Καραφύλλη Μαριάνθη
Απόσπασμα από το ημερολόγιο της μητέρας μου, 2 μέρες πριν την άφιξη των Γερμανών στο Μόλυβο-Λέσβου
(Στην απόδοση από το πρωτότυπο έγιναν μόνο μικρές ορθογραφικές-γραμματικές-συντακτικές-διευκρινιστικές διορθώσεις-συμπληρώσεις, για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου).
“Έτος 1941, Ημέρα Παρασκευή 2 του μηνός Μαΐου και ώρα 10 π.μ. γραφτήκανε αυτά, από το ημερολόγιο ενός φαντάρου, που ύστερα από τόσες περιπέτειες έφθασαν εις το χωριό μας, να αναπαυτούν λιγάκι κάτω από τα τσαμάκια. Τρέξαμε όλοι και πήγαμε να τους ειδούμε. Ήταν αξιολύπητοι οι καϋμένοι και ένας απ’ αυτούς είχε γραμμένο τον βίον του, με λίγα λόγια. Το όνομά του Αντώνιος Τσαμπούρης εκ Βόλου. Βγήκαν με βενζινόπλοια εις την θέση Εφθαλού και μόνοι τους, χωρίς κανέναν οδηγό, βγήκαν εις τον δρόμο Μακρές και τράβηξαν για την Αστυνομία.
Ο βίος μας μετά την συνθηκολόγησην της Ανατολικής Μακεδονίας.
Ημέρα Τετάρτη και ώραν 11 Νυκτερινής μας διέταξε ο Διοικητής οχυρού δια να συγκεντρωθούμε. Κατόπιν πολυώρου σκέψεων των αξιωματικών μετέβημεν εις Μέταλλον χωρίον (σημερινή ονομασία Μέταλλα Σερρών), αφήνοντας τα ιερά φρούρια της Κάλης με ….. κλάματα και με μεγάλην λύπην, ως έρμεα, χωρίς να ξέρομεν πού θα μας επήγαιναν. Ενώ εκάνανε Συμβούλιο οι Αξιωματικοί, διασκορπίστηκαν λαθρέως και μας άφησαν εις το έλεος, χωρίς έστω και την παραμικρή οδηγία. Μας είπαν μόνο ότι ο Στρατηγός Μπακόπουλος εσυνθηκολόγησε με τους Γερμανούς και όπου θέλετε πηγαίνετε.
Δια να μην παραδοθούμε ως αιχμάλωτοι εις τους Γερμανούς, μας εφώναξε ένας υπολοχαγός ονόματι Θεόδωρος Καλίνος εκ Τυρνάβου Λαρίσης και μας λέγει: Παιδιά ακολουθήστε με. Και μόλις αναχωρήσαμε εκ του χωρίου Μέταλλον, ώρα 2αν μετά το μεσονύκτιον, επορευόμεθα επάνω από βουνό εις βουνό, με πλήρες όπλισμα. Επεράσαμε από τας Σέρρας. Μετά επέσαμε εις κάμπους, συναντήσαμε λίμνες, αψηφώντας την ραγδαίαν βροχήν που έπεφτε. Επεράσαμε τέσσερις λίμνας, πατώντας μέσα μέχρι ενός μέτρου νερού.
Κατόπιν μεγάλης ταλαιπωρίας εφθάσαμε εις Γέφυρα Στρυμώνος, όπου την φρουρούσαν στρατιώται Γερμανοί. Με μεγάλην αγωνία διαφύγαμε από την φρουράν αυτήν. Αυτήν την βραδιά δεν έπαψε καθόλου η βροχή, λες και άνοιξαν τα ουράνια. Εβαδίζαμε έως εδώ δυο ημερόνυκτα. Τα πόδια μας δεν ημπορούσαμε να τα πάρομε. Αυτήν την βραδυά μας κυνήγησαν οι Γερμανοί με τα μηχανοκίνητα, να μας βρουν. Αλλά εμείς διασκορπισθήκαμε εις τους ……… Χαθήκαμε σαν τα έρημα τα πουλιά.
Κατόπιν εγώ με δυο πατριωτάκια μου εφθάσαμε εις ένα χωριό Νέος Σκάθος (Πιθανόν εννοεί Νέος Σκοπός). Εμείναμε εκεί μια βραδιά εμείς οι τρεις, Αντώνιος Τσαμπούρης, Σωτήριος Στήκας, Κομνηνός Αριστοτέλης. Εφύγαμε και επεράσαμε από μίαν γέφυραν 150 μέτρα μάκρος. Κατόπιν διαρκούς πορείας επεράσαμε εις Νιγρήτα. Εβαδίζαμε μέρα και νύχτα σαν τα άγρια θηρία και επεράσαμε εις Βλάμπουρο (Φλάμπουρο). Μετά εις Λουτρά (πιθανόν εννοεί το χωριό Θερμά, νότια του Φλάμπουρου). Μετά εις χωρίον Σκεπαστό. Εκεί εφάγαμε το μεσημέρι, όπου είχαμε να φάμε 3 ημέρες. Μετά εφθάσαμε είς το χωρίον Βρασνά, όπου εκοιμηθήκαμε. Κατόπιν εφύγαμε και εβαδίζαμε δώδεκα ώρες συνέχεια. Εφθάσαμε εις χωρίον Βαρβάρα, όπου μας εφιλοξένησαν οι κάτοικοι πάρα πολύ. Πριν φθάσομε εκεί, επεράσαμε από το Τσιφλίκι του Σταθάτου (σήμερα λειτουργεί ως μουσείο και βρίσκεται κοντά στο χωριό Μόδι). Συναντήσαμε όρη, δάση, χαράδρες. Νηστικοί, χωρίς παπούτσια, ελεηνοί και δυστυχισμένοι. Αλλά με την δύναμη του παντοδύναμου Θεού μας περνούσαν όλες οι θλίψεις.
Εφύγαμε από το χωρίον Βαρβάρα και κατόπιν μεγάλης πορείας εφθάσαμε εις Στάγειρα. Μετά εις Στρατονίκην. Με μεγάλην εξάντλησην εφθάσαμε εις Ιερισσό χωρίον. Μετά τέσσερις ώρες εφθάσαμε εις χωρίν Πύργο. Εκεί εσυναντηθήκαμε μαζί με τον αγαπητόν μου φίλον Δημήτριον Βούλγαρην εκ Βόλου. Εκοιμηθήκαμε είς ένα στάβλον, εις την άκρην της θάλασσας.
Μόλις ξημέρωσε εφύγαμε δια το Άγιον Όρος. Επεράσαμεν πρώτον από το Ρούσικο Μοναστήρι. Μετά από ελληνικό μοναστήρι, όπου μας έδωκαν και εφάγαμε. Μετά από το Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος. Μετά από το Βουλγαρικό. Μετά εβρήκαμε ένα ρουσικό μεγάλο, στην άκρη της θάλασσας. Μετά εβρήκαμε ένα μοναστήρι Σερβικό. Μετά εφθάσαμε εις μοναστήρι ελληνικό, ονομαζόμενο ΔΑΦΝΗ. Έως εδώ εφθάσαμε κατόπιν οκτώ ημερονυκτίων πορεία. Με μεγάλη αγανάκτησην και εξάντλησην εφθάσαμε εις Μόλυβον με βενζινόπλοιο”