Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Μια αρχική διαπίστωση, νομίζω, πως είναι απαραίτητη για την κατανόηση των παρακάτω γραφόμενών μου. Δεν διστάζω, μάλιστα, να υποστηρίξω ότι γράφτηκαν λαμβάνοντας αυστηρά υπ’ όψιν την άποψη του αξέχαστου συναδέλφου θεολόγου Παναγιώτη Νέλλα, ο οποίος σ’ ένα από τα βιβλία-του, υπό τον τίτλο: «Ζώον θεούμενον. Προοπτικές για μια Ορθόδοξη κατανόηση του ανθρώπου» – ένα μεγάλο μέρος-του γράφτηκε στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους και εκδόθηκε στα 1979 – γράφει πως η ζωή του ανθρώπου που είναι «θρησκευτική» δεν παύει να είναι οργανωμένη με νόμους και εντολές «εν όψει του Θεού»· διαφέρει όμως παρασάγγας από τη ζωή που είναι ενωμένη με τον Θεό και που αυτή η ζωή ονομάζεται Πνευματική, δηλαδή, δεν είναι ζωή νόμων και εντολών, αλλά ζωή «συμμετοχής, αγάπης και έρωτος, μίξεως και ανακράσεως με το Θεό». Επάνω σ’ αυτήν τη διαπίστωση στηρίζονται όσα παρακάτω, προς προβληματισμό και γιατί όχι για συζήτηση, καλοπροαίρετα καταθέτω.
Ένα από τα βασικότερα πρόταγματα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας είναι να διατηρεί καθαρή την ευαγγελική και αποστολική παρακαταθήκη της πίστης. Ως άγκυρα σωτηρίας του ανθρώπου και ως κάτοπτρο του Λόγου του Θεού που είναι, οφείλει να επανορθώνει επιτακτικά, όταν οι καιροί την καλούν, τη στρέβλωση λόγων και πράξεων, που άμεσα σχετίζονται με τη Σάρκωση του Θεού, τη Γέννηση του Θεανθρώπου.
Χρονιάρες μέρες που ‘ρχονται, όπως οι παλαιότεροι έλεγαν, σίγουρο είναι ότι από χείλη κληρικών θα ακούσομε ξανά κι εφέτος τα γνωστά βερμπαλιστικά κηρύγματα για τη Γέννηση του Χριστού. Πρόκειται για μια παθολογία του κηρυγματικού λόγου ουκ ολίγων εκπροσώπων της Εκκλησίας, που απέχει από το χρυσόν κανόνα ολάκερης της Πατερικής Γραμματείας, η οποία προβάλλει τη Σάρκωση του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού ως συγγένεια, που επιτρέπει να βλέπουμε τον άνθρωπο μέσα στον Θεό και κατ΄ αντιστοιχία το θείο μέσα στον άνθρωπο, δηλαδή τον άνθρωπο θεωμένο.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σχεδόν κάθε Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, γίνομαι αυτήκοος μάρτυρας φωνασκούντων ιεροκηρύκων για μια πίστη στη Γέννηση του Θεού, λες κι αυτή κάποτε έλαβε χώρα σε τόπο μακρινό, τη γνωστή Βηθλεέμ, κι αυτή τη Γέννηση, όλοι εμείς οι «εκκλησιαζόμενοι», οφείλουμε να τη θεωρούμε ως μια εικονική πραγματικότητα που συνέβη μόνο για εμάς, κομμένη και ραμμένη μόνο για τα δικά-μας μέτρα. Ετούτη η ατομιστική αιχμαλωσία, είμαι σίγουρος πως αφήνει ένα θανάσιμο πνευματικό κενό σε πολλούς «εκκλησιαζόμενους». Εξού και η κοφτερή διαπίστωση του παπα-Σταύρου Κοφινά ότι «ο σημερινός άνθρωπος έχει χτίσει το σπίτι-του χωρίς παράθυρα, ή μάλλον με παράθυρα που κοιτάζουν μόνο προς το ναρκισσιστικό αυτοείδωλό του. Δεν βλέπει και δεν περιμένει τίποτα έξω από τον εαυτό-του και τον ατομικό-του κόσμο. Το σπίτι-του δεν αερίζεται και γι’ αυτό βρωμάει. Δεν βλέπει φως και δεν τρέφεται από πουθενά. Η αιχμαλωσία-του είναι πιο σκληρή από την αιχμαλωσία του Ισραήλ στη Βαβυλώνα. Το σκοτάδι που τον περιβάλλει είναι πιο βαθύ από την πιο σκοτεινή παραμονή των Χριστουγέννων. Χειρότερο απ’ όλα είναι ότι ένα τέτοιο σπίτι με τέτοια παράθυρα δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να διατηρεί την ελπίδα ότι κάποτε θα μπορέσει να δει τη λάμψη του Θεού μέσα στην καρδιά-του. Έτσι, “ως άνθος μαραίνεται” και αργοπεθαίνει από ασφυξία και ασιτία».
Ποιος, άραγε, είναι ο λόγος αυτής της θανάτωσης; Τι κάνει τον θρησκευόμενο άνθρωπο των Χριστουγέννων να έχει πάψει να βλέπει τη Γέννηση του Χριστού μόνο για τον εαυτό του; Τέτοιες ώρες δεινής δοκιμασίας, δεν παύει να εκτιμά μόνο τη σημασία που έχει ο Σαρκωμένος Θεός, αλλά παύει να εκτιμά και τον ίδιο εαυτό-του. Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια που οφείλουμε να προσέξουμε. Συντριπτική κι εξουθενωτική συνάμα δεν είναι μόνο η αποτυχία-του να δει την αναξιότητα του εαυτού-του αλλά να δει και τη Γέννηση του Θεού ως εκείνο το κάλεσμα που ξεπερνά την περιδίνηση στην ατομική αφοσίωση και να γίνεται κάλεσμα που κοινωνεί τη ζωή, που τη μοιράζεται με τον Άλλον, όποιος κι αν είναι αυτός ο Άλλος, διασώζοντας με αυτόν τον τρόπο την πληρότητα της ζωής ότι ο Σαρκωμένος Θεός «αγάπη εστί» και «μεθ’ ημών εστί», ακόμη και στο πρόσωπο του κατατρεγμένου και του εκδιωγμένου.
