Search

Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία… Από την Όλγα Χιώτη

Πρωί Χριστουγέννων, μόλις που είχαμε σηκωθεί τα παιδιά, χτυπούσε το κουδούνι. Ο παππούς, πρώτος, μόλις είχε γυρίσει από την εκκλησία. Ψέμα βέβαια γιατί δεν πήγαινε εκκλησία κι επίσης η λειτουργεία της ημέρας είχε τελειώσει πολύ νωρίτερα. Η αλήθεια ήταν ότι τον έδιωχνε η γιαγιά μου για να φτιάξει απερίσπαστη τα ντολμαδάκια. Ο παππούς κρατούσε κάθε χρόνο μια ανθοδέσμη από κόκκινα και άσπρα γαρίφαλα. Η γιαγιά του έλεγε πως τα γαρύφαλλα τα πάνε στις κηδείες αλλά ο παππούς ήταν ρομαντικός αριστερός και δεν μπορούσε τίποτε άλλο εκτός από γαρύφαλλα να φέρει. Επιπλέον ο φίλος του ανθοπώλης, ο Γαλάνης του έφτιαχνε μια τόσο όμορφη χριστουγεννιάτικη ανθοδέσμη.

Άνοιγα την πόρτα παραλάμβανα την ανθοδέσμη «για τη μαμά σου» έλεγε. Η νύφη του και μαμά μου του έψηνε καφέ καθώς τύλιγε μπουρεκάκια και επιβλέποντας το γεμιστό στο φούρνο. Εμβόλιμα του έδινε να δοκιμάσει και το τζατζίκι μην είναι πολύ στο σκόρδο.

Μετά το καφεδάκι, ξεκινούσε το ουζάκι! Με το μπαμπά έπιανε τη κουβέντα συνήθως γλυκά μάλωναν γιατί ο μπαμπάς δεν ακολούθησε την αριστερή παράδοση της οικογένειας αλλά αγάπησε και πίστεψε τον Ανδρέα. “Αυτός μωρό μ’ μόνο τον ποδόγυρο κοιτά, δε ξέρει από πολιτική. Αλλάξανε τα πράματα πια. «Αχ» μουρμούριζε η μαμά «κι ο Καραμανλής αποσύρθηκε δια της προεδρίας» «Ποιος θα μας σώσει αν χρειαστεί;» «μμμ» μουρμούριζε ο μπαμπάς «σωθήκαμε». «Αφού εσένα ο Κοκός σ’ άρεσε πάντα» «Ως άντρας μ’ άρεσε», έλεγε η μαμά, «κι επειδή με τραβούσε η αριστοκρατική καταγωγή του» Τρεις ώρες αργότερα και μετά οριακούς πολιτικούς καβγάδες, με τα χέρια του παππού να χαϊδολογούν μαλλιά εγγόνας, κατέφθανε η γιαγιά με τον τζετζερέ ανά χείρας.

Εκεί μπροστά όταν άνοιγε η πόρτα αυτή η ταλαίπωρη μαύρη γυναίκα, χαμογελούσε. Μία απ’ τις λίγες φορές που χαμογελούσε. Ο τζετζερές είχε τα πιο γευστικά ντολμαδάκια, μαζί με λίγους κρεμμυδοντολμάδες που μαζί μαγειρεμένα πάντρευαν καταπληκτικές μυρωδιές και γεύσεις. Η έλευση της γιαγιάς σήμαινε πως θα καθόμασταν στο τραπέζι αλλά δε θα ακόμη δεν θα τρώγαμε…θα περιμέναμε το θείο μου που πάντα ξενύχτης ερχόταν κατά τις δύο, αφού η γιαγιά τον είχε πάρει τέσσερα τηλέφωνα (ανά δέκα λεπτά). Στις δύο όμως τελικά πάντα έφτανε σπίτι και μπορούσαμε να ξεκινήσουμε! Κάθε κουβέντα που ξεκινούσε κατέληγε σε μια ιστορία μυθικών διαστάσεων. Εκεί που ο παππούς θα μας έλεγε επιτέλους για τη μέρα που συνάντησε και συνομίλησε με το Βενιζέλο. Με το που ξεκινούσε ο παππούς πεταγόταν η γιαγιά «ώχου βρε Νίκο πάλι τα ίδια» « κάθε χρόνο τα ίδια ακούμε την ίδια ιστορία» «άσε με βρε Ζωγραφία μια φορά ολόκληρη δεν την είπα». Ποτέ δεν ακούστηκε αυτή η ιστορία τελικά. Τα τελευταία Χριστούγεννα που περάσαμε μαζί με πήρε παράμερα και μου την εξιστόρησε. Είχε δει ο Βενιζέλος ένα απ’ τα γλυπτά του. Του ‘πε πως είναι αντάξιος του Χαλεπά. Μα γιατί δεν ήθελε η γιαγιά να ακουστεί η ιστορία; «Γιατί μωρό μου για να γίνω Χαλεπάς θα ‘πρεπε να πεινάσουμε, δουλειά δεν θα ‘κανα αν έκανα τέχνη. Και Χριστούγεννα η γιαγιά δε ήθελε να καταλήγαμε πως έχουμε πεινάσει κιόλας επειδή ήθελα την τέχνη και δε κοιτούσα τη δουλειά…

Πάλι ο μπαμπάς σου μ’ έβγαζε τα σχέδια, αυτός είχε χέρι στο μολύβι εγώ στο σκαρπέλο. Δε γινόταν μωρό μ’ δε γινόταν. Ήθελα, αλλά δε γινόταν.

Ναι παππού αλλά οι ιστορίες είναι ωραίες. «ωραίες είναι μωρό μ’ μα καμιά φορά πονάνε»

Έλα παππού Χριστούγεννα είναι. Κι εσύ είσαι ο δικός μας Χαλεπάς….

Χριστούγεννα με μυρωδιές, γεύσεις κι ιστορίες που γίνονται αναμνήσεις, που γίνονται χαλί να πατήσεις για να φτιάξεις ένα γλυκό από θύμησες παρόν.

Χαρούμενα Χριστούγεννα!

photo pixabay