Η Μυτιληνιά σοπράνο Μαρία Γαλάνη, γεννήθηκε για να τραγουδά…
Στην ηλικία των τεσσάρων χρόνων οι γονείς της ανακάλυψαν την κλίση της, όμως δεν την καλλιέργησε ιδιαίτερα, παρότι η μεγάλη της επιθυμία τα πρώτα χρόνια ήταν να γίνει ηθοποιός.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ασχολήθηκε ερασιτεχνικά σε χορωδίες και αργότερα στην ορχήστρα του Δήμου Μυτιλήνης, όπου έμεινε για 9 χρόνια λαμβάνοντας μέρος σε πολλές συναυλίες στο νησί αλλά και στο εξωτερικό. Το 2000, ένα τυχαίο γεγονός την οδήγησε στο λυρικό τραγούδι, συμμετέχοντας αρχικά στη σχολή φωνητικής που ιδρύθηκε στη Μυτιλήνη από ελληνοαμερικανίδα υψίφωνο.
Αυτή ήταν η αρχή… η κλασική μουσική είχε μιλήσει πια στην ψυχή της και μετά από σπουδές στο Ωδείο «ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ» στην Αθήνα και παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα τραγουδιού στο Μιλάνο, σήμερα μετρά σημαντικές συμμετοχές και επιτυχίες στο ενεργητικό της, ενώ η καριέρα της βρίσκεται στην καλύτερη καμπή της.
Στα πλαίσια του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «Ιερά και Λατρείες στο Αιγαίο», που οργανώσε η ΕΦΑ Λέσβου και διεξήχθη 11-15 Σεπτεμβρίου στο Varos Village Hotel στη Λήμνο, είχαμε τη χαρά να απολαύσουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την όπερα Σαπφώ του Charles Gounod και την εξαιρετική της ερμηνεία ως Glycère.
Η Μαρία Γαλάνη μας μιλά για τη σπουδαία συνεργασία της, στη συνέντευξη που ακολουθεί, αλλά και για τα όνειρα, τους στόχους που θέτει στο μέλλον και τα επόμενα επαγγελματικά της βήματα!
-Πως προέκυψε η συνεργασία και το ανέβασμα της σπουδαίας αυτής όπερας;
Η ιδέα για την παρουσίαση της όπερας «ΣΑΠΦΩ» του Γάλλου συνθέτη Σάρλ Φρανσουά Γκουνώ, ανήκει στον καταξιωμένο πιανίστα Δημήτρη Γιάκα, με το οποίο έχω την τιμή να συνεργάζομαι τα τελευταία χρόνια.
Όταν μου τηλεφώνησε το καλοκαίρι του 2018 και μου μίλησε γι’ αυτό, πραγματικά ενθουσιάστηκα. Μια σπάνια και σχεδόν άγνωστη όπερα, η οποία όμως μας αφορά άμεσα, αφού αναφέρεται στη ζωή της σπουδαίας Λέσβιας ποιήτριας Σαπφούς.
Η όπερα «ΣΑΠΦΩ» έκανε πρεμιέρα το 1851 στην όπερα του Παρισιού και αποτελείται από τρεις πράξεις. Η ιστορία βασίζεται σε θρύλους σχετικούς με τον έρωτα της Σαπφούς για τον Φάωνα και την αυτοκτονία της, πέφτοντας από το ακρωτήριο Λευκάτα της Λευκάδας, όταν ο Φάων την πρόδωσε. Κι όλα αυτά δοσμένα μέσα από μια υπέροχη μελωδία και συγκλονιστικές σκηνές έρωτα και αντιζηλίας.
-Κάποτε είχες πει πως η λυρική μουσική μιλά στην ψυχή σου με τρόπο καταλυτικό, απόλυτο, αφού ανταποκρίνεται απόλυτα στην εσωτερική φωνή της. Θα έλεγες ότι η όπερα αυτή σε οδήγησε εκεί που η ψυχή αναζητούσε να «δικαιωθεί»;
Στην όπερα «Σαπφώ» τα συναισθήματα είναι έντονα, εναλλάσσονται συνεχώς…
Αγάπη, έρωτας, μίσος απελπισία, φόβος, μελαγχολία, ελπίδα είναι μερικά από αυτά που βιώνεις, και τα οποία κυριαρχούν μέσα από δυνατές σκηνές και συγκινητικές άριες. Ένα έργο δύσκολο, που πρέπει να ομολογήσω πως ήταν μεγάλη πρόκληση για μένα.
