Search

Όταν μια Μυτιληνιά της Διασποράς ανακαλύπτει την μικρασιατική της καταγωγή

“Όταν μια Μυτιληνιά  της  Διασποράς ανακαλύπτει την μικρασιατική  της καταγωγή .

Η εμπειρία  της  Καταστροφής : Τραύμα και συνάμα Δημιουργία “

Ελευθερία- Λίμπυ  Τατά – Αρσέλ – Καθηγήτρια Ψυχολογίας

Η Ελληνικής καταγωγής Λίμπυ Τατά Αρσέλ γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1940. Είναι κλινική ψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κοπεγχάγης στη Δανία. Στις αρχές του 1980 ίδρυσε με άλλες καθηγήτριες το διεπιστημονικό Κέντρο Γυναικείων Σπουδών του Πανεπιστημίου Κοπεγχάγης. Έχει κάνει μεταξύ άλλων έρευνα στις απόπειρες αυτοκτονίας γυναικών, στα ψυχικά τραύματα προσφύγων, στα βασανιστήρια γυναικών και ανδρών και στο βιασμό γυναικών σε περίοδο πολέμου. Εισήγαγε στο Πανεπιστήμιο Κοπεγχάγης τον τομέα της Ψυχοτραυματολογίας μετά από θητεία σε διεθνή οργανισμό για την αποκατάσταση θυμάτων βασανιστηρίων. Διετέλεσε διευθύντρια προγραμμάτων βοήθειας για πρόσφυγες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ήταν 7 χρόνια σύμβουλος στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη για τα εγκλήματα πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Έχει δημοσιεύσει πληθώρα άρθρων και βιβλίων. Υπήρξε  μέλος του Δανικού Παρατηρητηρίου για τη Βία κατά των Γυναικών.

 

Πόσα χρόνια είσαστε στο εξωτερικό ; Μετά απ’ αυτό αισθάνεστε λιγότερο Ελληνίδα;

Λ. Τ. Α. Τρομάζω και που σας το λέω, ότι μένω στη Δανία  εδώ και 52 χρόνια  επειδή  παντρεύτηκα Δανό. Η αλήθεια  είναι όμως ότι ποτέ δεν άφησα  την Ελλάδα και τη Μυτιλήνη. Τα τελευταία 30 τουλάχιστον  χρόνια έρχομαι 4 με 5 φορές το χρόνο στην Ελλάδα  και τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο στη Μυτιλήνη. Η Ελλάδα είναι πάντα ζωντανή  στη σκέψη μου και στη ζωή μου. Πρώτα, γιατί  όλη μου η οικογένεια και πολλοί καλοί μου φίλοι ζουν εδώ  και  γιατί μετά  από το 1981  και μέχρι σήμερα  έχω  συνεργασίες σε  επιστημονικές έρευνες και δημοσιεύσεις  με Ελληνικά Πανεπιστήμια και οργανισμούς,  οι οποίοι με καλούν συχνά για μαθήματα  και εκδηλώσεις. Τις επεδίωξα αυτές τις συνεργασίες και για να έχω την ευκαιρία να έρχομαι συχνότερα, αλλά  και για να μπορέσω να μεταφέρω στην Ελλάδα μεθόδους και  θέματα, στα οποία η Δανία είναι πιο προχωρημένη από την Ελλάδα. Μ αυτόν τον τρόπο δεν έπαψα ποτέ να αισθάνομαι Ελληνίδα.  Όταν με ρωτάτε όμως αν αισθάνομαι λιγότερο Ελληνίδα μετά από τόσα χρόνια , είναι  σαφές ότι από τη στιγμή που αισθάνομαι απόλυτα ενσωματωμένη στη δεύτερή μου πατρίδα τη Δανία,  δεν μπορώ παρά να αισθάνομαι και Δανή. Σε μερικά πράγματα δρω και σκέπτομαι διαφορετικά απ’ ότι μια ανάλογη  Ελληνίδα, ένα γεγονός που μου το θυμίζει η οικογένεια μου  αποκαλώντας με περιπαιχτικά « η Δανέζα μας ». Έχω δηλαδή μια σύνθετη ταυτότητα Ελληνίδας, Δανής, Ευρωπαίας και λίγο Μικρασιάτισσας και δεν βλέπω καμιά σύγκρουση σ’ αυτό. Αντίθετα το θεωρώ σαν ένα πλούτο στη ζωή μου.