Σαφέστατα, εδώ, βλέπουμε την άρνηση του ανθρώπου να είναι φιλάδελφος και φιλόξενος, όπως τόσο απλά και ξάστερα το διατυπώνει ο Μέγας Βασίλειος: «πάντες συγγενείς, πάντες αδελφοί, ενός πατρός έκγονοι πάντες». Έναντι του φιλάδελφου και φιλόξενου τρόπου του βίου, ο θρησκευόμενος άνθρωπος των Χριστουγέννων – κι είναι πολλοί οι θρησκευόμενοι που πάνε στην πρωινή Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων – προβάλλει εκείνο το ασυγκράτητο «πλέον έχειν», το οποίο ποτέ δεν τον αφήνει να ικανοποιείται με ό,τι αξιώνεται να αποκτά. Αποτέλεσμα, η διαρκής επιδίωξη να κερδίζει περισσότερα, να βολεύεται καλύτερα, να πηγαίνει όλο και πιο πάνω από εκεί που βρίσκεται, είτε αυτό αφορά στην κοινωνική προβολή είτε στην οικονομική είτε στην επαγγελματική-του σταδιοδρομία και δύναμη. Δεν μπορεί να χαρεί με αυτό που του δίνεται ως αμοιβή του μόχθου-του, δεν το βλέπει ως δωρεά του Σαρκωμένου Θεού. Ζητάει κι άλλο, έπειτα κι άλλο, και πάλι κι άλλο, δίχως σταματημό, χωρίς να λέει κάποια στιγμή, επιτέλους φτάνει πια…
Ακριβώς, εδώ, βρίσκεται η τραγικότητα του θρησκευόμενου ανθρώπου των Χριστουγέννων. Οποιαδήποτε έξοδος από την ασφάλειά του, οποιαδήποτε διακινδύνευση για συνάντηση με τον Άλλο, γίνεται δύσκολη υπόθεση. Εκεί που καλείται να μιμηθεί τον τρόπο του Θεού Λόγου που σαρκώνεται σε φάτνη και να ανοίξει την αγκαλιά του πέρα από τα όρια που θέτει η ατομικότητά του, αυτομάτως θέτει τα όρια του έθνους, της φυλής, ακόμη και της πίστης-του στο Γεννηθέντα Χριστό, κι ας λέει πως τον πιστεύει. Η σπουδή της γνήσιας εκκλησιαστικής παράδοσης τόσων αιώνων αποκαλύπτει ότι η έγνοια για τον Άλλο αποτελεί τη ραχοκοκαλιά-της, γι’ αυτό και βρίσκεται στον αντίποδα της χωματερής που είναι ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο κόσμος που σήμερα ζούμε μας έχει κάμει όλους ξένους και μόνους. Κλεισμένοι στα κουτιά με τις ανέσεις-μας, πλασματικές πολλές φορές καθώς είναι, δεν έχουμε καιρό να συναντήσουμε τον Άλλο, τον αδελφό μας, τον όποιο αδελφό-μας. Ακόμη και το παιδί-μας αδυνατούμε να δεχθούμε καθώς το αναθρέφουμε κάτω από τη ίδια στέγη, χωρίς να γνωρίζουμε καν την ψυχή-του κι εκείνο τη δική-μας. Κι ας λέμε πως πιστεύουμε στη Γέννηση του Θεανθρώπου. Ως ένας νέος Ηρώδης ο θρησκευόμενος άνθρωπος των Χριστουγέννων, αρνείται να αναλάβει την ευθύνη αποτίναξης από πάνω-του των εγωκεντρικών επιθυμιών-του. Ο νέος κόσμος που εγκαινιάστηκε με τη ενσάρκωση του Θεού είναι ένας κόσμος που όλους μας καλεί να μοιραστούμε τα υπάρχοντά μας με τον Άλλον.
Αν ο θρησκευόμενος άνθρωπος των Χριστουγέννων επιζητεί μια Θεολογία και μια Εκκλησία ακέραιη, ατόφια, που να σαρκώνεται σε βίο πράξης, οφείλει να δει τη Γέννηση του Χριστού ως εκείνο το σημάδι όπου για πρώτη φορά στην Ιστορία Θεός και άνθρωπος ενώνονται. Όχι μόνο στο παρελθόν αλλά και στο παρόν. Αυτό, άλλωστε, το υποστηρίζει κι ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, που με σαφήνεια στο έργο του «Περί της εν Χριστώ ζωής» λέγει ότι, ο αληθινός άνθρωπος δεν παύει αδιάκοπα να γεννιέται με την εν Χριστώ γέννηση, ότι ακόμη και η βιολογική-του γέννηση, αποτελεί προετοιμασία της πραγματικής εν Χριστώ γεννήσεώς του. Αλλά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, λίγοι είναι αυτοί που, κατά την Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, τον συμβουλεύονται για να κηρύξουν τη Σάρκωση του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού.
Υ.Γ. Πρώτη δημοσίευση στο Βήμα της Γέρας (Δεκέμβριος 2019). Εδώ δημοσιεύεται με δύο μικρές προσθήκες.