Δεύτερος σταθμός του εορταστικού Δωδεκαήμερου η Πρωτοχρονιά, πρώτη μέρα του χρόνου κι εορτή του Μεγάλου Βασιλείου. Την παραμονή θα κρεμάσουν πάνω στην εξώπορτα ένα κλωνάρι ελιάς με πολλές ελιές για ευκαρπία, ένα κλαδί λισσό (κισσό), «για να λυσσάξουν τα καλά», ένα κλωνάρι βατσ’νιά, «για να κολλούν οι γαμπροί κι οι νύφες», αν το σπίτι έχει ανύπαντρες νέες ή νέους, κι ένα κλωνάρι συκιάς, όταν το σπίτι έχει ξενιτεμένο. Πρέπει τα κλωνάρια αυτά να μην κοπούν από κτήμα γρουσούζη, για να μην πάρουν τη γουρσουζιά του. Διαλέγουν κλωνάρια από κτήμα καλού και ευκατάστατου ανθρώπου, για να μπουν τα πλούτη και η καλοσύνη και στο δικό τους σπιτικό. (γράφει η Μυρσίνη Βουνάτσου)
Η προσμονή μικρών και μεγάλων μέχρι να φτάσουν τα μεσάνυχτα είναι μεγάλη. Βέβαια η νοικοκυρά δεν σταματά τις ετοιμασίες. Σε περίοπτη θέση η βασιλόπιτα, με την τυχερή «παράδα» τυλιγμένη σε βαγιόφυλλο, με ένα σταυρό πάνω κι άλλα πλουμιά καμωμένα με ζύμη.
Το κόψιμο της βασιλόπιτας, με την έλευση του νέου χρόνου στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, αποτελεί πραγματική οικογενειακή ιεροτελεστία. Ο πατέρας, αφού τη σταυρώσει τρεις φορές, αρχίζει να την κόβει σε φέτες: «τ’ Χριστού, τ’ς Παναγιάς, τ’ Άγιου Βασίλ’ , τ’ σπ’κιού, τ’ς μπακής, τ’ πατέρα, τ’ς μάνας…» και όλων των άλλων μελών της οικογένειας κατά ηλικία, παρόντων και μη. Δεν παραλείπουν να κόψουν και το κομμάτι των κτημάτων, των ζώων του σπιτιού και τέλος του φτωχού, που φροντίζουν να το δώσουν σε κάποιον φτωχό την άλλη μέρα ή να το αφήσουν στη βρύση. Ο τυχερός που θα βρει «κ’ παράδα» πρέπει να κοιμηθεί «σκ’ μπακή, μέσα στ’ άχυρα», για να σκορπίσει η τύχη του στην αποθήκη με τα γεννήματα (εμπατή>μπακή) και να είναι γεμάτη όλη τη χρονιά. Το τυχερό νόμισμα το βάζει στο εικόνισμα ή στο πορτοφόλι του και το κρατά όλο το χρόνο, για να του φέρνει γούρι. Για να μην κλαίνε τα μικρά παιδιά, αν δεν βρουν τον παρά, οι γονείς τους τρυπώνουν κρυφά στο κομμάτι τους ένα νόμισμα, την«τρυπουκήρα». Τα κομμάτια του Χριστού, της Παναγιάς και του Αγίου Βασιλείου τα φυλάγουν για το ποδαρικό. Το κομμάτι των ζώων το ταΐζουν στα οικόσιτα ζώα τους, γιατί«θα περάσει το βράδυ ο Άγιος Βασίλης, θα ρωτήσει τα ζώα αν έφαγαν κι αυτά από την πίτα του και θα τα ευλογήσει».
Παραδοσιακό έθιμο είναι και το χαρτοπαίγνιο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μετά το οικογενειακό φαγοπότι. Το παιχνίδι της βραδιάς είναι – ποιο άλλο; – “η τριανταμία”. Απλό, διασκεδαστικό και σύντομο, αναδεικνύει πολύ γρήγορα τους τυχερούς και τους άτυχους! Μικροί και μεγάλοι δοκιμάζουν την τύχη τους αυτή τη μαγική νύχτα, που αλλάζει ο χρόνος κι όλοι ευχόμαστε ν’ αλλάξει και η ζωή μας προς το καλύτερο.
Τα παλιά χρόνια, οι μπουρούδες των τριών ελαιοτριβείων του χωριού (Ελαιουργικού Συνεταιρισμού, Μαρίας Παπουτσάνη, Γιώργου Παπουτσάνη) σφυρίζανε πολλή ώρα, αποχαιρετώντας τον παλιό χρόνο.