Η κόρη της Λίμπυ, Nastja Arcel, καταξιωμένη ηθοποιός  του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Η κόρη της Λίμπυ, Nastja Arcel, καταξιωμένη ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου.

 Ποια είναι η σχέση σας σήμερα, με την γενέτειρά σας;

Λ. Τ. Α. Η Μυτιλήνη είναι η γενέτειρά μου,  εδώ μένει το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειάς μου, κάθε γωνιά της μου θυμίζει την ιστορία της ζωής μου και η  ομορφιά της μου  έχει αιχμαλωτίσει  την καρδιά  για πάντα.  Όταν πουλήσαμε το πατρικό μας,  μετά τον θάνατο των γονιών μας,  δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δεν θα είχα μια διεύθυνση στην ιδιαίτερη πατρίδα μου. Γι’ αυτό  αγόρασα ένα μικρό διαμέρισμα,  που έχει και το προτέρημα ότι από κει μπορώ να θαυμάζω την Ανατολή την πατρίδα της μητέρας μου.  Εκτός αυτού έχουμε ένα εξοχικό στο Πετρί, κοντά στην Πέτρα τη γενέτειρα του πατέρα μου,  όπου  περνάω όλα τα καλοκαίρια με τον άνδρα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Τα παιδιά μου,  τα οποία μιλάνε, γράφουν και διαβάζουν Ελληνικά,  αισθάνονται πολύ δεμένα με την Ελλάδα και δεν μπορούν να αντέξουν αν δεν επισκεφτούν την Μυτιλήνη  κάθε καλοκαίρι. Έχω «ξεναγήσει» τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου σε συμβολικές γειτονιές της Μυτιλήνης κι ελπίζω έτσι να δεθούν με τη Μυτιλήνη μας όπως κι εγώ.

Στο επίπεδο συνεργασίας  με την Ελλάδα,  ήμουν  μέχρι πρόσφατα μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Γραμματείας Ισότητας και συνεργάζομαι  ακόμα με Ελληνίδες επιστήμονες για το θέμα της βίας εναντίων  των γυναικών. Συνεργάστηκα ακόμα και με τον Συνήγορο του Πολίτη για το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης των γυναικών στο χώρο εργασίας.  Έγραψα  εθελοντικά δυο βιβλία για τη Γραμματεία,  τα όποια εκδόθηκαν το 2011 και τα οποία είναι αναρτημένα στην ιστοσελίδα της Γραμματείας. Επίσης  πραγματοποίησα  διαλέξεις και εποπτεία για το θέμα , ως  προσκεκλημένη του Δήμου Αθηναίων.

Αυτή τη  στιγμή φεύγουν χιλιάδες  νέοι από την Ελλάδα για το εξωτερικό .Τελικά η Ελλάδα, διώχνει τα παιδιά της;

Λ. Τ. Α.  Δεν μπορώ να απαντήσω στην ερώτηση με λίγα λόγια  . Στο μέτρο που πάμπολλοι οργανισμοί και γενικά η  Ελληνική κοινωνία  δεν λειτουργεί   με αξιοκρατικά κριτήρια,  αλλά με «πολιτικό μέσον»,  αυτή η ευνοιοκρατία και η κομματοκρατία  πάντα θα αφήνει πολλά αξιόλογα άτομα που δεν έχουν αυτό το μέσον,  έξω από τα πράγματα.  Αν δεν θέλουν να χαντακωθούν,  αλλά να προοδεύσουν,  τότε αναγκάζονται να αναζητήσουν ευκαιρίες σε άλλες χώρες. Οι Έλληνες από φτωχές περιοχές,  όπου οι πολιτικοί δεν φρόντισαν για θέσεις εργασίας,  ζητάνε καλύτερη μοίρα αλλού. Διάβασα πρόσφατα ότι η Ελλάδα παρά την τρομακτική  ανεργία στην ομάδα των νέων δεν έχει εκμεταλλευτεί τα κονδύλια που παρέχει η Ευρωπαική  Ένωση γιαυτό το σκοπό, παρά  μόνο στο ελάχιστο .Είναι να εξανίσταται  κανείς  γι αυτή  την  Εγκληματική αδιαφορία και αυτοκαταστροφικότητα!! Και δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας που γίνεται αυτό.

