Ήταν ο Θανάσης στην α’ δημοτικού σε αυτό το ξαναειπωμένο σχολικό έτος 1980-1981.
Την πρώτη μέρα δεν έψαξε να γνωριστεί με κανένα παιδί. Δεν καμώθηκε για την ωραία του ποδιά. Δεν έπιασε την ακατάσχετη κουβέντα όπως έκανα εγώ ας πούμε για να αντέξω εκεί μέσα που με είχαν πετάξει.
Ο Θανάσης δεν ενοχλούσε κανέναν . Καθόταν στην γωνίτσα του, κοιτούσε πότε το παράθυρο, πότε τον πίνακα, ποτέ τη δασκάλα. Καμιά φορά θαρρείς και είχε μουσική δική του στα αυτιά του κι άκουγε και κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι του και το σώμα του. Στις πρώτες μέρες έκανε να σηκωθεί κάποια στιγμή και να φύγει μόλις η δασκάλα είπε το όνομά του. Εκνευρίστηκε, έκανε δυο γύρους στην τάξη, τα παιδιά άρπαξαν την ευκαιρία, έγινε μια μικρή βαβούρα. Ο ξαφνικά αυξανόμενος θόρυβος τον μπέρδεψε, έβαλε τα χέρια του στα αυτιά και έβγαλε δύο κραυγές. Η τάξη πάγωσε, η δασκάλα μας μάζεψε όλους καθησύχασε τον Θανάση και το μάθημα συνεχίστηκε κανονικά.
Ο Θανάσης ήταν μόνος στο διάλλειμα, έδινε την εντύπωση πως υπήρχε κάτι δικό του, που είχε δημιουργήσει, που ίσως του έδινε την ασφάλεια που αποζητούσε. Δεν μας είχε ανάγκη ή μήπως μας είχε;
Οι γονείς του ήταν εξαιρετικά μορφωμένοι άνθρωποι κι είχαν δημιουργήσει ένα ασφαλές περιβάλλον για το παιδί τους αλλά έξω από το σχολείο. Μέσα, δεν παρενέβησαν ποτέ τουλάχιστον φανερά. Το παιδί επιβίωνε χωρίς την δική τους παρέμβαση.
Στο σχολικό κόσμο ήταν μόνος, τουλάχιστον στα μάτια μας. Δεν έμοιαζε να αποζητά την παρέα κανενός μας κι ο αγώνας του για επιβίωση μέσα στο σχολείο ήταν εντελώς διαφορετικός από τον δικό μας. Συνήθως διάλεγε ακριβώς την ίδια διαδρομή από την τάξη προς την αυλή, διάλεγε διαφορετικό δέντρο σε κάθε διάλλειμα για να σταθεί και το έκανε αφού πρώτα είχε σταθεί λίγο με στραμμένο το βλέμμα προς τον ουρανό.
Ο Θανάσης είχε έναν δικό του κόσμο που έμοιαζε γεμάτος σοφία. Ήταν πολύ ήρεμος, μα δε χαμογελούσε παρά σπάνια. Είχε θλιμμένα μάτια μα τόσο όμορφα, με πυκνές καστανόμαυρες βλεφαρίδες, φαίνονταν πιο έντονες όταν τα έκλεινε σφίγγοντας τα βλέφαρα του όταν κάτι τον ενοχλούσε νόμιζα.
Εκτός από τις πρώτες μέρες που έβγαλε αυτές τις κραυγές ποτέ ξανά δεν φώναξε μέσα στην τάξη. Συνέχισε όλο το δημοτικό χωρίς φίλους. Δεν φάνηκε να τον απασχολεί. Τον απασχολούσε όμως να βρει το κατάλληλο δέντρο ανάλογα με την ώρα αφού πρώτα είχε κοιτάξει τον ήλιο κατάματα κι είχε σφίξει αμέσως μετά τα βλέφαρά του. Το δέντρο ίσως να ήταν ένας φίλος κι η σκιά του. Το σφίξιμο των βλεφάρων ίσως να ήταν τελικά η επιβεβαίωση, το «ναι εδώ είμαστε».
Ο Θανάσης ήταν ο «ξένος» για μας. Μα όταν ξαναδούλεψε κάποια χρόνια μετά η θύμηση μου κατάλαβα πως δεν ήταν εκείνος ο ξένος μα ο κόσμος δεν ήταν φιλόξενος για κείνον.
Ο Θανάσης ήταν ένα παιδί στο φάσμα του αυτισμού. Ποτέ δε το μάθαμε επίσημα, όχι επειδή ακόμη τότε δεν ήταν ευρέως γνωστό και εύκολα αποδεκτό για μια επαρχιακή πόλη. Κυριότερα γιατί οι γονείς του και σε αυτό στήριξαν κι οι δάσκαλοι τότε, δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να δημιουργήσουν ένα ξεχωριστό περιβάλλον για το παιδί τους, φοβούμενοι πως βγαίνοντας από αυτό το αποστειρωμένο περιβάλλον δε θα μπορούσε αργότερα να τα καταφέρει. Για να μπορέσουν να το υποστηρίξουν αυτό, έκαναν στο σπίτι τους εργοθεραπευτές, λογοθεραπευτές και τους ψυχολόγους. Αθόρυβα κι αγόγγυστα.
Το παιδί τους ολοκλήρωσε το σχολείο και σπούδασε.
Δεν ψάχνει πια το δέντρο και τη σκιά του αλλά συνεχίζει να απολαμβάνει ασφαλώς τον ήλιο κάτω από τις τέντες των καφέ με το ίδιο σφίξιμο των φλεφάρων.
Ο κόσμος του Θανάση ήταν πράγματι γεμάτος σοφία, και μια ειρήνη που διακυβεύονταν κάθε μέρα. Δεν ξέρω αν μπορέσαμε να του προσφέρουμε κάτι πολύτιμο ως συμμαθητές. Όμως εκείνος άθελά του μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε, πως το να είσαι διαφορετικός δεν είναι παρά μόνο μια πρόκληση για να ανακαλύπτεις νέους κόσμους συναρπαστικούς. Καμία φορά αυτοί οι κόσμοι είναι δύσβατοι, εξαντλητικοί, απογοητευτικοί. Καμιά φορά την ίδια στιγμή αυτοί οι κόσμοι ορίζουν την τη ζωή. .
Άκου τώρα κάτι λέξεις που μου ήρθαν στο μυαλό : Αναγνώριση, υποστήριξη, αποδοχή, αγκαλιά….Το χρειάζονται τα παιδιά το χρειάζονται κι οι γονείς, το χρειαζόμαστε όλοι για να εξημερωνόμαστε κάθε μέρα ξανά και ξανά.