Το μεγαλείο του κάστρου της Μυτιλήνης, ενός από τα μεγαλύτερα κάστρα της Μεσογείου και απτό δείγμα της αδιάκοπης κατοίκησης της Μυτιλήνης από τους αρχαίους χρόνους ως τις μέρες μας αποκαλύπτεται από τις αεροφωτογραφίες του Lesvos Aerial Trip. Η ομώνυμη σελίδα του facebook που αγαπά να βλέπει τη Λέσβο από ψηλά μας χάρισε τις πρώτες αερο-λήψεις του 2018 φανερώνοντας το μέγεθος του κάστρου που δεσπόζει στο βορειοανατολικό τμήμα της λοφώδους χερσονήσου από το παλαιό βόρειο λιμάνι της πόλης ως την κορυφή του λόφου.
“…Αν και η σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα επανειλημμένων επεμβάσεων και επισκευών, καθ’ όλη τη διάρκεια της Tουρκοκρατίας, προκειμένου η οχύρωσή του να επικαιροποιείται και να συμβαδίζει με τις κατά καιρούς εξελίξεις της πολεμικής τέχνης, διατηρούνται κατά τόπους παλαιότερα τμήματα από την οχύρωση των Γατελούζων, των Βυζαντινών, ακόμα και από την αρχαία εποχή, πιστοποιώντας αδιαμαρτύρητα τη μακραίωνη ιστορία του.
Ο χώρος που εκτείνεται το Κάστρο της Μυτιλήνης, αποτελούσε από την αρχαιότητα φυσική οχυρή θέση πα- ρέχοντας τη δυνατότητα ελέγχου των δύο λιμανιών της πόλης. Η χερσόνησος αποτελούσε ξεχωριστή νησίδα, Στερέωση και αποκατάσταση τμημάτων (περιοχές Α-Γ και Δ) του ΒΑ περιβόλου του Κάστρου Μυτιλήνης που χωριζόταν από την ενδοχώρα μέσω ενός πορθμού γνωστού στην αρχαιότητα ως «Μυτιληναίων Εύριπος». Η επικοινωνία ανάμεσα στη χερσόνησο και στην ξηρά εξασφαλιζόταν με γέφυρες ως τον 15ο αιώνα οπότε και το κανάλι του Ευρίπου, δεχόμενο μια φυσική διαδικασία επιχωμάτωσης, σφραγίστηκε. Στη σημερινή του μορφή το κάστρο, που καταλαμβάνει περίπου έκταση 60 στρεμμάτων διαρθρώνεται σε τρεις περιβόλους. Ο ανώτερος στη νοτιοανατολική παρυφή του φρουρίου, μέσα στον οποίο βρίσκεται ο κεντρικός αμυντικός πύργος και η πυριτιδαποθήκη, αποτελεί την τελευταία γραμμή άμυνας του κάστρου. Ο μεσαίος περίβολος περιλαμβάνει τα κτήρια των φυλακών, του μενδρεσέ και του τεκέ, τη βυζαντινή δεξαμενή και τις κρύπτες, καθώς και την πυριτιδαποθήκη. Ο κυρίως αυτός περίβολος ήταν προσβάσιμος μέσω δύο συγκροτημάτων πυλών από το νότο, απ’ όπου και πραγματοποιείται η σημερινή είσοδος στο κάστρο και από τα δυτικά μέσω της λεγόμενης Ορτά Καπού. Άλλες δύο μικρότερες πύλες στα βόρεια του περι βόλου εξυπηρετούν την κίνηση από και προς τις κατοικίες του Κάτω Κάστρου, τη Σαπλιτζά, το χαμάμ και τον Άγιο Γιάννη τα οποία, περιβαλλόμενα από το επιθαλάσσιο τείχος, εντάσσονται στον τρίτο περίβολο.
