Επιμέλεια: Γιώργος Γαλέτσας
-Φίλοι ιστορικής μνήμης και πολιτιστικής δημιουργίας
Για την πρώτη μεγάλη αντιφασιστική νίκη του ελληνικού λαού, που ξεκίνησε στις 28 του
Οκτώβρη του 1940 με το μεγάλο ΟΧΙ στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι, έχουν γραφτεί και έχουν
ειπωθεί πολλά από πολλούς επαΐοντες. Για το λόγο αυτό κάθε δική μου παρέμβαση τη θεωρώ
περιττή, αφού μάλλον θα επαναλάβει χιλιοειπωμένα πράγματα. Για το λόγο αυτό φέτος που
γιορτάζουμε τα 80 χρόνια της Εθνικής μας αυτής γιορτής, θα ’θελα να προσκομίσω 3 ντοκουμέντα
– που πιθανότατα παρουσιάζονται για πρώτη φορά – και αφορούν 2 επιστολές και μια ανταπόκριση που δημοσιεύθηκαν στον τοπικό τύπο της εποχής αυτής και έχουν κατά τη γνώμη μου σημαντικό ενδιαφέρον.
Η πρώτη επιστολή δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Πρωινή» στις 15-2-1941 και είναι μια γραφή του βιβλιογράφου Γ. Κατσίμπαλη προς τον συνάδελφό του και συμπατριώτη μας Κίμωνα Μ. Μιχαηλίδη που τότε ζούσε στην Πέτρα. Η ενδιαφέρουσα αυτή επιστολή, εκτός των πλούσιων πληροφοριών που μας δίνει για τη στάση των πεζογράφων και ποιητών της «Γενιάς του Τριάντα», αποτελεί και μια αποστομωτική απάντηση σ’ όλους αυτούς τους ακροδεξιούς που δεκαετίες τώρα αποκαλούσαν και αποκαλούν τους λογοτέχνες μας «λαπάδες». Ποιος δεν θυμάται το Σωτήρη Κούβελα, δήμαρχο Θεσσαλονίκης και μετέπειτα υπουργό της κυβέρνησης Κων. Μητσοτάκη, να μας διακηρύσσει στις αρχές της δεκαετίας του ’90: «Εγώ δεν είμαι κανένας λαπάς για να μ’ αρέσει η ποίηση.»
ΓΙΑΤΙ ΝΙΚΟΥΜΕ – ΓΡΑΜΜΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΟΥ
Με χαρά και καμάρι δημοσιεύει η «Πρωινή» το ακόλουθο γράμμα, γεμάτο πατριωτισμό και πολεμικό μένος, που έστειλε ο γνωστός Αθηναίος λόγιος και βιβλιογράφος Γ.Κ. Κατσίμπαλης στο συμπατριώτη μας κ. Κ. Μ.
Μιχαηλίδη.
Αθήνα 17-1-1941,
Αγαπητέ κ. Κίμωνα,
Από τα γραφόμενά σου καταλαβαίνω ότι δεν υποψιάζεσαι καν ότι υπηρετώ στο στρατό, και μάλιστα
από την πρώτη-πρώτη μέρα της επιστράτευσης. Στο πυροβολικό καλέσανε πολλές ηλικίες αξιωματικών κι
έτσι βρέθηκα πάλι ντυμένος την παλιά τιμημένη μου στολή με την ίδια λαχτάρα, όπως πριν εικοσιτρία τόσα χρόνια όταν την πρωτοφόρεσα. Βέβαια, η φρόνηση θα έπρεπε να μου είχε επιβάλει να παρουσιαστώ στην επιτροπή απαλλαγών ή το λιγότερο να φροντίσω να τοποθετηθώ σε κανένα γραφείο, μια και τα παθήματά μου από τις προηγούμενες εκστρατείες και ύστερα με κατάντησαν σακάτη και σχεδόν ανάπηρο, προτίμησα ωστόσο να παραμείνω σε μάχιμη μονάδα και να τα βγάλω πέρα όπως-όπως. Έχω δυόμισυ μήνες τώρα που γυμνάζω και γυμνάζομαι σε νέα όπλα κ’ είμαι έτοιμος πια να ξεκινήσω. Από μέρα σε μέρα περιμένω διαταγή να πάρω φύσημα. Μου έχει ανατεθεί η διοίκηση πυροβολαρχίας και λαχταράω να πάω να στήσω κάπου τα πυροβόλα μου και να πιάσω δουλειά. Σήμερα