Search

Πίκλες πιπεράτες

ΚΟΥΚΛΕΣ ΚΑΙ ΚΟΥΚΛΟΙ, και σεις οι άλλες, οι πιο ανεξάντλητες, οι ατελείωτες και οι αποτελειωμένες, γεια και χαρά σας! Η αγαπημένη σας Πιπεριά είμαι και σας χαιρετώ και σας ασπάζομαι με κάθε πρωτόκολλο και επισημότητα. Τι μου κάνετε, δόγηδες και πριγκίπισσές μου; Τι μου κάνετε μανάρια και θεές μου; Τι νέα, λοιπόν;

ΔΙΑΝΥΟΝΤΑΣ την μεταπασχαλινή περίοδο, η οποία συμπίπτει με την εμφάνιση στη λεσβιακή ύπαιθρο των μπέρντ γουότσερς και με ασπρίσματα, βαψίματα και ανακαινίσεις ενόψει καλοκαιριού, εγώ αυτές τις μέρες ανεβάζω τη μελαγχολική χειμερινή γκαρνταρόμπα μου στα επάνω σκοτεινά διαμερίσματα και κατεβάζω τα λατρεμένα φωτεινά καλοκαιρινά μου ενδύματα, μπας και φύγει πια η χειμωνίλα, να ξεκουμπιστεί αυτός ο κουρνιαχτός που μας έχει κατσικωθεί και δεν μπορούμε να ανασάνουμε…

ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΩΝ εορτών του Πάσχα, λοιπόν, είδα και τον Προκόπη. Ο Προκόπης, είναι ο γιός της Κλέας από απέναντι και του Θέμη. Ο Προκόπης ήταν κάποτε ένα γυμνασιόπαιδο, που διάβαζε φυσική και χημεία, γκομένιζε κατά την ηλικία του και έπινε φραπέδες, αφού ο φρέντο δεν είχε μπει στο διαιτολόγιο του νεοέλληνα. Ο Προκόπης , λοιπόν, έδωσε πανελλήνιες εξετάσεις και κάπου πέρασε, σε κάποιο ΤΕΙ που δεν το θυμάμαι και δεν έχει και τόση σημασία. Πέρασε, έφυγε, τον έχασε η γειτονιά.

ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΩΝ εορτών του Πάσχα, λοιπόν, την Μεγάλη Πέμπτη συγκεκριμένα, γιατί πήγαινα τις κουλούρες μου στο φούρνο να τις ψήσω, στη στροφή μετά της Μέθαινας, βλέπω έναν ψηλό λιγνό καλόγερο, με ένα δισάκι στην πλάτη, να ανηφορίζει. Σα γνωστός μου φάνηκε,  αλλά είχα τις κουλούρες και μου βάραιναν τα χέρια, οπότε δεν κάθισα να ξεδιαλύνω τα πράματα. Τα ξεδιάλυνα αργότερα…

ΤΑ ΞΕΔΙΑΛΥΝΑ, όταν τον είδαν να βγαίνει από της Κλέας την πόρτα. “Η Κλέα, τι παρτίδες να έχει με ιερωμένους άραγε;” αναρωτήθηκα και αυθορμήτως εμπιστεύτηκα την ερώτηση στο Ρόυτερς της γειτονιάς, την Μάγδα: “Μπα, καλέ, ποιος καλόγερος; Ο γιός της Κλέας είναι, ο Προκόπης!”, μου λέει. “E, καλά, κι έγινε ο Προκόπης καλόγερος”, τη ρωτώ. “Όχι λέμε! Κανένας δεν είναι καλόγερος. Ο Προκόπης είναι και τώρα τελειώνει τις σπουδές του το παιδί”, μου λέει η Μάγδα. “Και τι τα θέλει τόσα γένια, βρε Μάγδα μου;”