Θυμηθείτε π.χ.  τις τεράστιες απώλειες που υπέστη η Ελλάδα, κατά  την γνώμη μου  μέχρι το 1974,  με το  να κρατά με το σύστημα των κοινωνικών φρονημάτων  όλο το  δυναμικό  χιλιάδων  αριστερών προικισμένων ανδρών και γυναικών  στο περιθώριο,  αποκλείοντάς τους  από το να δώσουν την συμβολή τους στην πρόοδο της Ελλάδας,  μόνο και μόνο γιατί ήταν στιγματισμένοι σαν κομμουνιστές. Και αυτό συμβαίνει σε μικρογραφία  και κάθε φορά που αλλάζει η Κυβέρνηση,  η οποία ευνοεί «τα δικά της παιδιά» και αφήνει τα άλλα απέξω.

Αυτό και μόνο το γεγονός,  αυξάνει τη διχόνοια και τα σχίσματα ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες,  αφού οι άλλοι γίνονται αντίπαλοι και ακόμα και εχθροί που περιμένουν να φύγεις εσύ για να πάρουν τη θέση σου.

Αυτή τη στιγμή υπάρχει μαζική μετανάστευση   νέων και μεγάλων ικανών ατόμων προς άλλες χώρες  και ξέρουμε από τις επιστημονικές έρευνες,  ότι τα άτομα που μεταναστεύουν και μπορούν να σταθούν σε μια ξένη χώρα είναι τα πιο ικανά,  γιατί  δεν έχουν την ευκαιρία να κερδίσουν το ψωμί τους στη χώρα που γεννήθηκαν.  Ο εγωισμός,  η απληστία και η ανευθυνότητα των   Ελλήνων  πολιτικών,  που δεν έκαναν τις παρεμβάσεις και τις επενδύσεις τότε που έπρεπε, αλλά   και η αχαλίνωτη απληστία  των δυνάμεων της αγοράς  και ορισμένων συντεχνιακών συμφερόντων που ευνοούν μια μερίδα εργαζομένων και  αφήνουν ακάλυπτη μια άλλη,  διώχνουν πραγματικά τους Έλληνες από τη χώρα τους.  Αυτοί που διώχνουν τα παιδιά δεν είναι  όμως αφηρημένα «η Ελλάδα» . Έχουν πρόσωπο,  όνομα και σαθρή  μακρόχρονη πολιτική.

Σας το λέω αυτό,  γιατί ζω σε μια χώρα όπου μπορώ να συγκρίνω και βλέπω εδώ οι πολιτικοί να φροντίζουν για τον λαό τους.  Πηγαίνουν  για παράδειγμα στη Βουλή με το ποδήλατο.  Είναι ανήκουστη η σπατάλη  που γίνεται στην Ελλάδα,  οι  βουλευτές να έχουν δωρεάν αυτοκίνητο στη διάθεση τους.  Οι βουλευτές εδώ  στη Δανία  χαλιναγωγούν  ως ένα βαθμό το «Κεφάλαιο»  και  φροντίζουν ώστε και ο φτωχός και ο άνεργος, ακόμη  και ο ανίκανος  να μπορέσει να ζήσει.  Είναι δηλαδή εφικτό να προχωρήσει μια κοινωνία χτισμένη πάνω σε μεγαλύτερη δικαιοσύνη και σεβασμό προς τον πολίτη.  Χρειάζεται όμως και ο πολίτης να είναι ενεργό μέλος και να σκέπτεται  όχι μόνο «το εγώ , εμένα και την οικογένεια μου»,   αλλά να σκέπτεται και τον διπλανό του και το κοινό καλό.

Αν και όλοι είμαστε αντιμέτωποι   με την ίδια παγκόσμια  κρίση,  βλέπω  πόσο ορθολογιστικές και δημοκρατικές λύσεις βρίσκουν οι Δανοί πολιτικοί και πόσο παράλογες και εγωιστικές  πράξεις και νοοτροπίες έχουν οι Έλληνες πολιτικοί. Αυτή η σύγκριση με πονά πραγματικά καθημερινά αυτά τα χρόνια.

 Ο γιός της Λίμπυ,Nicolaj Arcel, διάσημος σκηνοθέτης και σεναριογράφος .
Ο γιός της Λίμπυ,Nicolaj Arcel, διάσημος σκηνοθέτης και σεναριογράφος .

 Έχετε ένα πλούσιο βιογραφικό και έχετε διαπρέψει στο αντικείμενο σας στη Δανία. Στην Ελλάδα θα είχατε αναγνωριστεί το ίδιο;

Λ. Τ. Α. Με την προϋπόθεση ότι θα στεκόμουν με το ίδιο πτυχίο στο χέρι και με την συνθήκη για την οποία μίλησα παραπάνω: Ευνοιοκρατία σαν μέρος της κομματοκρατίας,  πιθανόν να μην έβρισκα τις ίδιες ευκαιρίες στην Ελλάδα.

Αφού όμως ήδη ήμουν καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης,  δυο Ελληνικά πανεπιστήμια,  το Παν/μιο  Θεσσαλονίκης και το Παν/μιο  Ρεθύμνου με προέτρεψαν να ζητήσω εκεί  θέση  καθηγήτριας.  Αρνήθηκα όμως ξέροντας ότι οι συνθήκες έρευνας και διδασκαλίας θα ήταν χειρότερες από τη Δανία.  Στην επαφή μου με τα Ελληνικά Πανεπιστήμια και οργανισμούς συνάντησα  απόλυτη  αποδοχή, φιλικότητα και συνεργασία.  Αισθάνομαι λοιπόν ότι έχω αναγνωριστεί στην Ελλάδα μέσω της Δανέζικης και διεθνούς δουλειάς μου.

 Πως θα κρίνατε τη γενικότερη κατάσταση  που παρουσιάζει σήμερα η χώρα μας σε οικονομικό , πολιτικό, κοινωνικό, καλλιτεχνικό και εκπαιδευτικό επίπεδο;  Υπάρχει περίπτωση να αλλάξει η κατάσταση προς το καλύτερο;

Λ. Τ. Α. Στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο έχουμε αποτύχει – αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα έχουμε εμπεδωμένη Δημοκρατία,  με την  εξαίρεση της ύπαρξης της Χρυσής Αυγής  και τον φασισμό που  αντιπροσωπεύει. Με τη συνεχή υπονόμευση όμως των θεσμών π.χ. της πολιτικής,  του συστήματος Δικαίου,  των εργασιακών δικαιωμάτων και  την  παραμέληση της εκπαίδευσης και του συστήματος Υγείας, αλλά και την έλλειψη δυνατότητας  να βρει κανείς δουλειά, πιθανόν να οδηγηθεί η χώρα μας σε μεγαλύτερη περιπέτεια.  Τραβιέται  συνέχεια το σχοινί, πόσο θα κρατήσει;  Η δημοκρατία, η ισότητα ανάμεσα στα φύλα , η κοινωνική δικαιοσύνη  δεν είναι κατακτημένα αγαθά  μια για πάντα και γι’  αυτό είναι ζήτημα υψίστης  σημασίας να αντιδρούμε όταν βλέπουμε να καταπατώνται τα δημοκρατικά δικαιώματα.  Όσον αφορά στον κοινωνικό τομέα,   πιστεύω ότι ο Έλληνας και η Ελληνίδα  στις επόμενες γενιές πρέπει να κοινωνικοποιηθούν στην οικογένεια, στο νηπιαγωγείο,  στο σχολειό, στους χώρους εργασίας ώστε να είναι  λιγότερο εγωπαθείς,  λιγότερο αλαζόνες στην συνεργασία και να εκπαιδευτούν  ώστε να λύνουν συγκρούσεις   με τον  συμβιβασμό.  Ο συμβιβασμός έχει πάρει στην Ελλάδα μια αρνητική χροιά,  είναι σχεδόν  βρισιά όταν κάνει κανείς ένα συμβιβασμό.  Στην  πραγματικότητα όμως τίποτα δεν προχωρεί χωρίς συμβιβασμό όπου και τα δύο μέρη κερδίζουν μερικά πράγματα και χάνουν σε άλλα.  Οι ιδέες που κυριαρχούσαν μέχρι πρότινος στην Ελλάδα  ότι μπορεί κανείς  να τα έχει όλα -και τεράστια σπατάλη και σίγουρο μέλλον -και μια δίκαια κοινωνία  αλλά και ανδροκρατία και πλουτοκρατία  -και εγωπάθεια  και συνοχή στην κοινωνία – και ευνοιοκρατία  αλλά και σταθερότητα, όλες αυτές οι ιδέες  ήταν ψευδαισθήσεις. Φούσκες που έχουν τώρα ξεφουσκώσει.

