Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου μας ξεναγεί στο κορυφαίο μνημείο της λεσβιακής Υπαίθρου
Η πόλη της Μυτιλήνης στη ρωμαϊκή εποχή συγκαταλέγεται από τους αρχαίους συγγραφείς μεταξύ των ωραιότερων πόλεων του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας, μαζί με τη Ρόδο και την Έφεσο. Την κάλυψη των αυξημένων υδρευτικών αναγκών της πόλης εξυπηρέτησε το ρωμαϊκό υδραγωγείο, ένα μεγάλο τεχνικό έργο που μετέφερε το νερό των πηγών του ορεινού όγκου του Ολύμπου στην ανατολική πλευρά του νησιού, όπου ήταν χτισμένη η πόλη της Μυτιλήνης.
Ο αρχιτέκτων του υδραγωγείου Μυτιλήνης για την στήριξη του κεντρικού υδαταγωγού και την εξασφάλιση της κατάλληλης κλίσης κατασκεύασε μονότοξες υδατογέφυρες στην θέση Ανεραΐδα, Κούστερη και Πασπαλά, δίτοξες στη θέση Καμαρούδια και Κουτσούκ Λούτσα, τετράτοξες στη θέση Πασπαλά και πιθανόν στα Βρυσούδα και στα Θυρίδια και μία πολύτοξη στη Μόρια.
Η υδατογέφυρα στη Μόρια, έχει μήκος 170 μ. (στο ύψος του υδαταγωγού) και μέγιστο σωζόμενο ύψος 24,46 μ. στο κέντρο της κοιλάδας. Αποτελεί το σημαντικότερο τμήμα του ρωμαϊκού υδραγωγείου και ίσως το κορυφαίο μνημείο της λεσβιακής υπαίθρου. Αποτελείται από 17 τοξωτά ανοίγματα και 3 επάλληλες σειρές τόξων στο κεντρικό τμήμα, τα οποία δημιουργούνται με τη βοήθεια 16 πεσσών. Από τους αρχικούς πεσσούς διατηρούνται σήμερα σε καλύτερη κατάσταση οι κεντρικοί, ενώ από τους ακραίους σώζονται μόνο οι κατώτερες στρώσεις τους. Η υδατογέφυρα της Μόριας κατατάσσεται αναμφισβήτητα στις ομορφότερες υδατογέφυρες του αρχαίου κόσμου εξαιτίας του ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού της σχεδιασμού, που τη μετέτρεψε από ένα χρηστικό τεχνικό έργο μεγάλης κλίμακας σε ένα έργο ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Κοντή, «ολόκληρη η κατασκευή έμοιαζε με ενιαία πρόσοψη κτηρίου με τρεις επάλληλες στοές».
Ο υδαταγωγός παρουσιάζει μερικά γενικά χαρακτηριστικά, στα οποία όμως προσαρμόζεται αναλόγως της περιοχής διέλευσης και των εδαφολογικών/γεωλογικών χαρακτηριστικών της. Σε γενικές γραμμές αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι αποτελείται από ένα ορθογώνιο τμήμα πλάτους 0,60 μ. με 0,65 μ. και ύψους 0,85 με 0,90 μ., το οποίο είναι υδατοστεγές. Τα εσωτερικά τοιχώματα του καλύπτονται από κουρασάνι πάχους 0,02 μ. έως 0,05 μ. επιχρισμένο με μία λεπτή στρώση υδραυλικού κονιάματος υπόλευκης απόχρωσης. Η τοξωτή επίστεψη του αγωγού, ύψους περίπου 0,25 μ., επιτυγχάνεται με αργούς λίθους που συνδέονται μεταξύ τους με ασβεστοκονίαμα, χωρίς να είναι υδατοστεγής.
Ο υδαταγωγός στην θέση Πρινερή Κατηφόρι συνεχίζει την πορεία του προς τα ανατολικά. Εντοπίζεται λαξευμένος στα βραχώδη πρανή κατά μήκος του ρέματος κάτω από την «Βρύση της Ατσιγκάνας». Το σημείο αυτό ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο για την πορεία του αρχαίου έργου, γιατί ο υδαταγωγός βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο βραχώδη όγκο, τον οποίο και διέσχισε με τη βοήθεια μιας υπόγειας κτιστής σήραγγας. Το μήκος της υπολογίζεται σε περίπου 1 χιλιόμετρο.
Το τέρμα της διαδρομής του υδαταγωγού πιστεύεται ότι βρισκόταν εντός των τειχών της πόλης κάτω από τον «Τεκέ» του αρχαίου θεάτρου, αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τον ακριβή υπολογισμό της θέσης της δεξαμενής συγκέντρωσης και διανομής του νερού (castellum divisorium) προς τα λουτρά, τις δεξαμενές και κρήνες και τις πολυτελείς ιδιωτικές κατοικίες.
Για τον αρχιτέκτονα και την κατασκευή του υδραγωγείου δεν έχουμε στη διάθεσή μας καμία άμεση μαρτυρία από τις αρχαίες πηγές. Από τα υδραγωγεία του αρχαίου κόσμου το πιο κοντινό κατασκευαστικά με το υδραγωγείο της Μυτιλήνης, με ομοιότητες στη διάρθρωση των πεσσών και των τόξων, είναι το υδραγωγείο της αρχαίας πόλης της Σίδης και της Αντιόχειας Πισιδίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες, το ιστορικό πλαίσιο η σύγχρονη έρευνα θεωρεί ότι το υδραγωγείο της Μυτιλήνης θα πρέπει να χρονολογηθεί τουλάχιστον στο β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ.