Το παρακάτω λαογραφικό διήγημα σχετικά με το φωτισμό των σπιτιών στην Ερεσό κατά την παραμονή των Θεοφανείω επιμελήθηκε ο Νίκος Καρύδης, αντιπρόεδρος και υπεύθυνος του περιοδικού του συλλόγου των Aπανταχού Ερεσίων “Ο Θεόφραστος”, και φιλοξενήθηκε στην ιστοσελίδα του Ενωμένη Ρωμηοσύνη: https://enromiosini.gr
“Ξημερώνει παραμονή των Φώτων. Πέντε του Γενάρη. Του Γιαννέλ’ φύλαγε πώς και πως αυτή τη μέρα. Είναι η αγαπημένη του γιορτή. Είναι η πιο αγαπητή του. Απ’ τα πιο μωρκάτα[1] τ’ που ήταν θυμάται πάντα τα Φώτα σαν μια μέρα που ξεχώριζε απ’ όλες του χρόνου. Ήθελε πάντα να νιώσει ταχτέρ ταχτέρ[2], να σαστεί[3], να βάλει τα καλά του τα π’κάμσα και να ανηφορίσει για την Παναγιά.
Αποβραδίς τα είχε κανονίσει απ’ τη γιαγιά τ’, την κυρά Μυρσίν’. Πριν τον καληνυχτίσει και τον σκεπάσει με τα μάλλινα σκεπάσματα, που τα είχε από τη μάνα της, του έδωσε ένα φιλί πάνω στο κούτελο και του συμπλήρωσε:
Αγορέλι μ, τα ρούχα σ’ θα ντα χω πας στου σιντιρέλ[4]. Είναι πλυμμένα, μουσχομυρίζ᾿. Μπαμπακάτα[5] στα χω. Άι άμα νιώσ’ του προυί φόρα τα, πλύστσι, σάστσι τσι διέβαινε σκ ακκλησιά τσι θα ν’έρθου τσι γω πιο ύστιρα. Στα χου όμουρφα σασμένα. Του πκαμσέλι σ’, του πανταλόνι σ του καλό, τα παπτσέλια τς νονού σ’ τσι κη καλή σ’ κη γραβαντούδα, μουρό μ. Δανά αύριου π’ θα γυρίζ’ς απ’ του παπά στα σπίκια, νά σι μπαμπακάτους.
Εντάξει, γιαγιά μ! Άμα νιώσου –πρώτα Θιος – θα σαστώ τσι θα παγαίνου.
Του σώβρακο σ’ τ’ άλλαξις; Μη βρουμείς μές στα σπίκια τσι σι βλέπς τς οι γναίτσις τσι σ’ αχταγιάζ’[6].
Ναι, γιαγιά!
Άφουρουμ[7], Γιαννέλι μ! Άι καλό ξμέρουμα ! Απ’ του καλό.
Του Γιαννέλ από μωρό είχε μάθει να πηγαίνει στην εκκλησιά τέτοια μέρα, παραμονή των Θεοφανείων, κι ύστερα τον έπαιρνε ο παπα-Σίμος μαζί του και γυρίζανε τα σπίτια της ενορίας. Απ’ τη Φόν(ι)σσα ίσαμε τον Κούκο, τον Ασταλό, την Καλαμιά και ούλα μές στο Κάτω Χωριό. Τα είχε μάθει όλα. Ήταν έθιμο για την ημέρα αυτή. Μετά τον αγιασμό, ξεκινούσε ο παπάς με ένα βοηθό και ένα ένα τα σπίτια και τα μαγαζιά όλης της ενορίας τα έπαιρναν σβάρνα και έκαναν αγιασμό. Αυτό το ήξεραν όλοι. Μικροί μεγάλοι. Και το Γιαννέλ έτσι ήξερε από μικρός.