Όσον αφορά το καλλιτεχνικό και εκπαιδευτικό  κομμάτι, είμαι πεπεισμένη ότι εμείς οι Έλληνες και Ελληνίδες  δημιουργούμε περισσότερο κατά τις περιόδους κρίσης. Δείτε  π.χ.  πόσο ανθεί ο Ελληνικός κινηματογράφος αυτή τη στιγμή  και ότι η θέληση του Έλληνα και της  Ελληνίδας για να εκπαιδευτεί και να προχωρήσει είναι ακάθεκτη.  Υπάρχουν  πάμπολλες πρωτοβουλίες από τους πολίτες  σε όλους τους τομείς  και κάθε φορά η καρδιά  μου φουσκώνει από περηφάνια και καταλαβαίνω ότι το έχω ανάγκη αυτό, δηλαδή να μη χάσω την ελπίδα ότι ο  Έλληνας και  η Ελληνίδα θα προχωρήσουν και θα αλλάξουν το σύστημα.

Ο Έλληνας  και η Ελληνίδα είναι μορφωμένοι περισσότερο από τον μέσο Ευρωπαίο.  Θα πρέπει όμως να αναπτύξουν    περισσότερο την κοινωνία τους  σε δυο κατευθύνσεις:

Η μια είναι να δείχνουν  περισσότερο  ενεργή συμμετοχή στα πολιτικά υπό τη σκέπη  όχι των κομμάτων που  στην Ελλάδα έχουν πια καταντήσει αντιμαχόμενες  «φυλές»,  αλλά  όλων των ειδών ενώσεων και συλλόγων πολιτών που επηρεάζουν την κοινωνία και ελέγχουν τους εκλεγμένους πολιτικούς και καθιστούν ένα πεφωτισμένο εκλογικό σώμα που δεν άγεται και φέρεται από τα κόμματα.

Η δεύτερη κατεύθυνση είναι να αναπτύξουν μεθόδους συνεργασίας και λύσεων  των προβλημάτων  σύμφωνα με  ένα μην συγκρουσιακό  τρόπο. Εδώ στη Δανία  υπάρχουν ολοκληρωμένα προγράμματα για σχολεία,  για επιχειρήσεις,  για συλλόγους που όλα έχουν τον  ίδιο σκοπό: Πώς να λύνουν καλύτερα  τα προβλήματα που παρουσιάζονται. Ακόμα και η λέξη «πρόβλημα»  έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί με τη λέξη «πρόκληση» που υποδηλώνει  μια θέληση για λύση.

Με το Δανέζικο μέρος της ταυτότητας μου  είναι τρομακτικό να βλέπω  πόσο γρήγορα αναπτύσσεται μια σύγκρουση στην Ελλάδα μεταξύ ανθρώπων  στο δρόμο, στην οικογένεια,  στην τηλεόραση,  στους χώρους εργασίας  και μέσα στα  κόμματα,  χωρίς θέληση από τα  μεμονωμένα μέρη να λύσουν την διαφορά.  Αυτή η συγκρουσιακή  νοοτροπία εξηγείται συχνά  ανοήτως και μάλιστα με κομπασμό,  με το ταμπεραμέντο «Είμαστε μεσογειακοί, εμείς οι Έλληνες έχουμε ταμπεραμέντο , όχι σαν κι εσάς τους κρύους  Βορειοευρωπαίους».  Στην πραγματικότητα είναι μια μάθηση. Μάθηση  συγκρουσιακής νοοτροπίας από μικρή ηλικία.  Τι μαθαίνουμε στα παιδιά μας;  Ότι σπείρουμε αυτά θερίζουμε. Μάθε στα παιδιά  εγωισμό,  ότι αυτό είναι κι όχι άλλο,  σύγκρουση, απολυτότητα και υποταγή αντί διάλογο  και το αποτέλεσμα είναι η συγκρουσιακή Ελληνική κοινωνία.