Η μορφή του αρχαίου κάστρου μας διαφεύγει εντελώς σήμερα. Μόνον ένα σκέλος της αρχαίας οχύρωσης δια- τηρείται ορατό σε μικρό μήκος, στην ανατολική πλευρά προς την ακτή, στη θέση του κυκλικού, ολισθημένου σήμερα πύργου. Τεκμήρια για την οχύρωση των παλαιοχριστιανικών χρόνων επίσης δεν έχουν διασωθεί, αν και ο μεγάλος αριθμός εκκλησιών, που μας είναι γνωστός, πιστοποιεί την εμπορική και οικιστική ακμή της πόλης στους χρόνους αυτούς. Όσον αφορά στα τείχη της βυζαντινής πλέον περιόδου, αυτά έχουν διατηρηθεί κατά τόπους, εν- Πανοραμική άποψη του Κάστρου της Μυτιλήνης από τα Νότια 4 5 σωματωμένα στις μεταγενέστερες γατελουζικές και οθωμανικές οχυρώσεις του κάστρου. Τα τείχη της βυζαντινής περιόδου χαρακτηρίζονται από την οικοδόμησή τους με μεγάλα μάρμαρα, τα οποία λιθολογήθηκαν την περίοδο αυτή, προερχόμενα από διάφορα οικοδομήματα της αρχαιότητας που βρίσκονταν ήδη σε ερειπιώδη κατάσταση. Το 1355 η Λέσβος και οι κάτοικοί της παραχωρούνται ως προίκα στο γάμο της αδελφής του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, Μαρίας με τον Γενουάτη Φρανσί σκο Γκατιλούζιο, αλλά και ως αναγνώριση της προσφοράς των υπηρεσιών του ευγενή έμπορου, ναυτικού, αλλά και πειρατή από την Γένοβα, στην επιτυχή προσπάθεια του Ιωάννη να ανακτήσει το θρόνο του Βυζαντίου από τον Ιωάννη Κατακουζηνό. Οι Γατελούζοι από το Κάστρο της Μυτιλήνης διοίκησαν την Ηγεμονία τους που περιλάμβανε εκτός από τη Λέσβο, τη Λήμνο, την Ίμβρο, τη Σαμοθράκη, τη Θάσο, την Αίνο, καθώς και τη Φώκαια της Μ. Ασίας. Στα 107 χρόνια της ηγεμονίας τους, οι Γατελούζοι εκτέλεσαν οχυρωματικά έργα στο κάστρο, που διακρίνονται από την καλή δόμηση, το μεγάλο μέγεθος των λαξευτών λίθων, αλλά και από την χρήση αρχαίου οικοδομικού υλικού με διακοσμητική περισσότερο διάθεση. Εκτός των στοιχείων αυτών οι επεμβάσεις των Γατελούζων αναγνωρίζονται από τα εντοιχισμένα οικόσημά τους, που απεικονίζουν δί- πλα στο δικό τους φολιδωτό μοτίβο, τα τέσσερα Βήτα και τον δικέφαλο αετό των Βυζαντινών, όπως και το μονό- γραμμα των Παλαιολόγων. Μετά από δεκαπενθήμερη πολιορκία του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή, η Λέσβος περνά το 1462 στα χέρια των Οθωμανών.
Οι νέοι κυρίαρχοι του κάστρου καθ’ όλη τη διάρκεια παραμονής τους στο νησί, προχωρούν σε εκτεταμένες επισκευές και φροντίζουν ιδιαιτέρως για την Αεροφωτογραφία του Κάστρου από τα Ανατολικά 6 7 8 καλή διατήρηση των τειχών και των κτισμάτων όπως μαρτυρούν οι εντοιχισμένες στα τείχη και τους πύργους επιγραφές. Μετά την κατάληψη της Μυτιλήνης οι Οθωμα νοί επισκευάζουν τις ζημιές που προξένησε η δική τους πολιορκία. Το 1501 επί Σουλτάνου Μπεγιαζήτ ΙΙ και μετά τις καταστροφές που υπέστη το κάστρο κατά τη διάρκεια του Ενετοτουρκικού πολέμου επισκευάστηκαν οι κατεστραμμένες οχυρώσεις του βόρειου λιμανιού, κατασκευάστη- καν δυο μεγάλοι οχυρωματικοί πύργοι με κανονιοστάσια και αναπτύχθηκε ο νέος περίβολος του Κάτω Κάστρου για καθαρά οικιστικούς λόγους. Καθοριστικότερες επεμβάσεις ωστόσο, όσον αφορά στη μορφή και την αμυντική λειτουργία του κάστρου, πραγματοποιήθηκαν το 1643 – 1644 υπό την εποπτεία του Καπουδάν Μπεκήρ Πασά. Οι εργασίες εκσυγχρονισμού των οχυρώσεων συνίσταντο σε επισκευή των τειχών του κυρίως κάστρου, αλλά και την ανέγερση ενός νέου τείχους με προμαχώνες, επάλξεις και κανονιοθυρίδες μπροστά από το μεσαιωνικό τείχος. Μπροστά από τις νέες αυτές κατασκευές διανοίχθηκε μια βαθιά και πλατιά τάφρος, που απολήγει εξωτερικά σε μια κεκλιμένη πλαγιά από χώμα, διαμορφώνοντας έτσι μια τυπική αμυντική οχύρωση για τα πυροβόλα όπλα της εποχής. Η νέα γραμμή άμυνας διέτρεχε κατά μήκος όλη την ευπρόσβλητη δυτική και νότια πλευρά ως τα επιθαλάσσια τείχη. Ο οικοδομικός τρόπος των Οθωμανών ποικίλει κατά τμήματα, συχνά όμως χαρακτηρίζεται από προχειρότητα, όπως φανερώνει η χρήση μικρών και μεσαίων ημιλάξευτων λίθων και οι φαρδείς αρμοί. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του το κάστρο, που αποτελούσε τον πυρήνα διοίκησης και άμυνας της πόλης, δεν απώλεσε τον οικιστικό του χαρακτήρα ως τον 19ο και 20ο αιώνα.
