Search

“Τι να ΄χες στο μυαλό σου αγόρι μου;” Από την Όλγα Χιώτη

Για τον έφηβο που πνίγηκε στο θαλάσσιο δρόμο για την Ιταλία με τον ραμμένο στα ρούχα έλεγχο…

Σε ό,τι διάβασα υπήρχε μια σταθερή αναπαραγωγή μιας κουβέντας “ήθελε να δείξει σε όλους εμάς τους ευρωπαίους πόσο καλός ήταν. Μέσα στη θλίψη και το προσωρινό ταρακούνημά μας, θα ‘θελα ο καθένας από μας να έδινε τη δική του ερμηνεία-εικόνα για το γιατί, η πιο πολύτιμη αποσκευή του, ήταν οι βαθμοί του. Γιατί ένα παιδί σε αυτή την ηλικία ήταν υποχρεωμένο να δείξει την αξία του; Γιατί το ‘ραψε όπως ράβουν άλλοι τα χρήματα σε ένα τέτοιο ταξίδι.

Ας έδινε ο καθένας μας τη σκέψη του, τι να ‘χε στο μυαλό του αυτός ο νέος. Πόση επιπλέον επιμέλεια έδειξε όταν φρόντισε να κάνει το πανωφόρι του φάκελο και να τοποθετήσει μέσα του ένα μήνυμα. Κι αυτό το μήνυμα ενώ προοριζόταν για λίγους, μοιραία κατέληξε να το μάθει όλος ο κόσμος και να γίνει τελικά άλλη μια φωνή ενάντια σε αυτό το κακό που σκοτώνει άδικα τα παιδιά.

Μαζί με αυτό το αγόρι να πνίγηκε τόσο εξόφθαλμα η ελπίδα που δίνει, που φαντάζει μάλλον πως δίνει αυτός ο φωτισμένος δυτικός κι ευρωπαϊκός πολιτισμός, σε νέους που διψάνε να πιάσουν τη ζωή στα χέρια τους και να τη στύψουν.

Ας έδινε ο καθένας από μας την προβολή της εικόνας αυτού του παιδιού όταν θα ετοίμαζε την αποσκευή του. Την αγωνία του, τη κρυφή χαρά του, που σκέφτηκε να κουβαλήσει μαζί του την προίκα του που θα τον έκανε να ξεχωρίσει από τους άλλους. Άλλο ένα διαβατήριο θα ήταν…

Και τον φαντάζεστε καθισμένο σε ένα παλιοκρέβατο ή καθισμένο οκλαδον σε μια χωμάτινη αυλή, καταμεσήμερο με ζέστη, να τον χτυπά ο ήλιος να λαμπυρίζουν τα μάτια του, κι αυτός να ανεβάζε το βλέμμα του ψηλά, να χαμογέλαγε και να σκεφτόταν «έχω μέλλον», «το ‘χω δω, το κουβαλώ μαζί μου». «Είμαι κάποιος».

Αυτός ο νεαρός που τόσο βίαια και γρήγορα μεγάλωσε, σε βάρος της παιδικότητάς του, που υποχρεώθηκε να νιώσει την αγωνία της επιβίωσης και κάπου στο βάθος του μυαλού του, έβαλε το θέλω του, να φύγει για να έχει την ευκαιρία του στη ζωή. Κάπου στο βάθος της καρδιάς του έβαλε ένα χαρτί, αυτό π ’απόμεινε για μας να του το βρούμε. Δάσκαλοι όλοι γίναμε σήμερα γιαυτό το παιδί κι είδαμε τους βαθμούς του, γίναμε κι εμείς παιδιά, κι έγινε κι αυτός παιδί μας.

Μας απόμεινε έτσι βιαστικά που τον γνωρίσαμε πριν τον ξεχάσουμε-για άλλη μια φορά- να αναγνωρίσουμε τη θέρμη της ελπίδας που ‘φερνε μαζί του, στο ρούχο του μέσα, τ’ αγόρι που άφησε τη πνοή του στη θάλασσα, τ ’αγόρι που εκεί κάτω απ’ τον ήλιο, ίσως μετά μ’ ένα ξυλάκι στο χώμα να σχεδίασε το μέλλον του. Και πως αυτή η θάλασσα που μας ξεπλένει όλους, τρώει έτσι άδικα αυτά τα νιάτα; Πώς σήκωσε ένα κύμα κι έσβησε τα ίχνη αυτού του θέλω;

Τι να ‘χες στο μυαλό σου αγόρι μου καλό; Τι να ‘χες; Τι έφερνε η καρδιά σου μέσα; Τι εικόνες είχες στο μυαλό σου; Πως θέλησες το αύριο; Γιατί αυτό όταν ήρθε δε σ’ άφηνε να ζήσεις κι ας μη γνωρίζαμε ποτέ την ύπαρξή σου; Ας ήτανε αυτό…κι ας ζούσες.

Τι να’ χες στο μυαλό σου αγόρι μου;