Η περίφημη διχόνοια  ανάμεσα στους Έλληνες που μαθαίνουμε στο σχολειό σαν ένα γεγονός,  είναι κι αυτό απόρροια μιας συγκρουσιακής νοοτροπίας που αφήνει τα δυο μέρη αδυσώπητα το ένα  ως προς  το άλλο. Μια εξαιρετική ιστορική μελέτη του καθηγητή Κώστα Κωστή ,»Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας « δείχνει π.χ.  πειστικά πώς οι αντιπολιτεύσεις αντιμάχονται λυσσαλέα την εκάστοτε Κυβέρνηση , έστω κιαν ατή ψηφίζει μέτρα που επεδίωκε και η αντιπολίτευση.

 

 Ως καθηγήτρια ψυχολογίας πως θεωρείτε ότι επηρεάζει η κρίση την καθημερινότητα των ανθρώπων;

Λ. Τ. Α. Αισθάνονται ντροπή, γιατί γίναμε οι ζητιάνοι της Ευρώπης,  αηδία με τους πολιτικούς,  χάθηκε η  ελπίδα για το μέλλον σε ορισμένες τάξεις  και για πολλούς αγωνία για το καθημερινό ψωμί.  Οι δημοκρατικές δομές υπονομεύονται και βίαιες λύσεις γίνονται αποδεκτές, βλ. Χρυσή Αυγή.

Μακρόχρονα είμαι αισιόδοξη γιατί  ενώ σε μερικές ομάδες βλέπω την  τάση να ρίχνουν  τα λάθη πάντα στους άλλους:  στην Ευρώπη, στους Γερμανούς, στο ΔΝΤ  στους Εβραίους κ.λπ. συνάμα  συνυπάρχει και  σε πολλές  άλλες ομάδες  ένας αυτοστοχασμός,  μια αυτοκριτική  για τον  τρόπο που είχαμε οργανώσει την κοινωνία μας,  δηλαδή  πόσο καταστροφικό  ήταν για μια κοινωνία  να βάζει  κανείς  πάντα  μπροστά  «το εγώ, ο εαυτός  μου  και η οικογένεια μου» και να σιωπά  και να βολεύεται όταν έβλεπε καταχρήσεις και κακοποιήσεις πού έπλητταν το κοινό καλό.

Βλέπω μια μελαγχολία και  μια απώλεια ψευδαισθήσεων  για τους πολιτικούς που μας αντιπροσώπευαν, ένα ξύπνημα στην πραγματικότητα που θα κάνει τον κόσμο να αναθεωρήσει τις αξίες του και να αναζητήσει  πάλι  μια πιο συμμαζεμένη ζωή  ανάλογα με τις δυνατότητες του αντί να ζει  σε μια ψεύτικη ευημερία.  Οι έλληνες έχουν επιβιώσει  ακόμα και σε μεγαλύτερες κρίσεις και η ευρηματικότητα τους και η όρεξη τους για ζωή θα τους βοηθήσει να ξεπεράσουν και αυτή την κρίση. Το ζητούμενο είναι να αλλάξει  η σχέση του πολίτη  ως προς την κοινωνία και  το συμφέρον του πολίτη να συνυπάρχει  με το κοινό καλό.