Ο μεγάλος σεισμός του 1867 σηματοδότησε την αρχή του τέλους της οικιστικής του ιστορίας, μιας και προκλήθηκαν εκτεταμένες καταστροφές στα οικήματα και τις οχυρώσεις, οι οποίες, καθώς το κάστρο ήδη εξυπηρετούσε ανάγκες στρατωνισμού, είτε δεν επισκευάστηκαν είτε επισκευάστηκαν πρόχειρα. Η οικιστική χρήση του κάστρου διατηρήθηκε για λίγα ακόμη χρόνια μετά την απελευθέρωση του νησιού. Στο Μεσαίο Κάστρο διέμεναν φτωχοί Έλληνες και στο Κάτω Κάστρο φτωχοί Τούρκοι, ορισμένοι εκ των οποίων (ντε- ντέδες) επιδίδονταν σε πολλές μορφές μαντείας (καφεδομαντεία, χαρτομαντεία). Οι πρώτοι μικρασιάτες πρό-σφυγες εγκαταστάθηκαν και αυτοί αρχικά στο κάστρο το 1922, ενώ με την πάροδο του χρόνου και την φτώχεια που μάστιζε τους κατοίκους του, αναπτύχθηκε στο Κάτω Κάστρο ως την δεκαετία του 1980, η πλέον ζωηρή, μα και αγοραία γειτονιά της πόλης. Η ιστορία της αρχαιολογικής έρευνας και των αναστηλώσεων – αποκαταστάσεων Οι πρώτες έρευνες στο Κάστρο της Μυτιλήνης, πραγματοποιήθηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση του νησιού και την ενσωμάτωσή του στην Ελλάδα. Το 1913 ο αρχαιολόγος Νικόλαος Κυπαρίσης διεξήγαγε τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες εντός του περιβόλου, ενώ το κάστρο ακόμη κατοικούνταν. Από το 1937 και την έκδοση του Βασιλικού Διατάγματος με βάσει το οποίο το κάστρο κηρύσσεται διατηρητέο, ξεκινά και επίσημα η αντιμετώπισή του ως μνημείου από την Πολιτεία, η οποία με διάφορες παρεμβάσεις έκτοτε καθόρισε τη σημερινή του όψη. Από το 1938 ως το 1940 η Διεύθυνση Αναστήλωσης του Υπουργείου Πολιτισμού και από το 1960 έως το 1965 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Σεραφείμ Χαριτωνίδης, πραγματοποίησαν τις πρώτες εργασίες στο κάστρο. Τότε απομακρύνθηκαν επιχώσεις, κατεδαφίστηκαν όσα οικήματα είχαν απομείνει στο εσωτερικό του, συμπληρώθηκαν και στερεώθηκαν ετοιμόρροπα τμήματα των τειχών του και διενεργήθηκαν αναστηλωτικές εργασίες στον μενδρεσέ και στην πυριτιδαποθήκη, καθώς και ανασκαφικές έρευνες. Οι εργασίες συνεχίστηκαν την περίοδο 1966 – 1968 από τον Βασίλειο Πετράκο και ακολούθως το 1971 – 1972από τη Δέσποινα Χατζή-Βαλλιάνου σε μορφή αναστηλωτικών επεμβάσεων μικρής κλίμακας στην περιοχή των τειχών της βόρειας βυζαντινής πύλης και στη βυζαντινή δεξαμενή. Παράλληλα συστηματικές ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν το 1984 και τα επόμενα έτη από το Καναδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Έκτωρ Γουίλλιαμς. Η έρευνα αυτή αποκάλυψε ιερό Δήμητρας και Περσεφόνης με συλλατρεία Κυβέλης των κλασικών χρόνων, καθώς και ναό του 14ου αιώνα, την περίοδο δηλαδή των Γατελούζων, στη θεμελίωση του μεταγενέστερου τζαμιού του 19ου αιώνα. Οι εργασίες συνεχίστηκαν τα έτη 1994 – 1997 από το Υπουργείο Πολιτισμού (Τ.Α.Π.Α. – 14η ΕΒΑ – Δ.Α.Β.Μ.Μ.) και επικεντρώθηκαν στην αποκατάσταση και επανάχρηση της πυριτιδαποθήκης και της Ορτά Καπού, καθώς επίσης και στην αποκατάσταση μικρού τμήματος των νότιων τειχών.
Τα έτη 2000 – 2001 η Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων πραγματοποίησε ερ-
γασίες αποκατάστασης των τειχών από την Ορτά Καπού ως τη βυζαντινή δεξαμενή, ενώ τα έτη 2005 – 2007 η 14η
ΕΒΑ υλοποίησε έργο βελτίωσης της επισκεψιμότητας και συνολικής ανάδειξης του Κάστρου, που περιελάμβανε ερ-
γασίες αποκατάστασης στα τείχη, σε μεμονωμένα οικοδομήματα, καθώς και χάραξη περιπατητικών διαδρομών,
φυτεύσεις και τοποθέτηση ενημερωτικού υλικού.