αύριο φεύγω. Θα είναι η ωραιώτερη στιγμή της ζωής μου να μπορέσω ξανά, με τις ελάχιστες δυνάμεις μου, να συντελέσω κ’ εγώ στην υπεράνθρωπη προσπάθεια της ακατάλυτης Φυλής μας. Ελπίζω, με την βοήθεια του Θεού, να κρατήσει καλά το σαπιοκούφαρο και να μην τσακίσει άξαφνα μέσα στα χιόνια και στα νερά και με ρίξει κάτω, ανήμπορο και άχρηστο. Ναι, θα βαστάξω! Για τους φίλους που ρωτάς, λένε πως ο Ελύτης βρίσκεται κάπου κατά τη Χειμάρρα, ο Καραντώνης
κατά την Κορυτσά, ο Αντωνίου περιπολεί με αντιτορπιλλικό, ο Θεοτοκάς και ο Μπεράτης καταταχτήκανε εθελοντές και ο Τερζάκης βρίσκεται στο Μέτωπο με το βαρύ πυροβολικό. Οι καλαμαράδηδές μας, καθώς βλέπεις, αντίς για πέννα, κρατάνε τώρα στο χέρι τη λόγχη και το τουφέκι. Τι ωραιότερο και δημιουργικώτερο απ’ αυτό στην τωρινή στιγμή;
Γράψε μου και η γυναίκα μου θα φροντίσει να μου στείλει τη γραφή σου εκεί που θα βρίσκομαι. Η ίδια δουλεύει σκυλίσια, μέρα νύχτα, σ’ ένα από τα στρατιωτικά νοσοκομεία της Αθήνας.
Σε φιλώ
Γ ι ώ ρ γ ο ς
Το δεύτερο τεκμήριο (φωτο 2) του αφιερώματος αυτού είναι μια ανταπόκριση που στέλνει από το Μέτωπο, στις 2 Μάρτη 1941, ο έφεδρος αξιωματικός του ελληνικού στρατού Μικρασιάτης
Ξενοφών Αμμανίτης και δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Πρωινή» στις 20/3/1941. Την
επέλεξα δε γιατί υπαίτιος της ανταπόκρισης αυτής είναι ο λοχίας Μιχάλης Καραφύλλας, που μετά την επιστροφή του από το μέτωπο μαζί με άλλους 11 συμπατριώτες εφέδρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, τέλη του ’41 φεύγουν από την Μυτιλήνη για να πολεμήσουν στην Μέση Ανατολή με τα συμμαχικά στρατεύματα. Ενώ είχαν φθάσει στην Τουρκία και ήταν κάτω από την προστασία του ελληνικού και αγγλικού προξενείου, τελικά μετά από απαίτηση των Γερμανών, εξαιτίας μιας επιστολής λίβελου εναντίον τους, που είχε αφήσει πριν την αναχώρησή του στη Νομαρχία που δούλευε ως δημόσιος υπάλληλος, παραδόθηκε στους Τούρκους κι αυτοί με τη σειρά τους τον έφεραν στη Μυτιλήνη δεμένο και τον παρέδωσαν στους σταυρωτές του. Μετά δε από πολύμηνους βασανισμούς και κακουχίες στο άντρο της Γκεστάπο, σακατεμένο, θα τον πάρουν οι δικοί του σπίτι και εκεί θα πεθάνει από πνευμονική φυματίωση.
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΑΝΤΑΡΟΥΣ ΜΑΣ
Και μούπαν ακόμα τα κρινάκια τα κίτρινα…
Του κ. ΞΕΝΟΦ. ΑΜΜΑΝΙΤΟΥ
Αλβανία 2/3/1941
Μπαίνοντας στο φτωχικό μου τ’ αντίσκηνο μέσα, ένοιωσα να ξαλαφρώνεται η ψυχή μου από της
νοσταλγίας το βάρος στο αντίκρυσμα λίγων του βουνού λουλουδιών ευγενικά μαζεμένων και με πόση
καλοσύνη δωρημένων απ’ τον καλόκαρδο Μιχάλη Καραφύλλα. Κάτι μικρά κίτρινα κρινάκια, ολόδροσα,
όλο ζωή γιομάτα, κρινάκια πώχουν ακόμα κόκκινη τη ρίζα τους από το αίμα που την έθρεψε και τη
δυνάμωσε, το αίμα εκείνων που τώχυσαν για μια και μοναδική ιδέα της τελικής Νίκης.