     Με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου σας “Με τον Διωγμό στην ψυχή “από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ  την περασμένη εβδομάδα στο επιμελητήριο Λέσβου πως θα αναλύατε την ψυχολογία των  νεοτέρων γενιών σε σχέση με  αυτό το τραύμα που προαναφέρατε;Πόσο έχουν επηρεάσει αυτές οι μνήμες τις επόμενες  γενιές και τον τρόπο που βλέπουν τους Τούρκους;

Λ. Τ. Α. Μόλις αυτήν την εβδομάδα εκδόθηκε το βιβλίο μου « Με τον Διωγμό στην Ψυχή» από τον Κέδρο όπου παρουσιάζω πως βιώνουν το τραύμα της Καταστροφής τρείς γενιές μιας Μυτιληνιάς οικογένειας, της δικής μου οικογένειας. Περιγράφω τον γυρισμό της μητέρας μου Τασίτσας  στη Μικρασιατική γή , περιγράφω τη ζωή της φτωχής προσφυγικής οικογένειας στην Πλαγιά Πλωμαρίου όπου είχαν τοποθετηθεί, περιγράφω τι μηχανισμούς επιβίωσης χρησιμοποιεί παγκόσμια η προσφυγική οικογένεια για να επιβιώσει , περιγράφω τι σημαίνει «ανθεκτικότητα « σε έναν άνθρωπο , περιγράφω τις συνθήκες των μαθητριών ραπτικής τα χρόνια εκείνα , περιγράφω το ψυχολογικό τραύμα που αφήνει η προσφυγιά διαγενεαλογικά και πώς αυτο το τραύμα σπρώχνει τελικά το άτομο στο να δημιουργήσει για να ξεπεράσει την ταπείνωση. Επαναλαμβάνω σε σύντομες ιστορικές επισκοπήσεις τα αίτια του 1ου Διωγμού το 1914 και του 2ου  το 1922.

Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι ένα από τα μεγαλύτερα τραύματα στην συλλογική μνήμη  του Έλληνα και  επισκιάστηκε μόνον από το τραύμα του Εμφυλίου.  Χάσαμε την  κατακτητική εκστρατεία,  καταστράφηκε  ο  Ελληνισμός της Μικράς  Ασίας αλλά και κάθε Μικρασιατική οικογένεια έχασε πολλά μέλη της.  Η πρώτη γενιά των Μικρασιατών μεταβίβασε την ιστορία  της στη δεύτερη γενιά απογόνων, γενιά στην οποία ανήκω κι εγώ. Και οι δυο οι παππούδες μου σκοτώθηκαν από τους Τούρκους. Ο ένας στην Πέργαμο και ο άλλος στην Πέτρα δυο μέρες πριν  απελευθερωθεί  το νησί.  Ο πόνος του χαμού των παππούδων μου -το ότι δεν γνώρισα ποτέ παππού -και ο πόνος για τα βάσανα που πέρασαν η γιαγιά μου,  η μητέρα μου και οι θείες μου  όταν ήρθαν  εδώ σαν πρόσφυγες  το 1922,  βρίσκονται  μέσα μου μόλις ξύσεις την επιφάνεια.  Και όχι μόνο σε μένα αλλά και σε όλους τους απογόνους των προσφύγων που μαζί με τα εγγόνια τους αποτελούν σήμερα κατά μια εκτίμηση το 1/3 των Ελλήνων. Η ιδεολογία που κυριαρχεί είναι ότι υπήρξαμε Θύματα (με κεφαλαίο Θ).   Είναι σημαντικό να θυμόμαστε όμως την ιστορική αλήθεια,  ότι τα μέρη από τα οποία εκδιώχτηκαν οι πρόσφυγες  ήταν πατρίδες των Ρωμιών  κάτω από την Οθωμανική  αυτοκρατορία,  αλλά δεν ήταν ποτέ  Ελληνικές πατρίδες στη νεότερη Ιστορία. Ήταν χαμένες πατρίδες για τους γονείς μας και προγόνους μας αλλά όχι δικές μας.  Γι’ αυτό, αναταράχτηκα όταν άκουσα έναν Μυτιληνιό ντόπιο  πολιτικό να λέει με επικίνδυνη δημαγωγία πριν  μερικά χρόνια,  «αυτά τα μέρη απέναντι ήταν δικά μας και θα τα ξαναπάρουμε».  Η δεύτερη και η τρίτη γενιά απογόνων των προσφύγων,  έχουν κληρονομήσει το τραύμα της πρώτης γενιάς και αισθάνονται  όταν είναι παιδιά  μίσος για τους Τούρκους  που μεταβάλλεται  όμως στην  ώριμη ηλικία σε  φόβο,  επιφύλαξη και καχυποψία.  Είναι γνωστά αυτά τα συναισθήματα σε μικρές  χώρες που έχουν καταπατηθεί από μεγαλύτερους γείτονες.

