όμως να έχει την ανάγκη να ορίσει κάτι ως τη μία και μοναδική αλήθεια.»
Τούτο λοιπόν το συναρπαστικά παράδοξο μείγμα θα μπερδέψει πάρα πολύ τους πάσης φύσεως επικριτές του και πολύ περισσότερο το συντηρητικό κατεστημένο της εποχής του με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί με δριμύτητα για τις απόψεις, τις ιδέες αλλά και τη δυναμική των γραπτών του ήδη από το 1930, όταν με αφορμή την «Ασκητική», βιβλίο που αποτέλεσε την προσωπική Βίβλο της βιοθεωρίας – φιλοσοφίας του, βρέθηκε ένα βήμα μακριά από την καταδίκη του για αθεϊσμό χωρίς ωστόσο να δικαστεί τελικά. Αυτό όμως ήταν μόνο η αρχή καθώς ο Καζαντζάκης συνέχισε να υπηρετεί το ίδιο παθιασμένα τις ιδέες του, τόσο με τον τρόπο που είχε επιλέξει για να ζήσει όσο και μέσα από τα γραπτά του, πάντα ανήσυχος και αντισυμβατικός, ταγμένος να υπηρετήσει έναν πανανθρώπινο σκοπό μέσα σε ένα ιδιαίτερα βεβαρημένο κοινωνικοπολιτικό κλίμα, λίγο μετά τον Εμφύλιο, με την αντικομουνιστική υστερία του Ψυχρού Πολέμου, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τις εξορίες, την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση και τις πάσης φύσεως απαγορεύσεις. Για τους λόγους αυτούς το έργο του και κατ’ επέκταση η ίδια η κοσμοθεωρία του καταπολεμήθηκαν τόσο από την πολιτεία με τις παρεμβάσεις της ώστε να μην του δοθεί το σχεδόν σίγουρο Νόμπελ Λογοτεχνίας όσο κι από την Εκκλησία με τις διαδικασίες αφορισμού, που ωστόσο δεν έγιναν ποτέ πράξη, με αφορμή τα βιβλία του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Ο Τελευταίος Πειρασμός». «Χάρη στις άοκνες προσπάθειες της ελληνικής πολιτείας, των κυβερνήσεων και των φορέων της, ο Καζαντζάκης δεν πήρε το βραβείο Νόμπελ», σύμφωνα με τον συγγραφέα Κώστα Αρκουδέα.[11] Στο βιβλίο του με τίτλο «Το χαμένο Νόμπελ-μια αληθινή ιστορία», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2015, διαβάζουμε μεταξύ άλλων για τον καταχθόνιο συνασπισμό των αντίζηλων συγγραφέων του κατεστημένου της περιόδου 1946-1957, να τον διαβάλουν στην σουηδική επιτροπή με την κατηγορία του άθεου, του κομμουνιστή, του διαφθορέα της νεολαίας. Στις 17 Φεβρουαρίου 1954 η Ιερά Σύνοδος έστειλε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης έγγραφο κατηγορώντας τον ως ιερόσυλο ζητώντας παράλληλα να απαγορευτούν τα παραπάνω βιβλία του ενώ υπήρχαν και ιεράρχες που αξίωναν τον αφορισμό του. «Διαστρέφει και κακοποιεί την θεόπνευστον ευαγγελικήν διήγησιν και θίγει κατά τρόπον ανερυθριάστως ασεβή και ανίερον, το θεανδρικόν του Κυρίου πρόσωπον…» ανέφερε, μεταξύ άλλων, η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου, η οποία πίεζε ασφυκτικά την πολιτική ηγεσία της χώρας να απαγορεύσει το βιβλίο, κάτι που η τότε κυβέρνηση αρνήθηκε να πράξει. Ωστόσο, είχε προηγηθεί η Καθολική Εκκλησία, η οποία είχε συμπεριλάβει τα έργα του Καζαντζάκη στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων (το διαβόητο Index Librorum Prohibitorum), καθώς οι πρώτες εκδόσεις των βιβλίων του είχαν γίνει στο εξωτερικό. Στη μεν Ιερά Σύνοδο είχε απαντήσει ως εξής: «Με καταραστήκατε, Άγιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι ή συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και τόσο θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ».[12] Ενώ στο Βατικανό απάντησε με την περίφημη φράση του λατίνου πρεσβύτερου Τερτιλλιανού: «Στο δικαστήριο σου, Κύριε, κάνω έφεση!»[13]
