Ένας μυστακοφόρος αξύριστος φουστανελάς στη σκηνή του θεάτρου Από Κοινού προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν είναι ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ αλλά κάποιος ηθοποιός Θοδωρής Προκοπίου… που υποδύεται τον σπουδαίο λαϊκό ζωγράφο από τη Λέσβο, στην παράσταση «Θεόφιλος»…
Ο θεατρικός μονόλογος δεν είναι εύκολο πράγμα. Για να μη βαρεθεί ο θεατής και γυρίσει την πλάτη σε μια παράσταση, πρέπει να συναντηθούν με την ίδια συνέπεια πάνω στη σκηνή το κείμενο, η σκηνοθεσία και, βέβαια, ο ηθοποιός. Κάτω από ορισμένες άλλες προϋποθέσεις, όπως το θέμα του έργου και η χρονική συγκυρία, μια τέτοια «συνάντηση» αποχτά άλλη δυναμική, που μπορεί να απογειώσει την παράσταση και όχι απλά να ικανοποιήσει, αλλά να ενθουσιάσει τον θεατή.
Όπως δηλαδή συνέβη το βράδυ της Κυριακής 20 του Οκτώβρη, στο Από Κοινού Θέατρο, όταν άναψαν τα φώτα και το κοινό που είχε γεμίσει την αίθουσα ευχαριστούσε με ένα χειροκρότημα (που άργησε πολύ να σιγήσει), έναν μυστακοφόρο αξύριστο φουστανελά που επί σχεδόν μια ώρα προσπαθούσε να μας πείσει ότι δεν ήταν ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, αλλά κάποιος ηθοποιός Θοδωρής Προκοπίου που υποδυόταν τον σπουδαίο λαϊκό ζωγράφο από τη Λέσβο.
Μόλις είχε προηγηθεί μια έκρηξη μνήμης, εικόνων, ήχων, συναισθημάτων, λαϊκής κληρονομιάς, συγκίνησης· ένας ατέρμονος στρόβιλος, σαν «γύρος του θανάτου», που σε παρέσερνε με το φως και τα χρώματα μιας εποχής μάλλον ξεχασμένης και μιας πατρίδας που αντιστέκεται, χάρη στην πίστη και την αλύγιστη θέληση κάποιων που η σύγχρονη «κανονικότητα» ταξινομεί ως ονειροπόλους και ακόλουθους του ανέφικτου…
Μεγάλη – και δικαίως – η ανταπόκριση του κοινού στην παράσταση «Θεόφιλος» στο Από Κοινού Θέατρο
Ο «Θεόφιλος» του Θανάση Σκρουμπέλου, σε σκηνοθεσία Νίκου Βερλέκη, με τον Θοδωρή Προκοπίου στον ομώνυμο ρόλο, είναι μια θαυμάσια παράσταση από κάθε άποψη. Από τις πρώτες στιγμές που ο ταξιδιάρης ήχος του σαντουριού συνοδεύει την προβολή στον τοίχο των φωτογραφιών του Θεόφιλου, μέχρι την τελευταία σκηνή, κρατάει αμείωτη την προσήλωση του θεατή. Αυτό οφείλεται, πέρα από την καταπληκτική ερμηνεία του Προκοπίου και την εξαιρετική σκηνοθεσία, στο κείμενο. Τα ιστορικά στοιχεία που εμπεριέχονται σε αυτό είναι με τέτοιο όμορφο τρόπο δοσμένα που όχι μόνο δεν κουράζουν, αλλά λειτουργούν σαν γόνιμο έδαφος όπου ο Θεόφιλος οργώνει τα αυλάκια της δικής του ζωής. Μονίμως διψασμένος για ζωή ο αυτοδίδακτος λαϊκός ζωγράφος, δηλώνει «παρών» σ’ έναν κόσμο που όμως ο ίδιος δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των ραγδαίων αλλαγών του και προτιμά ν’ απλώνει με χρώματα τις εικόνες του δικού του κόσμου εμφυσώντας ζωή σε παραπεταμένα χαρτιά και στα άψυχα ντουβάρια των σπιτιών του νησιού του.
Αποδοτικό το εύρημα του συγγραφέα να βάλει τον Θεόφιλο που έχει πεθάνει από χρόνια να επιστρέψει ανάμεσά μας. «Στην πραγματικότητα δεν έχω φύγει ποτέ», λέει. Κάποιος θα μπορούσε να το ερμηνεύσει αυτό ως ανάγκη του σημερινού ανθρώπου να πιαστεί από το παρελθόν. Κάποιος άλλος ότι η δύναμη του παρελθόντος είναι τόσο ισχυρή που η σκιά του δεν παύει ποτέ να μας ακολουθεί…Όμως αν αρχίσεις να ερμηνεύεις κάθε τι που σου προσφέρει μια παράσταση, ίσως χάσεις στο τέλος τη μαγεία της τέχνης, που «είναι η ελπίδα που μας λείπει», όπως λέει και ο Θεόφιλος.
Ο Θεόφιλος λοιπόν επιστρέφει ανάμεσά μας και κάθε τόσο γυρίζει το βλέμμα του ψηλά και μιλάει πίσω στον πατέρα του. Με τον τρόπο αυτό ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του. Τα παιδικά του χρόνια, όταν ένοιωθε να τον πνίγει το πατρικό τσαγκαράδικο και «κοιτούσα τον ήλιο και δεν με θάμπωνε». Η εφηβική ηλικία, όταν άρχισε ν’ ανακαλύπτει πως «αυτά που έβλεπα εγώ δεν τα έβλεπαν οι άλλοι» και να κατασταλάζει μέσα του η ακατανίκητη επιθυμία «να ζωγραφίσω τα όνειρά μου». Το πρώτο μεγάλο ταξίδι στη Σμύρνη, τότε που δίπλα στις ευκαιριακές δουλειές η θέληση «να γεμίσω τα μάτια των ανθρώπων με τα όνειρά μου» γίνεται συνείδηση. Το δεύτερο και μεγαλύτερο ταξίδι στο Βόλο και στο Πήλιο όπου «ζωγραφίζω τα όνειρά μου», αλλά δεν καταφέρνει να αποχτήσει «μια δικιά μου ζωή», καθώς τα δεσμά του ανεκπλήρωτου έρωτα θα τον κρατάνε γερά δεμένο με την γλυκόπικρη ανάμνηση της Αθηνάς από τη Σμύρνη. Η επιστροφή στη γενέτειρα γη και στην απαξίωση των συχωριανών του, όταν πια η εποχή αλλάζει (μαζί αλλάζουν και οι ενδυματολογικές συνήθειες), μα ο ίδιος επιλέγει να παραμείνει ο Θεόφιλος με τη φουστανέλα που όλοι γνωρίζουν. Τον περνάνε για τρελό, «το ζαβό» λένε όταν τον βλέπουν να περνάει. Ο ίδιος ζωγραφίζει τοίχους σπιτιών για ένα πιάτο φαΐ και λίγο κρασί. Η ζωή του κυλά ανάμεσα στον δικό του κόσμο, που όποτε του δίνεται η δυνατότητα απλώνει με σκιές και χρώματα πάνω σε σοβαντισμένους τοίχους, και στην απαξίωση του κοινωνικού περίγυρου. Ώσπου κάποτε αρχίζει να αναγνωρίζεται η αξία του, μα είναι αργά για τον ίδιο· δεν θα προλάβει να ζήσει την καταξίωση.
Πηγή: Κατιούσα, Νίκος Πουρναράς