“Πουθενά, σε κανένα μέρος του κόσμου, ο ήλιος κι η σελήνη δεν συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δεν μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους, όσο επάνω σ’ αυτό το κομμάτι γης, που κάποτε κάποιος Θεός για να κάνει το κέφι του, το ’κοψε και το φύσηξε μακριά, ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους».
Ο Ελύτης τα λέει αυτά, για το νησί του, τη Λέσβο.
Νησί που πάντα αγαπούσα, για τις εκπλήξεις του. Τόση ομορφιά, τόση ποικιλία τοπίων και βλάστησης, μα και τόση τέχνη, ιστορία, πολιτικά γεγονότα, πάνω σ’ ένα νησάκι; Όταν ξεκινήσαμε την προετοιμασία για την ταινία που βασίζεται στο Θεατρικό μου για τη Σμύρνη, ο Γιώργος Αρβανίτης, που τόσες ποιητικές εικόνες Ελλάδας μάς έχει χαρίσει, μέσ’ απ’ τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μου είπε: «Και πού θα βρούμε τ’ αρχοντικά, την προκυμαία, τα καταπράσινα προάστια της Σμύρνης;». Χωρίς δεύτερη σκέψη τού είπα: «Στη Λέσβο». Έτσι βρέθηκα για άλλη μια φορά στο νησί, που το γνώρισα καλύτερα, γιατί δεν πήγα πια μόνο για διακοπές. Παρόλο που το νησί είναι γνωστό, κυρίως λόγω των ποιητών του από την αρχαιότητα, πολλές φορές χρησιμοποιούμε το όνομα της Πρωτεύουσας, γιατί η Μυτιλήνη έχει ένα πολύ ξεχωριστό χαρακτήρα.
Δύο φυσικά φαινόμενα έδωσαν τη μορφή της στη Λέσβο: ο σεισμός, που την απέκοψε από τη Μικρά Ασία, και η λάβα των ηφαιστείων, που δημιούργησε το Απολιθωμένο δάσος. Ψάχνοντας για χώρους, κατάλαβα γιατί θυμίζει τόσο Μικρασία, όχι μόνο γιατί κάποτε ήταν κομμάτι της, αλλά γιατί χρωστάει τον πλούτο στις συναλλαγές που είχε μ’ αυτήν, μέχρι το ’22. Τα αρχοντικά στη Σουράδα, το ένα πλάι στο άλλο. Μέγαρα, παλάτια άλλων εποχών, Λεβαντίνικα, Νεοκλασικά, Φράγκικα, τα περισσότερα στολισμένα και με ανατολίτικα στοιχεία, σαχνισιά και αντρεσόλια. Ανάμεσά τους απ’ τα ωραιότερα, αυτό της οικογένειας Αλεπουδέλη (πρόγονοι του Ελύτη).
Φεύγοντας απ’ την πόλη, συναντάς υπέροχες παραλίες, για όλα τα γούστα. Βατερά, Σίγρι, Ερεσό, Πλωμάρι, Μόλυβο, Γέρα, Καλλονή… όλες υπέροχες με κρυστάλλινα νερά. Μα αυτό το νησί δε σ’ αφήνει να ριζώσεις στην ξαπλώστρα, παρόλο που πολύ θα το ’θελα, γίνεται όμως να μην πας στο μουσείο του Θεόφιλου; Που ακόμα διηγούνται κάποιες γριούλες πως ζωγράφιζε για ένα πιάτο φαΐ; Να μην πας στο μουσείο του δαιμόνιου Τερριάντ; Ε, κι αφού θα πας και στο Πλωμάρι για ένα ουζάκι, θα πας και στα μουσεία ούζου.
Όσο για τον Μόλυβο, είναι αδύνατον να μείνεις για λίγες ώρες, γιατί θαμπώνεσαι από την ομορφιά της προκυμαίας, τις οθωμανικές κρήνες, το χαμάμ, τα αρχοντικά, το ελαιοτριβείο που έγινε ξενοδοχείο. Υψηλή αισθητική, πεντανόστιμα φαγητά και το πιο όμορφο δρομάκι που είδα ποτέ. Ένα καλντερίμι σκεπασμένο με γλυσίνα, που ψηφίστηκε από την Ουνέσκο ως το ωραιότερο του κόσμου. Στην ερημιά της Σκάλας Συκαμιάς, συναντάς τον Μυριβήλη και την Παναγιά τη γοργόνα με το εκκλησάκι της. Το ελαιοτριβείο του Βρανά, εξαιρετικά αναπαλαιωμένο, νομίζεις πως όπου να ’ναι θα λειτουργήσει. Αυτό θα είναι και το εργοστάσιο της οικογένειας Μπαλτατζή στην ταινία.
Όσο για ταβερνάκια, υπάρχουν από υπερσύγχρονα μέχρι του 1850. Ακόμα και ζαχαροπλαστείο στο λιμάνι της Μυτιλήνης με αυθεντικά έπιπλα Art Deco θα βρεις. Και βέβαια ακόμα κι αν δεν πιστεύεις στα θαύματα –άσε που εγώ πιστεύω– σίγουρα θα πας στον Ταξιάρχη. Ο μύθος που ακολουθεί την εικόνα του –πως είναι φτιαγμένη από το αίμα των μοναχών, που σκότωναν οι Σαρακηνοί– εξακολουθεί να γοητεύει τους πάντες.
Πέρα απ’ όλα αυτά, όμως, εμένα με συγκινεί η γενναιοδωρία των κατοίκων του νησιού, αυτοί υποδέχτηκαν το μέγα πλήθος των Μικρασιατών του ’22 κι αυτοί καλοδέχτηκαν τους σημερινούς πρόσφυγες. Και παρόλα όσα λέγονται, όταν πας στο νησί δεν αισθάνεσαι τα προβλήματα –που στ’ αλήθεια βιώνουν οι ντόπιοι λόγω του προσφυγικού–, ίσως γιατί αυτό το νησί έχει μάθει να ανοίγει την αγκαλιά του στους επισκέπτες του και να πορεύεται μέσα στους αιώνες με αξιοπρέπεια.
Πηγή: Athens Voice