Μέσα στου χιονιού την παγωμένη ασπρίλα ή μέσα στης συχαμερής νερουλής λάσπης την απαίσια
μαυρίλα, ανοίγωντας τα αγνά αυτά λουλουδάκια κάτω απ’ τις πρώιμες του ανοιξιάτικου ήλιου αχτέδες,
πόση χαρά ξεχύνουν μέσα στις καρδιές μας! Είναι λες μια υπερκόσμια ειδοποίηση, μια ειδοποίηση
εκείνων που τους έταξεν η μοίρα τους παντοτεινή κατοικία τη Γη των Σκίπιταρ, μια ειδοποίηση σταλμένη
από το Υπερπέραν ότι πλησιάζει η στιγμή, ότι έφθασεν της εκδίκησης η ώρα. Λες κι’ είναι πολλά, χίλια,
αμέτρητα μικρά φλογερά ματάκια που τ’ άνοιξαν του πολέμου μας οι πεθαμένοι, να δουν αν συνεχίζεται
το έργο τους, το μεγάλο. Να μάθουν αν ημείς που ζούμε ακόμα πάνω σ’ αυτή τη γη π’ αγιάστηκε με το
δικό τους αίμα ακολουθούμε το δρόμο που μας έδειξαν αυτοί (…)
Μαζεμένα σήμερα ένα μπουκέτο απ’ αυτά μέσα στο φτωχικό μου τ’ αντίσκηνο, μου κρατούν συντροφιά
μιλώντας χίλια λόγια απόκρυφα μες τη ψυχή μου, ανιστορώντας παραμύθια αληθινά που γίνανε κάποτε
κάπου στην Αρβανιτιά, για παληκάρια ακατάβλητα που κι αυτόν νικήσανε τον θάνατο (…) παληκάρια που
δεν πέθαναν, μονάχα ξάπλωσαν στη λεύτερη τώρα να ξαποστάσουν γη απ’ τον τρανό αγώνα τους (…)
Και μιλούν στην ψυχή μου τα κίτρινα κρινάκια, των νεκρών μας των τιμημένων αγγελιοφόρων, και λεν
πως δεν θέλουν γι’ αυτούς να χύσουν πόνου δάκρυ οι αγαπημένοι των, δεν θέλουν η ψυχή των να γεμίση
από βαρυγκώμια και παράπονο. Θέλουν το δάκρυ που θα στάξη γι’ αυτούς από αγαπημένης γυναικούλας
ή μάνας χαροκαμένης το βλέφαρο νάναι δάκρυ της πικρής περηφάνειας, νάναι δάκρυ νοσταλγικού
χωρισμού. Νάναι δάκρυ στοργής και αγάπης. Και μούπαν ακόμα – τα κρινάκια τα κίτρινα – στη νυχτερινή
σιγαλιά μας πώς μέσα στης νύχτας το πνιχτό το σκοτάδι, το πνεύμα τους πάντα ζωντανεμένο πετά κοντά
στους δικούς του που τόσο αγάπησε (…) πώς όσο ξένη κι αν φαίνεται η γη που τους δέχτηκε, όσο κι αν
φαντάζη κρύα αυτή που τους έκλεισε στην αγκαλιά της η γή, όσο κι αν βαρύ λογαριάζεται το χώμα που τα
σκέπασε, όμως δική τους, τους φαίνεται και θερμή η αγκαλιά που τώρα του κλεί και το χώμα από
πούπουλο γιατί είναι το χώμα το άγιο που τους σκεπάζει μόνο τους ήρωες, γιατί είναι το χώμα το
στοργικά ζεσταμένο από τον πόνο κι από τον πόθο και τον ιδρώτα ενός ολόκληρου Έθνους, ενός
ηνωμένου λαού, που ζητά λυτρωμένος πάντα να είναι, που ζητά ελεύθερος πάντα να ζή. Και μούπαν
ακόμα – τα κρινάκια τα κίτρινα – πως (…) οι τάφοι αυτοί οι απλοί και απέριττοι, προσκύνημα θα γεννούν
ιερό και άγιο, προσκύνημα θείας λατρείας γυναικών και παιδιών και γερόντων, εκκλησιά και βωμός της
λατρείας ενός Έθνους, ενός Έθνους που η θυσία τους έσωσε (…) εξύψωσε στων λαών και Εθνών την
συνείδηση, ενός λαού που ο θάνατος τους έδωκε το δικαίωμα της ζωής της ελεύθερης (…) και πως το
αίμα το άγιο που χύθηκε, το σχοινί του πνιγμού θα γίνη, στων δειλών και δολοφόνων τον λαιμό κάποια
μέρα, (…) το σχοινί στο λαιμό της προδότρας Ιταλίας που τ’ απομεινάρια κάποιας κληρονομιάς στα παλιά της τα χρόνια μεγάλης, την κινήσαν να προδώσει την φωτοδότρα Ελλάδα. Και μούπαν ακόμα- τα
κρινάκια τα κίτρινα…… ΞΕΝΟ.