Γραφικό έθιμο της Πρωτοχρονιάς το ποδαρικό, εξακολουθεί να επιζεί. Χαράματα η νοικοκυρά ή ο νοικοκύρης ή ο τυχερός που βρήκε το νόμισμα πηγαίνει αμίλητος στη βρύση της γειτονιάς κι αφήνει εκεί ένα φοινίκι κι ένα κομμάτι βασιλόπιτα, συνήθως το κομμάτι του Αγίου Βασιλείου, «για να το φάει ο Άγιος Βασίλης όταν θα περάσει», ή το κομμάτι του φτωχού (πρβλ. «το τάισμα της βρύσης»), που πιστεύουν ότι είναι καλό όταν το φάει κάποιος. Παίρνει το «αμίλητο νερό» και γυρίζει χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Μπαίνει στο σπίτι με το δεξί πόδι και, κρατώντας το σταμνί με το «αμίλητο νερό», ένα σιδερένιο αντικείμενο, μια πέτρα μαλλιαρή κι ένα ρόδι, κάνει ευχές για υγεία, πλούτη, ευκαρπία:
«Καλημέρα, τσι τ’ Αγιού Βασ’λιού. Γεια χαρά, καλή χρουνιά τσι καλή Προυτουχρουνιά.»
Πιάνει το σιδερένιο αντικείμενο και λέει:
«Σίδηρου πάνου, σίδηρου κάτου, σίδηρου τσι γοι αθρώπ’ π’ είνι μέσα στου σπίκ’.»
Προχωρώντας προς τη μέση της αυλής, εύχεται:
«Σα π’ βαρούν τα σίδηρα, να βαρεί η κισέ μας» (το πορτοφόλι μας) και ρίχνει κάτω το σιδερένιο αντικείμενο.
Χύνει το «αμίλητο νερό» κάτω και στις γωνιές κι εύχεται:
«Σα π’ σκουρπά του νιρό, να σκουρπίσ’ του μπιρικέτ’ μέσα στου σπίκ’ μας» ή«Σα π’ σκουρπά του νιρό, να σκουρπίσουν τα καλά μέσα στου σπίκ’μας».
Κρατά μια πέτρα και λέει:
«Σα π’ βαρεί η πέτρα, να βαρεί η κισέ τ’ νοικουκύρ’».
Το είχαν σε καλό να είναι η πέτρα μαλλιαρή και να εύχονται:
«Σαν που ’νι ντυμέν’ η πέτρα, να είνι τσι του σπίκ’ μας ντ’μένου».
Μετά βάζει κάτω την πέτρα, σηκώνει το ρόδι ψηλά, το πετά με δύναμη κάτω και, καθώς σπάει και σκορπά, λέει:
«Σα π’ είνι του ρόδ’ γιμάτου, να είνι τσι του σπίκ’ μας γιμάτου» ή «Σα π’ σκουρπά του ρόδ’, να σκουρπούν τα καλά μέσα στου σπίκ’ μας».
Και συμπληρώνει:
«Σα π’ σκουρπά του ρόδ’, να σκουρπίσουν ούλ’ οι οχτροί μας».
Παρ’ όλο που το τελετουργικό είναι τυπικό, η διατύπωση, η σειρά και το περιεχόμενο των ευχών είναι πιο ελεύθερα και σχετικά με τις ιδιαίτερες ανάγκες και επιθυμίες της οικογένειας. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι κάποιο παιδί στο Παλαιοχώρι έκανε την παρακάτω ευχή: «Σα π’ σκουρπά του ρόδ’, να σκουρπίσουμι ούλ’ απού του σπίκ’ μας». Και – από σύμπτωση; – τα περισσότερα αδέλφια ξενιτεύτηκαν στην Αυστραλία.
Τους σπόρους από το ρόδι θα τους δώσουν να τους φάνε οι κότες, για να γεννούν πολλά αυγά.
«Ποδαρικό» κάνει επίσης ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Πρέπει να είναι καλοπόδαρος, γουρλής κι ανοιχτόκαρδος, για να πάει ο χρόνος καλά. Το ’χουν σε καλό να τους κάνει ποδαρικό ένα αμφιθαλές αγοράκι, που ζουν δηλαδή κι οι δυο γονείς του.
Έπειτα βάζουν τα σκολιανά τους ρούχα και πάνε στην εκκλησία. Φροντίζουν να φορέσουν κάτι καινούργιο, «για να μην τους κατουρήσει ο Καινούργιος Χρόνος». Την Πρωτοχρονιά λένε «Καλημέρα» όλη μέρα. Αποφεύγουν όμως να κάνουν επισκέψεις σε σπίτια, γιατί μπορεί να θεωρηθούν γρουσούζηδες και κατσικοπόδαροι. Κι έτσι, το τράβηγμα του αυτιού των Βασίληδων που γιορτάζουν γίνεται στους δρόμους, που αντηχούν από τις ευχές: «Τσι τ’ χρόν’», «Χρόνια Πουλλά». Οι εορτάζοντες κερνούν τους φίλους τους στο καφενείο, που είναι γεμάτο, αφού κανείς δεν πηγαίνει στα κτήματα αυτή τη μέρα.