Ανάλογα συναισθήματα υπάρχουν  και στους Δανούς  προς την γειτονική χώρα τη Γερμανία  και  δεν χάνουν την ευκαιρία να σαρκάσουν τους Γερμανούς για τα ναζιστικό τους παρελθόν ακόμα και σήμερα.

Τα υποβόσκοντα συναισθήματα στους απογόνους των Ελλήνων προσφύγων στην Ελλάδα  και των  Τούρκων προσφυγών στην Τουρκία  είναι απόλυτα αναγκαίο να ελέγχονται,  για να μην τα εκμεταλλευτούν αδίστακτοι πολιτικοί και οδηγήσουν πάλι τους δυο  λαούς  σε πόλεμο.  Οι  τρόποι  για να δούμε πιο σφαιρικά  το θέμα  είναι δύο:  Να αναγνωρίσουμε με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα  τα λάθη και τις θηριωδίες που διαπράξαμε εμείς  και  για τα οποία δεν μαθαίναμε ούτε στο σχολειό ούτε στα διάφορα ιστορικά βιβλία και δεύτερον  να βάλουμε εμπρός ή να συνεχίσουμε  συμφιλιωτικές διαδικασίες που θα μας εμποδίσουν να κρατήσουμε τη  εικόνα του Τούρκου σαν αιώνιου εχθρού.  Γι’ αυτό συμφωνώ απόλυτα με τους Μυτιληνιούς συλλόγους συνύπαρξης στο Αιγαίο.  Ο πρόσφατος πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία -κατά τον οποίον εργάστηκα εκεί σε πολλά επίπεδα – μας έδειξε με απόλυτη διαύγεια με ποιο  τρόπο εθνικές ομάδες που ζούσαν ειρηνικά η μια δίπλα στην άλλη,  μπορούν να μεταβληθούν σε εχθρούς  σε πολύ μικρό διάστημα μετά από αδίστακτη  πολιτική προπαγάνδα  όπως αυτή του Σέρβου Μιλόσεβιτς,  του Κροάτη  Τούτζμαν και του Βοσνίου  Μουσουλμάνου Ιζετμπέκοβιτς.

Ευτυχώς από τις συνεντεύξεις που έχω πάρει,  η τρίτη γενιά απογόνων Μικρασιατών προσφύγων  έχει μια πιο ισορροπημένη σκέψη στη στάση της  προς τους Τούρκους.  Θέλει  ειρήνη και αποφεύγει  πολεμοχαρείς  ιδεολογίες.  Όμως και σε αυτό το χώρο που κρατά τη  Μικρασιατική μνήμη,  βλέπαμε ομάδες που με ένα μίγμα εθνικισμού και θρησκοληψίας  ασκούν πολεμοχαρή ρητορική και  κρατάνε συνέχεια τα «αίματα αναμμένα».  Μια άκρως επικίνδυνη τάση.

Για να συνοψίσω:  στο θέμα  της Μικρασιατικής Καταστροφής,  στη σχέση μας προς τους Τούρκους, αλλά και  στο θέμα της κρίσης  που περνάμε σήμερα πρέπει να παύσουμε να παίρνουμε το ρόλο του «Θύματος» και να προχωρήσουμε σε «Δρώντα Υποκείμενα». Το βιβλίο μου είναι μια συμβολή σ αυτή τη συζήτηση και θα ήθελα πολύ να συζητήσω με άλλος απογόνους για την τοποθέτηση  μου

Ας ξεχάσουμε για λίγο πώς μας έβλαψαν  οι άλλοι και ας επικεντρωθούμε στο πώς βλάψαμε εμείς την κοινωνία μας και τι να κάνουμε για να πραγματοποιήσουμε τα οράματα μας για μια καλύτερη κοινωνία.