Η προσπάθειά μας αυτή αγκαλιάστηκε με ενθουσιασμό από τον χαρισματικό Προϊστάμενο της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Μυτιλήνης κ. Παύλο Τριανταφυλλίδη και τελικά παρουσιάστηκε σε συναυλιακή μορφή στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ», που διοργανώθηκε από τον κ. Τριανταφυλλίδη στη Λήμνο.
«Μέσω της τέχνης μπορούμε να αντιστρέψουμε το αρνητικό κλίμα που επικρατεί στο νησί μας τα τελευταία χρόνια. Είμαι πεπεισμένη γι’ αυτό»
-Υπάρχουν σχέδια για την όπερα στο μέλλον;
Οπωσδήποτε. Οι λυρικοί καλλιτέχνες που συμμετείχαν είναι όλοι καταξιωμένοι με μακρά και σημαντική πορεία στο χώρο. Η μέτζο – σοπράνο Ρόζα Καπόν – Πουλημένου, ο τενόρος Γιάννης Φίλιας, ο Μυτιληνιός βαρύτονος Μιχάλης Ψύρρας, ο τενόρος Δημήτρης Σιγαλός και φυσικά ο σπουδαίος πιανίστας Δημήτρης Γιάκας, ο οποίος είχε και τη μουσική επιμέλεια. Η «ΣΑΠΦΩ» πρόκειται να παρουσιαστεί το καλοκαίρι του 2020 στον τόπο που τη γέννησε, τη Λέσβο, κι είμαι πολύ ενθουσιασμένη με όλο αυτό!
Θα ήθελα πολύ να καταφέρουμε να παρουσιάσουμε τη «Σαπφώ» σε πολλά άλλα μέρη, ακόμη και στο εξωτερικό, γιατί όχι;
Θα είναι μεγάλη προβολή για τον τόπο μας.
Άλλωστε, μέσω της τέχνης και του πολιτισμού μπορούμε να αντιστρέψουμε το αρνητικό κλίμα που υπάρχει αυτή τη στιγμή για το νησί μας, ένα νησί που γέννησε τόσο σπουδαίους ανθρώπους στις τέχνες και τα γράμματα.
-Σε ένα νησί με πάρα πολλά προβλήματα, είναι δύσκολη η πρόσβαση στην ενδοχώρα, πόσο μάλλον στο εξωτερικό. Πως κατάφερες να ξεπεράσεις τα εμπόδια για να παραμείνεις προσηλωμένη στο στόχο σου;
Η αλήθεια είναι πως αν δεν ζεις στο κέντρο, ειδικά στην Αθήνα, τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα, ειδικά για μένα που ασχολούμαι με το συγκεκριμένο μουσικό είδος. Είναι πολλά τα προβλήματα. Λίγο η απόσταση, λίγο το ότι όλοι μου οι συνεργάτες βρίσκονται εκεί…
Κάποτε όμως είχα διαβάσει το εξής : Αν στον δρόμο σου βρεθεί ένας ψηλός τοίχος, σκαρφάλωσε, πέρασε τον και συνέχισε. Αυτό λοιπόν κάνω. ..
Περνάω τοίχους, κάθε μέρα. Άλλοτε ψηλούς, άλλοτε χαμηλούς. Έχω εμμονή και προσήλωση στο στόχο μου και μετά από τόσα χρόνια πια, έχω πεισθεί ότι άπαξ και οραματισθείς τον στόχο σου και κάνεις το πρώτο βήμα, αρχίζει κατά ένα μαγικό τρόπο και σου παρέχεται αυτό που χρειάζεσαι. Όχι απαραίτητα ό,τι επιθυμείς, αλλά ό,τι είσαι σε θέση να διαχειριστείς τη δεδομένη στιγμή.
-Οι δικοί σου άνθρωποι είναι και το support group σου;
Φυσικά, έχω την απόλυτη στήριξη, συμπαράσταση και βοήθεια από την οικογένεια μου. Κανείς ποτέ δεν πέτυχε μόνος του. Χρειάζονται άνθρωποι να υποστηρίξουν αυτό που θέλουμε να γίνουμε. Αυτό, οι άνθρωποι που πετυχαίνουν τους στόχους τους, που φτάνουν να αγγίξουν τις φιλοδοξίες και τα όνειρά τους, το γνωρίζουν πολύ καλά.
