Με αφορμή το χρονογράφημα γράφονται και θίγονται πολύ σοβαρά θέματα, τα οποία ίσως ο χρονογράφος δεν θα τολμούσε να τα περιλάβει σε άλλο κείμενό του. Το χαρίεν ύφος, το ελαφρά αστείο περιεχόμενο, απελευθερώνουν τον συντάκτη τους από τα καθιερωμένα και τους περιορισμούς της δημοσιογραφίας. Πολλές φορές φωτογραφίζει το θέμα του και τους αναφερόμενους σ’ αυτό.
Αυτό πράττει κι ο Στράτης Μυριβήλης στο χρονογράφημά του «Στο καρναβάλι της ζωής» το οποίο δημοσιεύθηκε στις 10 Μαρτίου 1926 στην εφημερίδα Ταχυδρόμος. Μας παρουσιάζει κάποιους τύπους τις καθημερινής ζωής, οι οποίοι κρύβονται και υποκρίνονται πίσω από τη μάσκα που έχουν επιλέξει, ενώ στην κοινωνία είναι γνωστή η ταυτότητα και η υποκρισία τους. Τους αποκαλύπτει ο Μυριβήλης αποκαλώντας τους καρνάβαλους της ζωής.
Αριστείδης Καλάργαλης
Στο καρναβάλι της ζωής
του Στράτη Μυριβήλη
Απηγορεύθη η μάσκα σου λέει. Και λοιπόν; Σάμπως η απομασκάρωσίς μας να είχε καμίαν σχέσιν με το προσωπείον του Καρναβάλου. Εμείς, κύριοι και κυρίες, τη δουλειά μας. Καθένας ας συνεχίσει τη μασκαράτα του, μετά ή άνευ προσωπείου. Δεν είναι λόγος να στεναχωρούμεθα, καλέ. Άλλως τε έχουμε εδώ κι αυτό το μούτρο, που μας έδωκε ο καλοκάγαθος Θεός. Τι βολικό πράγμα αδελφοί αυτό το μούτρο! Τόχετε προσέξει καμιά φορά τι βολικό και τι κόμοδο πράμα είναι; Ό,τι ρόλο κι αν θελήσεις να πάρεις σου ’ρχεται καλούπι, το αχρείο. Στην αρχή κάπως σου τσιτώνει απ’ εδώ σου στενεύει απ’ εκεί σου ξεροκοκκινίζει παραπέρα, αλλά σε λόγον καιρό όλα είναι εν τάξει. Το μούτρο έχει πάρει τη φόρμα του, έχει προσαρμοστεί με το ρόλο του μασκαρέματος, έχει γίνει μια μουτσούνα πρώτης τάξεως. Αλήθεια. Κι όταν συλλογιέται κανένας πως είμαστε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού, του ’ρχεται να σπαρταρίσει στα γέλια εις βάρος του.
Ελάτε λοιπόν να κάνουμε μια βόλτα μέσα στη σάλα του χορού. Πόσες ωραίες και πετυχημένες μασκαράτες φιγουράρουνε και φέτος. Δείτε εκεί στη γωνιά ένα αριστουργηματικό γκρουπ. Αυτός εκεί παριστάνει τον σοβαρόν. Προσέξετε τη φάτσα του. Τα φρύδια του είναι σουφρωμένα κατά τον σοβαρότερον τρόπον. Είναι η καρφίτσα της εμβριθείας που συγκρατεί την επιτυχημένην εκείνην πτυχήν εις το μέσον. Μην του μιλάτε. Δεν θα σας απαντήσει παρά διά μονολεκτικών ή αμφιβόλων επιφωνημάτων: «Μμ… βεβαίως… πιθανόν…». Είναι σιδερωμένος, τρώει την πάσταν του με τα μπροστινά του δόντια, μιλά καθαρεύουσα. Είναι μασκαρεμένος εις Σοβαρόν. Από κάτου χάσκει ο Ηλίθιος και λέει: «σαν καλά τα καταφέρνω!». Δίπλα του είναι η κυρία του. Θα ομολογήσετε ότι βαστιέται ακόμα. Το μακιγιάζ της είναι αρκετά καλό. Της δίνει μόλις τριάντα πέντε χρόνια. Τα φυσικά της δόντια είναι λίγα, αλλά οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι και με τις χρυσές κορώνες της δαγκάνει αρκετά καλώς τα ξινόμηλα. Αυτή παριστάνει την «Κυρίαν» κι έχει όλο το ύφος της σοβαρής και αξιόπρεπης μητέρας. Κάτω απ’ τη μάσκα της όμως καγχάζει η Μεσσαλίνα.