Η μορφή του Χριστού ήταν αυτή που περισσότερο από κάθε άλλη απασχόλησε ως το τέλος της ζωής του τον Καζαντζάκη. «Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος, σάρκα και πνέμα….», γράφει στην εισαγωγή του στον «Τελευταίο Πειρασμό». Αυτή η σύζευξη του ανθρώπινου και του θείου αποτέλεσε και τον πυρήνα του φιλοσοφικού του προβλήματος.[14] «Μια φλόγα ζωής τον έκαιγε και τον βασάνιζε ακατάπαυστα ώσπου να τελέψει το χρέος του, που δεν είναι άλλο από το μοναδικό χρέος του ανθρώπου να κάνει τη σάρκα πνέμα».[15] Μια αγωνιώδης προσπάθεια να ξεπεραστεί η ύλη κι ο θάνατος με απώτερο σκοπό να λυτρωθεί ο άνθρωπος από το φόβο.[16]
Οι διαμαρτυρίες και τα βίαια επεισόδια που συνόδεψαν τις πρώτες προβολές της ταινίας το 1988 μέχρι την προσωρινή απαγόρευση τής προβολής της από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, θύμισαν τις σκηνές διαμαρτυρίας που εκδηλώθηκαν όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο αλλά κι όταν πρωτοπροβλήθηκε σε ταινία «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ο Καζαντζάκης, αν και νεκρός αυτή τη φορά, εξακολουθούσε να ενοχλεί ξυπνώντας πάθη, που πολλοί θεωρούσαν πια ξεχασμένα, καθώς κανείς από αυτούς που αντιδρούσαν δεν είχε φαίνεται ξεχάσει πως ο Καζαντζάκης είχε….αφοριστεί! Οι παρεξηγήσεις (γιατί περί παρεξήγησης πρόκειται) είναι μάλλον εύκολο να συνοψιστούν στο γεγονός ότι έχει διδαχθεί ένας γλυκερός Χριστιανισμός κομμένος και ραμμένος στα μέτρα της μικρής μας ευτυχίας και του μπογιού μας,[17] ο οποίος δεν συνάδει σε καμία περίπτωση με μια «θρησκευόμενη» αναβίωση της ιστορίας του Χριστού από έναν συγγραφέα που ήθελε το Χριστό περισσότερο ως άνθρωπο που αγωνίζεται κι όχι ως θεό που ετοίμαζε συνειδητά την ανάστασή του.[18]
Έχουν γραφτεί και ειπωθεί τόσα πολλά κι από πολλούς για τον ίδιο τον Καζαντζάκη και για το έργο του ώστε ο καθένας να μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Παρά το κατηγορητήριο και τις επιθέσεις που δέχθηκε κατά καιρούς ακόμη και μετά θάνατον το έργο του Καζαντζάκη άντεξε διεθνώς καθιστώντας το από τα πλέον σύγχρονα, καταξιωμένα κι ένδοξα πνευματικά επιτεύγματα Έλληνα δημιουργού. Μέχρι και το τέλος της ζωής του παρέμεινε ένας πρωτοπόρος του πνεύματος, ένας ανήσυχος και ασυμβίβαστος ανθρωπιστής θέτοντας ερωτήματα που μέχρι τότε είτε δεν θίγονταν είτε δεν θεωρούνταν τελειωτικά και ολοκληρωτικά απαντημένα. «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος», η επιτάφια επιγραφή του Νίκου Καζαντζάκη που έγινε σύνθημα, φιλοσοφία και έκφραση όσων αρνούνται να υποταχθούν σε συμβάσεις και να ακολουθήσουν την πεπατημένη. Σήμερα, 60 χρόνια μετά από τον θάνατό του, αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως ένας οικουμενικός συγγραφέας κι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους και πιο πολυμεταφρασμένους Έλληνες λογοτέχνες.