-Ποια ταξίδια της ψυχής αγαπάς πιο πολύ και ποια επαναλαμβάνεις;
Ταξιδεύω κυριολεκτικά και μεταφορικά, εδώ και κάμποσα χρόνια -19 περίπου- μέσα σε μια θάλασσα άλλοτε γαλήνια και άλλοτε φουρτουνιασμένη. Όχι στην ασφάλεια ενός πλοίου, αλλά στην αβεβαιότητα μιας σχεδίας.
Πολλές οι γαλήνιες υπέροχες μέρες, αλλά και άλλες τόσες οι σκοτεινές και δύσκολες, με όλο το ψυχικό κόστος και τον κίνδυνο που συνεπάγεται αυτό.
Μακρύ ταξίδι, δύσκολο και γοητευτικό συνάμα, με μηδενική προσμονή για τον προορισμό. Δεν υπάρχει προορισμός! Κάθε στόχος που κατακτάται είναι και ένας προορισμός. Ένα ταξίδι της ψυχής, του πνεύματος, των αισθήσεων…
Ένα ταξίδι μοναχικό! Εσύ, οι σκιές σου, η μουσική και ο θεός. Κι από κάτω, απύθμενο βάθος, έτοιμο να σε καταπιεί στον πρώτο κακό χειρισμό.
Παλεύεις με τον εαυτό σου, με το μυαλό σου, που πρέπει να το υποτάξεις…
– Η καλλιτεχνική σου αξία τα τελευταία χρόνια, έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτή στα τοπικά μας πράματα, αν και Πανελλαδικά τα εύσημα σου έχουν αποδοθεί πολύ νωρίτερα.
Δυο χρόνια πριν, τον Φεβρουάριο του 2017 μαζί με τον γνωστό πιανίστα σολίστ Άρη Γραικούση, παρουσιάσαμε μια συναυλία με θέμα την ελληνική οπερέτα και το βιενέζικο βαλς. Η συναυλία έγινε στο Διεθνές Καλλιτεχνικό Κέντρο και Ωδείο “ATHENAEUM”. Ήταν μια υπέροχη βραδιά, όπου το κοινό ενθουσιάστηκε και συγκινήθηκε, γιατί του θυμίσαμε αξέχαστες κι αγαπημένες μελωδίες μιας άλλης εποχής. Ανάμεσα στο κοινό ήταν και ο γνωστός δημοσιογράφος Νίκος Βατόπουλος ο οποίος έγραψε ένα άρθρο για τη συναυλία μας στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ».
Θέλω να πω πως δεν επαναπαυόμαστε, συνεχώς ανεβάζουμε τον πήχη και προχωράμε, δε στεκόμαστε στην όποια αναγνώριση, μα στην εξέλιξη μας. Ωστόσο είναι ωραίο να ακούς το μπράβο, να δονείται η σκηνή από το χειροκρότημα, ποιος καλλιτέχνης δεν το θέλει αυτό…
Είναι δικαίωση των κόπων μιας ζωής….
-Τι είναι αυτό που σε κινητοποιεί, που δε σε αφήνει να «λιμνάσεις», που σε διδάσκει και σε τροφοδοτεί;
Οι μεγαλύτεροι δάσκαλοι της ζωής μου ήταν οι άνθρωποι που προσπάθησαν να υπονομεύσουν την προσπάθεια μου και τα όνειρα μου, βάζοντας εμπόδια στο δρόμο μου. Μου έκαναν απίστευτα καλό. Με πήγαν πιο ψηλά. Τους είμαι ευγνώμων. Μου έκλειναν μια πόρτα και την ίδια στιγμή μου ανοιγόταν μια καλύτερη.
Άλλος μεγάλος δάσκαλος ήταν τα λάθη και οι αποτυχίες μου. Έχω μάθει πολλά απ’ αυτό. Φυσικά πρέπει να ξέρεις να τα αποκρυπτογραφείς και εννοείται να μην τα επαναλαμβάνεις. Χωρίς αποτυχίες όμως δεν μπορείς να πετύχεις.
-Τι αγαπάς πιο πολύ;
Αγαπώ και παθιάζομαι με αυτό που κάνω και γι’ αυτό συνεχίζω παρ’ όλες τις δυσκολίες που κατά καιρούς εμφανίζονται. Μου δίνει απέραντη χαρά και ικανοποίηση να θέτω στόχους και να τους κατακτώ. Με γοητεύει το άγνωστο, το αδύνατο.
Ζω την μαγεία του ρίσκου, του απρόβλεπτου, της ανασφάλειας και των σκιών που κυκλώνουν έναν καλλιτέχνη, κάθε φορά που ετοιμάζεται να παραδοθεί στο κοινό.