Προσέξετε τα μάτια της. Είναι τα μόνα που προδίδουν σ’ ένα καλόν παρατηρητή. Εκεί μέσα θα δείτε τη δίψα της μυστικής, της εξαντλητικής, της περίπλοκης, της παράνομης ηδονής. Είναι μάτια σαρκοβόρα, που ενώ μιλεί για τη μόδα ή για την Τέχνη, ψάχνουν για τροφή ανομολόγητη. Κοιτάχτε αυτόν εκεί τον κύριο. Είναι γέρος όπως βλέπετε. Έχει γιους, παντρεμένους ή της παντρειάς, όπως ξέρετε. Είναι ο ιεροκύρηκας της ηθικής όπως ακούτε. Η καρδιά του είναι διαρκώς έντρομη για τα ανήλικα κορίτσια, μη στάξει και μη βρέξει επί της αγνότητός των, μην λάχει και πιτσιλιστεί η ιριδόκονις της παρθενίας των. «Δ-δεν εγκρίνω ν-να εργάζονται αι γ-γυναίκες. Δ-διότι δ-διαφθείρονται». Εν τω μεταξύ έχει γνωσθεί ήδη ότι είναι ένας βρωμερός γεροσάτυρος, αποτελών το κορόιδο των κορασίδων και το πανηγύρι των μαχαλάδων όπου κυνηγά τα θύματά του. Παρέκει πίνει την μπύρα του ένας κοιλαράς κύριος με υπεραιμικήν εμφάνισιν.
Τα μάγουλά του είναι ωσάν τις ώριμες ντομάτες από την πληθωρικήν υγείαν. Αυτός έχει άλλην ειδικότητα και άλλον ρόλον. Είναι προστάτης και βοηθός των πεινώντων και γυμνητευόντων αδερφών μας. Κάνει συνεδριάσεις για την ευτυχίαν των και χύνει, να κουκιά – δάκρυα από τον πόνον των, που τον αισθάνεται βαθιά. Κάτω απ’ τη μάσκα του όμως τους κοροϊδεύει. Τους έχει κάνει ένα είδος επάγγελμα. Ζει απ’ αυτούς, χτίζει μέγαρα απ’ αυτούς, χτίζει μαγαζιά απ’ αυτούς, κατήρτησεν αξιοπρεπεστάτην κοιλίτσαν απ’ αυτούς, κάνει τις δουλίτσες του μια μορφιά σκαλώνοντας πάνω στη ράχη τους, είναι άξιος να τους καταφέρει να τον βγάλουνε βουλευτή ακόμα, αυτόν τον υπερχορτασμένον, οι λοιποί οι υπερπεινασμένοι. Είναι ο ρόλος της μάσκας βλέπετε. Είναι μερικοί μασκαράδες, σας λέγω, πολύ επιτυχημένοι. Μερικοί άλλοι πάλι είναι βέβαια λιγότερο πιδέξιοι και περισσότερο χαζοί. Εκείνος εκεί προσποιείται τον ποιητή. Και είναι ένας μάπας. Μα φαίνεται από μακριά ο μαπισμός του.
Ο άλλος παραπέρα παίζει τον ρόλον του πλούσιου. Όλο εισπράττει χιλιάδες, όλο μιλά με αξιοπρεπή αφέλειαν περί ενός ή δύο εκατομμυρίων «πφ! δεν είναι για να περιμένει κανένας περισσότερο μ’ αυτά τα κεσάτια…». Αυτός λοιπόν είναι καταχρεωμένος ως το κολάρο και ο ρόλος του τού δημιουργεί μια σωστή τραγωδία, με την ελπίδα πως όλα θα πάνε καλά, ως που να συλληφθεί μία παχυπροίξ νύμφη, η οποία θα μεταβάλει την τραγωδίαν εις κωμωδίαν. «Κάναν γάμο και χαρές κ.τ.λ..» Να λείψουν λοιπόν, κυρίες και κύριοι, οι γρίνιες σας για τη μουτσούνα. Και χωρίς αυτήν οι μασκαράδες κυκλοφορούν αφθόνως, δόξα τω Θεώ, ανάμεσά μας. Η αποκριάτικη κίνησις δεν έχασε ούτε πρόκειται να χάσει τίποτα απ’ τη ζωηρότητά της και μη χολοσκάνετε.
Οι μόνοι που δεν είναι εν τάξει σήμερα είναι όσοι επιμένουν να εξέρχονται στο δρόμο άνευ μάσκας, άνευ ρόλου και άνευ «τεζ». Αυτοί – είναι λίγοι ευτυχώς – είναι καταδικασμένοι να περάσουν το καρναβάλι της ζωής γεμάτοι στόχαση, γεμάτοι αμφιβολίες με δίχως κουκούτσι γλέντι αποκριάτικο. Το ποτήρι της σαμπάνιας δεν είναι για τα χείλια τους. Αφήστε τους, το λοιπόν, να κουρεύονται.