ΜΟΔΑ ΕΙΝΑΙ, έμαθα. Μόδα! Μιλάμε για γένι καλογερικό, ηγουμένου και βάλε! Μακρύ, μυτερό, άγριο, πολύ χειρότερο από του Σουλεϊμάν. Τρίχα σκληρή, επιθετικιά, ματαιόδοξη. Να θέλει να σου βγάλει το μάτι, να θέλει να σε μαστιγώσει! Ψάχνεις το μούτρο και δεν το βρίσκεις, γιατί, εκτός από το γένι του Κοσμά του Αιτωλού, η μόδα απαιτεί και σκούφο ή κάτι άλλα καφκιά υψηλής ραπτικής και αισθητικής, που δεν αναγνωρίζεις άνθρωπο! Επιπλέον, όλοι τους γέρνουν, θαρρείς, από τα βάρη της ζωής! Καμπουριάζουν σα γεροντάκια! Κι αυτό μόδα είναι, Ασπασία μου;

Αιώνια πρότυπα σεξαπήλ – κι εμείς θέλουμε να μοιάζουμε στους καλογέρους!
Αιώνια πρότυπα σεξαπήλ – κι εμείς θέλουμε να μοιάζουμε στους καλογέρους!

ΕΤΣΙ, ΠΩΣ ΝΑ ΤΟΝ γνωρίσω τον Προκόπη της Κλέας, που άμα δεν κρατούσα τις κουλούρες που πήγαινα στο φούρνο να τις ψήσει, μπορεί και να του φιλούσα το χέρι, του σεβασμιότατου! Βρε παιδιά, αμάν πια μ’ αυτές τις γενιάδες! Ξυριστείτε! Δείξτε τα μούτρα σας, δείξτε το ωραίο σας πρόσωπο, το φωτεινό σας ωραίο πρόσωπο, το χαμόγελό σας. Αφήστε στους καλογέρους την καλογερική και τα γένια.

ΝΕΟΙ ΕΙΣΤΕ, ΣΤΗΝ καλύτερή σας ηλικία κι εσείς είναι που πρέπει να ομορφύνετε κι εμάς τα χούφταλα, να βελτιώσετε τον μέσο  όρο. Εμείς οι υπεραιωνόβιοι, όσο και να φτιασιδωνόμαστε, πάλι γέροι θα είμαστε. Εσείς να μας ομορφύνετε! Τι την κρύβετε την ομορφιά σας πίσω από γένια και τρίχες; Ελευθερώστε το πρόσωπό σας, αφήστε μας να σας δούμε… Περπατήστε όρθιοι, μην καμπουριάζετε, δείξτε την κορμοστασιά σας, τη λεβεντιά σας. Βρε σεις, κι αυτά, εγώ πρέπει να σας τα λέω;

ΚΑΙ ΣΕΙΣ ΚΟΠΕΛΕΣ, κομψευτείτε! Καλά τα τζην, αλλά τη χάρη που έχει το φουστάνι, τίποτα! Λες και πάτε στον πόλεμο, βάλατε και τις αρβύλες και πετάξατε τη θηλυκότητα στα άχρηστα! Θα μου πεις, άμα βλέπεις τους καλογέρους, τι θηλυκότητα να έχεις; Αμ, εδώ σας θέλω! Βγάλτε τους απ’ το καλογεριτιλίκι, κάντε τους να σας κάνουν και πάλι καμάκι, να αρχίσουν να φλερτάρουν και πάλι, που γίνανε μαμούχαλοι, κοτζαμάν μαντράχαλοι!

ΓΙΑΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ μου φαίνεται να ξεκινήσουμε από τα βασικά: Το κάλλος. Η ομορφιά. Η αισθητική. Να ξαναβρούμε το όμορφο. Επάνω μας, γύρω μας, παντού. Να το επιδιώκουμε, να το προσπαθούμε, να το αναγνωρίζουμε, να το επικροτούμε. Το κάλλος. Την ομορφιά. Την αισθητική….

ΤΟΥΣ ΑΝΟΙΧΤΟΥΣ ορίζοντες. Την Άνοιξη.

Σας φιλώ γλυκά

Η Πιπεριά

 

Λεζαντα: Αιώνια πρότυπα σεξαπήλ – κι εμείς θέλουμε να μοιάζουμε στους καλογέρους!