Παρατηρώ αυτά τα αμέτρητα περιστέρια στον ακάλυπτο….
Σε μια στιγμή απόλυτου μηδενισμού αναρωτιέμαι μα τι κάνουν όλη μέρα αυτά τα πλάσματα; Ή τι κάνουν τουλάχιστον όλο το πρωί που βρίσκονται στο οπτικό μου πεδίο;
Κάνουν σύντομα πετάγματα απ’ τα κεραμίδια στα κάγκελα απέναντι, από τα κάγκελα ξανά πίσω στις τρύπες-φωλιές ανάμεσα στις πέτρες του τοίχου κι από κει στην ελενίτ στέγη πιο κάτω. Ξανά απ’ την αρχή. Απ’ τα κάγκελα, στα παράθυρα, από κει, σε κάτι εξέχοντα σίδερα απομεινάρια δόμησης και στερέωσης. Στοιβάζονται μαζί, δεν αντέχουν, φεύγουν. Πετούν με ορμή, πέφτουν καμιά φορά στα τζάμια μας, αφήνοντας μετά τον ηχηρό κρότο και μερικά πούπουλα. Δεν πτοούνται ωστόσο απ’ τη σύγκρουση, συνεχίζουν αυτό το άνευ λόγου πέταγμα, σε αυτό τον περιορισμένο χώρο.
Θυμήθηκα το πρώτο διαμέρισμα στους Αμπελόκηπους. Στο γκρίζο βαθύ ακάλυπτο. Φανταστικό αίθριο, ανάσα στις γκρι-καφέ πενταόροφες πολυκατοικίες. Ήταν κι εκεί γεμάτο περιστέρια και δεκοχτούρες. Στη παρατημένη γλάστρα του εξωφρενικά μικρού μπαλκονιού του τρίτου ορόφου, που άπλωνα τα ρούχα μου, είχε αφήσει δυο αβγά μια δεκοχτούρα. Ερχόταν κάθε μέρα τα κλωσούσε. Έφευγε, πετούσε από παράθυρο σε παράθυρο, από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, ξαναγυρνούσε, κλωσούσε. Όλη μέρα, ξανά και ξανά.
Τα ένα αβγό έσπασε. Το μικρό δεν άντεξε, απ’ την πρώτη μέρα τελείωσε κιόλας. Υπέθεσα ότι η μαμά ήταν άμαθη, γιατί για να συνεχίσει να κλωσά το άλλο αβγό, πρακτικά πλάκωνε τον νεοσσό της, ίσως γιαυτό δεν τα κατάφερε.
Δυο μέρες μετά ξεπετάχτηκε το δεύτερο. Μου ‘κανε εντύπωση ήταν φωνακλάδικο πολύ. Έκλαιγε όλη μέρα. Στημένη στο παράθυρο όλη μέρα, διαπίστωσα ότι η μαμά είχε εξαφανιστεί, δεν ήρθε το μεσημέρι, δεν ήρθε το βράδυ, αυτό έκλαιγε. Η μικρή μου παρέμβαση να το ταΐσω, χωρίς να το ακουμπήσω κιόλας πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, δεν ήταν αρκετή για την επιβίωσή του. Το μικρό έσβησε κι αυτό, σίγησε το άλλοτε πολύβουο μπαλκόνι. Έμεινα με τη σιγή και με την απορία, μα που είχε πάει η μάνα;
Δύο μέρες μετά, άκουσα θόρυβο απ’ το σημείο της φωλιάς κι ανοίγοντας την κουρτίνα, είδα τη μάνα στη γλάστρα. Οι ήχοι της ήταν διαφορετικοί. Έκλαιγε….
Τι να έκλαιγε άραγε; Και γιατί της πήρε τόσο πολύ για να γυρίσει; Να έκλαιγε το χαμένο νεοσσό; Να έκλαιγε την καθυστέρησή της; Να έκλαιγε την νεότητα και την απειρία της; Τι ;
Επιστρέφοντας στον ακάλυπτο του σήμερα, τι κάνουν αυτά τα περιστέρια όλη μέρα ;
Τα ξαναβλέπω.
Δείχνουν τα φτερά τους, κορδώνονται, τσιμπιούνται, ενοχλούν το ένα το άλλο, πειράζονται, κυνηγιούνται, φιλιούνται.
Φιλιούνται, αυτό κάνουν όλη μέρα. Ερωτεύονται και κυνηγούν το ένα το άλλο. Φεύγουν, ξαναγυρνάνε. Ερωτεύονται, ζουν.
Σε μια στιγμή απόλυτου μηδενισμού βρήκα το νόημα της ζωής κοιτάζοντας τα περιστέρια του ακάλυπτου. Δε θα μπορούσε να γίνει καλύτερα. Έσκασα ένα χαμόγελο.
Φωτό: Pexels George Desipris