Η τρίτη επιστολή μας (φωτο 3) έρχεται από την ναζιστική Γερμανία, από συμπατριώτη μας
εθελοντή εργάτη που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Φώς» στις 31 Μάη του ’42. Την επέλεξα γιατί η ιστορία της μας εισάγει στο κεφάλαιο της εθελοντικής εργασίας στα εδάφη του Γ΄
Ράιχ την περίοδο της Κατοχής. Μια άγνωστη πτυχή της ναζιστικής προπαγάνδας που οδήγησε
εκατομμύρια εργάτες από ευρωπαϊκά κράτη, δεκάδες χιλιάδες από την πατρίδα μας, στις πολεμικές
φάμπρικες του Γ΄ Ράιχ για να αντικαταστήσουν τους Γερμανούς εργάτες που έπρεπε να
στρατευθούν, για να σκορπίσουν τον όλεθρο και το θανατικό στους ευρωπαϊκούς λαούς. Μια σειρά
από ψευδολογίες για πλούσιες αμοιβές, άριστες συνθήκες εργασίας και επιβίωσης. Έπεισαν
αρκετούς νέους να τους πιστέψουν και έφυγαν ως εθελοντές εργάτες για να επανδρώσουν τις
πολεμικές βιομηχανίες της ναζιστικής Γερμανίας. Από το νησί μας πρέπει να μετανάστευσαν
περίπου 100 συμπατριώτες μας. Από αυτούς στο τέλος του πολέμου γύρισαν ελάχιστοι – κάτω από δέκα. Οι άλλοι σκοτώθηκαν – κύρια – σε συμμαχικούς βομβαρδισμούς στα εργοστάσια που
δούλευαν και μερικοί παρέμειναν στη μεταπολεμική Γερμανία ή Αυστρία δημιουργώντας
οικογένεια. Για δυο συμπατριώτες μας έχω στοιχεία – από διηγήσεις συγγενών – που επέστρεψαν το ’44 στα σπίτια τους σε άθλια κατάσταση, ρακένδυτοι, ανυπόδητοι, πεινασμένοι, αλλά το κυριότερο πολύ άρρωστοι – κύρια από φυματίωση – με αποτέλεσμα μετά από ένα ή δυο μήνες να πεθάνουν. Για τον υπογράφοντα την επιστολή – συμπατριώτη μας – Θεόδωρο Κακναβάτο έχω στο αρχείο μου άλλο ένα τεκμήριο: Κατάσταση του τοπικού τμήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, της 31-5-1946 – τέσσερα ακριβώς χρόνια!!! – μετά την δημοσίευση της επιστολής όπου τον αναζητεί ο πατέρας του Νικόλαος Κακναβάτος. (φωτο 4)
Έλληνες εργάται εις Γερμανία
Δημοσιεύομεν κατωτέρω επιστολήν νέου εκ των εσχάτως μεταβάντων εις Γερμανίαν δια να εργασθούν εκεί
και από την οποίαν φαίνονται οι άριστοι όροι υπό τας οποίας εργάζονται οι Έλληνες εις την
Εθνικοσοσιαλιστικήν Γερμανίαν. Η επιστολή έχει ως εξής:
Εν Νυρεμβέργη 28/3/1942
Σεβαστοί μου γονείς,
Μάθατε ότι έφθασα στη Νυρεμβέργη και είμαι πολύ καλά. Στο ταξίδι περάσαμε, θαυμάσια, χάρις εις το
θερμόν ενδιαφέρον και την μέριμναν των κατά τόπους Γερμανικών Αρχών. Τώρα είμαι σ’ ένα
μηχανουργείον και εργάζομαι στο τμήμα των τόρνων. Εργαζόμεθα κανονικά, πληρωνόμεθα καλά και μετά
τη δουλειά μας σεργιανάμε ελεύθεροι.
Έχουμε πολύ καλό φαγί, άφθονο ψωμί και μπύρα όσο τραβά η καρδιά μας. Επίσης έχει εδώ πολύ φθηνά
ρούχα και θα στείλω κάτι της Αδαμαντίας, διότι μας επιτρέπουν να στέλνουμε και δέματα ταχυδρομικώς
έως ένα κοιλό.
Μη στεναχωρήσθε καθόλου διότι εγώ κοιτάζω το μέλλον μου. Στην Ελλάδα δεν ημπορούσα να το
εξασφαλίσω και τώρα το εξασφαλίζω εδώ στη Γερμανία.
Γράψτε μου αν πήρατε τις 5 χιλ. δραχμές που σας έστειλε ως δώρο το εργοστάσιο.
Σας φιλώ
ο υιός σας
Θ. Κακναβάτος