Επίσης, καλό είναι, αν δουν άσπρο αρνί, γιατί θα είναι «άσπρος» ο χρόνος γι’ αυτούς. Το αντίθετο, αν δουν μαύρο αρνί. Πιστεύουν ακόμα πως, αν είναι γουρλής ο πρώτος που θα δουν το πρωί της Πρωτοχρονιάς, ο χρόνος θα είναι γουρλίδικος. Αν δουν άτυχο ή γουρσούζη, ο χρόνος θα είναι κακός. Την Πρωτοχρονιά δεν δίνουν έξω από το σπίτι διάφορα αντικείμενα, δεν δανείζουν χρήματα και δεν εξοφλούν χρέη, για να μη φεύγουν έξω τα καλά της οικογένειας. Προσπαθούν να μην μαλώσουν, για να πάει καλά ο χρόνος. Γενικά κάνουν ό,τι καλό θα ήθελαν να γίνεται όλο το χρόνο κι αποφεύγουν ό,τι δεν επιθυμούν να τους συμβεί. Η μέρα αυτή είναι άγια και μαγική κι ελπιδοφόρα.
Στο μεσημεριανό τραπέζι είναι μαζεμένη όλη η οικογένεια. Αν έχουν ξενιτεμένο ή ναυτικό ή στρατιώτη, τον θυμούνται και πίνουν στην υγειά του με δάκρυα συγκίνησης. Τα ψίχουλα του μεσημεριανού τραπεζιού τα μαζεύουν, για να τα σκορπίσουν στα κτήματα μαζί με τον αγιασμό των Φώτων. Όσες οικογένειες έχουν πένθος δεν κάνουν εορταστικές ετοιμασίες. Οι συγχωριανοί όμως δεν παραλείπουν να στείλουν γλυκά ή άλλα φαγώσιμα σε πενθούντες, σε μοναχικούς γέροντες, σε πολύ φτωχούς.
Δεν υπάρχει κάποιο ειδικό φαγητό για τη μέρα αυτή, αλλά συνηθίζουν τη σούπα βοδινού, χοιρινό σελινάτο, λαχανοντολμάδες ή ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα και αυγολέμονο, κρέας ψητό ή λεμονάτο. Η φτώχεια, μόνιμη σύντροφος των αγροτών, δεν εμπόδιζε τους Παλιοχωριανούς να φάνε «σαν άρχοντες» τη μέρα τούτη, να καλωσορίσουν με γλέντι τον Καινούργιο Χρόνο, να πιουν, να τραγουδήσουν, να χορέψουν μέχρι το πρωί. Αυτό το χαρακτηριστικό, που διακρίνει όλους σχεδόν τους Έλληνες, κάνει τους ξένους ν’ απορούν, ακόμα και να κατηγορούν τον εργατικό ελληνικό λαό…
Το πρωί όλοι πάνε στην εκκλησία, εκτός βέβαια απ’ αυτούς που το έριξαν στο τζόγο,«για το καλό του χρόνου». Μετά τον εκκλησιασμό, παρέες παιδιών, μ’ ένα καλάθι στο χέρι, χτυπούν τις πόρτες και ψέλνουν «τουν Άγιου Βασίλ’», τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα δηλαδή. Η σπιτονοικοκυρά τους δίνει χρήματα, μελωμένα φοινίκια, πορτοκάλια, καρύδια και παλιότερα σύκα, που τα έκρυβαν «για να μην τα κατουρήσουν οι καλικάντζαροι».
Παλιά οι κοπέλες πήγαιναν βόλτα στη «Βίγλα» ή στη «Φούσα» δυτικά του χωριού, απ’ όπου αντικρίζεις τη Μελίντα, επίνειο του Παλαιοχωρίου, και πέρα μακριά τη Χίο και τα παράλια της Ιωνίας. Το απόγευμα πάλι βόλτα στον «Άνεμο», λίγο πιο πέρα από το σχολειό, στον αμαξιτό δρόμο προς «Διακλάδωση». Το βράδυ το γλέντι επαναλαμβάνεται στα καφενεία, με την ονομαστή «Πλαγιώκ’σα» μουσική ή Παλιοχωριανούς μουσικούς: τον αείμνηστο ακορντεονίστα τραγουδιστή Παντελή Ι. Σκυβαλάκη, «τα Παντελέλια»Μανώλη, Βαγγέλη και Παναγιώτη, το Γιώργο και το Δημήτρη Γανώση, τον Ποσειδώνα Καραβά, τους δυο γιους και τον εγγονό του, τον Ηλία Ανδρόνικο σήμερα και άλλους.
H Πρωτοχρονιά στην Μυτιλήνη συνοδεύονται από έθιμα όπως το «ποδαρικό», με το σπάσιμο του ροδιού (σύμβολο αφθονίας) στην είσοδο του σπιτιού και την «ξεχασμένη» μεταφορά «αμίλητου» νερού.
Το «αμίλητο νερό» είναι το αγίασμα απο την Παναγιά την Φανερωμένη στην αγοράς. Η μεταφορά του γινόταν στο κουμάρι και όση ώρα περιίμενε στην ουρά αυτός που θα μετέφερε το νερό , πρίν και κατα την μεταφορά δεν έπρέπε να μιλήσει σε κανέναν , ούτε στον δρόμο! Αυτό το νερό το μοίραζαν στα συγγενικά και φιλικά τους σπίτια και μ αυτό ράντιζαν τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού οι νοικοκυράδες για καλή τύχη!Η εκκλησίτσα συνεχίζει να ανοίγει κάθε νέο έτος τις πόρτες της και το αγίασμά της είναι πάντα προσιτό σε όλους.