Βιβλιογραφικά βοηθήματα
Αλεξίου Έλλη και Στεφανάκης Γιώργος, Νίκος Καζαντζάκης: γεννήθηκε για την δόξα, Καστανιώτης, Αθήνα 1983
Bien P., Νίκος Καζαντζάκης, Κέδρος 1983.
Βρεττάκος Ν., Νίκος Καζαντζάκης: η αγωνία και το έργο του, Αθήνα.
Γιαλουράκης Μ., Καζαντζάκης, Αργώ 1975
Ματσούκας Ν., Η Ελληνική Παράδοση στον Νίκο Καζαντζάκη, 2η έκδοση, Βάνιας Θεσσαλονίκη 1989.
Νικολαϊδου Δ., Οι 25 σπουδαιότεροι Έλληνες του 20ου αιώνα, Αρχέτυπο 2009
Σαχίνης Α., Πεζογράφοι του καιρού μας, Καρδαμίτσα 1978.
Σταυρινός Σ., Αφηγηματικές τεχνικές στο μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη «Ο Τελευταίος Πειρασμός», διατριβή για το πτυχίο Bachelor of Arts (Honours), Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Σύδνεϊ , 1990.
[1] Bien P., 1983, σελ. 18
[2]Αδημοσίευτη συνέντευξη της Ελένης Καζαντζάκη (2η σύζυγος του Καζαντζάκη) στην δημοσιογράφο-συγγραφέα Εύα Νικολαϊδου. το 1985, που δημοσιεύτηκε σε ειδικό αφιέρωμα για τον Ν. Καζαντζάκη στην Εφημερίδα των Συντακτών, 3/9/17.
[3] Καραγκιοζόπουλος Θ., «Ο κόσμος είναι όνειρο, ρακή είναι η ζωή…..» Ειδικό αφιέρωμα για τον Ν. Καζαντζάκη, Εφημερίδα των Συντακτών, 3/9/17.
[4] Ράλλη Ν., Οικουμενικός συγγραφέας, ειδικό αφιέρωμα για τον Ν. Καζαντζάκη, Εφημερίδα των Συντακτών, 3/9/17.
[5] Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, προβλήθηκε από την ΕΡΤ, ως τηλεοπτική σειρά, σε σκηνοθεσία Β. Γεωργιάδη, την περίοδο 1975-1976, συνταράσσοντας το τηλεοπτικό κοινό, σημειώνοντας υψηλή τηλεθέαση για τα δεδομένα της εποχής. Το σενάριο ήταν βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα, με το οποίο η ΕΡΤ έκανε τα πρώτα αποφασιστικά της βήματα στην παραγωγή μεγάλων ποιοτικών τηλεοπτικών σειρών βασισμένων σε σπουδαία βιβλία Ελλήνων λογοτεχνών.
[6] Νικολαϊδου Δ., σελ. 103.
[7] Σαχίνης Α., 1978, σελ. 3
[8] Σαχίνης Α., 1978, σελ. 35
[9] Όπ. π., σελ. 35
[10] Ράλλη Ν., Οικουμενικός συγγραφέας, ειδικό αφιέρωμα για τον Ν. Καζαντζάκη, Εφημερίδα των Συντακτών, 3/9/17.
[11] «Το χαμένο Νόμπελ», Εφημερίδα των Συντακτών, 7/3/16
[12] Νικολαϊδου Δ., σελ 102.
[13] Γκιώνης Δ., Εφημερίδα των Συντακτών, 14-15/10/2017
[14] Βρεττάκος Ν., σελ. 585.
[15] Ματσούκας Ν., σελ. 7-8.
[16] Σταυρινός Σ., σελ. 3.
[17] Ματσούκας Ν., σελ. 62-3.
[18] Γιαλουράκης Μ., σελ. 56.