Ήταν ξύπνιο μωρό. Όμορφο. Έντεκα χρονών παλικαρέλ’. Όλοι στη γειτονιά τον φωνάζανε «μπικιαρέλο»[8], γιατί για την ηλικία του ήταν ψηλός και γεμάτος. Είχε κάτι μάτια σαν τσάγαλα της άνοιξης. Απ’ τα μεγάλα όμως. Τ’ αναφανούμενα. Τα μάγ’λα του ήταν κνικάτα[9]. Γένια ακόμα δεν είχε βγάλει, αλλά το μουστάκι του είχε αρχίσει να πυκνώνει και να μαυρίζει κάτω από τη μικρή του τη μυτούλα. Η μάνα του, η κυρ – Ανδρομάχη, δεν τον άφηνε όμως να το ξυρίσει ακόμα. «Μη βιάζισι να μεγαλώσ’ς, αγόρι μ. Έχ’ς χρόνια μπροστά σ’!». Κι εκείνος πιστός πάντα στις συμβουλές της Ανδρομάχης έκανε υπακοή. Είχε πάρει σωστή ανατροφή κι απ’ τη μάνα του κι από τον πατέρα του, το Λουκή. Όλοι τους σοβαροί αθρώποι, τση δλειας και του Κάμπου. Είχαν πολλά κτήματα. Άλλο στην Κορών’(η), άλλο στα Παπάζια, κι ένα κοντά στο Τσαμ Ντιρεσί. Εκεί πήγαινε τους χειμώνες ο πατέρας του κι έβρισκε μανίτες και χορτάρια. Και κάνανε ένα ζμί – τι να σ’ λέγω! Τού είχε υποσχεθεί ότι αν είναι καλό μωρό και παντρευτεί γρήγορα θα του το δώσει προίκα. Αυτό του το έλεγε επειδή του άρεσε πολύ το χορταροζούμ’. Ειδικά άμα είχε μέσα και καυκαλίθρες δε χόρταινε να πίνει και να ξαναπίνει. Αφού και στο σχολειό που πήγαινε, γύρευε από τη μάνα του μαζί με τα ξερά τ’ αϊντινιά[10] να του βάζει μες στο παγούρι και χορταροζούμ’. Έριχνε και δυο λεμόνια μες στη σάκα του και ανέβαινε για το σχολειό, αφού πρώτα περνούσε κι απ’ το Χατζήσμαν’ για να ρίξει κουμματέλ’[11] δροσνό[12] νερό πάνω στα μούτσνα[13] τ΄ για να ανοίξουν τα μάκια τ’.
Πέρασε η νύχτα και ξημέρωσε η πέμπτη του Γενάρη. Του Γιαννέλ ήταν από νωρίς σηκωμένο. Είχε πλυθεί, είχε σαστεί και φύλαγε να σημάνει η καμπάνα της Παναγιάς για να ξεκινήσει. Πάνω που ίσιωνε την καλή του τη γραβαντούδα, σηκώθηκε κι η γιαγιά η Μυσνή.
Μάσιαλα αγόρι μ! Τι όμουρφο κουπιλούδ’ που γίντσις! Άντε σκη ευχή τση Παναγιάς. Άμε να προφτάξς να πιάσ’ς του Σταυρό. Άντι μουρό μ!
Αφού καλημέρισε κι εκείνος τη γιαγιά του, τη χαιρέτισε με νόημα κουνώντας χαρούμενα τα δυο του χέρια, και ίσα που έβγαινε απ’ το γέριβι[14] και πήγαινε ν’ ανοίξει την πόρτα, χτύπησε η καμπάνα. Έκοψε κι από την αυλή του ένα κλωνάρι βασιλικό, απ’ το χειμωνιάτικο που είχε η γιαγιά του δίπλα στη σκάλα. Ήταν κουϊτού[15] εκεί και δεν το έπιανε η παγωνιά. «Ας πάρω κουμματέλ για τ’ αντέκ[16]’ να βάλουμε πας στου Σταυρό – μέρα πού ‘ναι!», συλλογίστηκε.
Μπήκε στην εκκλησιά. Χαιρέτισε τον επίτροπο, άναψε το κεράκι του και γραμμή για το ιερό. Έτσι είχε μάθει από μικρός, έτσι έκανε. Ήταν παιδί του ιερού. Από μωρό στα πράγματα, είχε μαθητεύσει στα χέρια του παπα-Σίμου. Τον είχε σαν πατέρα του, αλλά κι αυτός τον είχε σα δικό του παιδί. Το είχε καταλάβει ότι τούτο το μωρό δεν είναι σαν όλα τ’ άλλα. Ήταν προκομμένο. Τον εμπιστευόταν και ρωτούσε και τη γνώμη του σε πολλά πράγματα. Πολλές φορές το φώναζε κι όταν ήθελαν να μετρήσουν το παγκάρι με το εκκλησιαστικό συμβούλιο. Είχαν αναπτύξει πολύ φιλικές σχέσεις το Γιαννέλ με τον παπά.
Ξικουράστ’κες Γιαννέλ΄;, τον ρώτησε ο παπα-Σίμος με την γλυκιά αλλά και αστεία φωνή που τον χαρακτήριζε.
Ναι πάτερ!
Ά μπράβο! Σήμερα έχουμε πολύ δρόμο.
Ναι πάτερ!
Άι κάτσε δανά[17] ήρεμος και θα τα κανονίσουμε ύστερα. Βάλε κη στολή σ’ και κάτσε χαμ.
Αυτή ήταν η πρώτη του συνομιλία μόλις πήγε στην Παναγιά και βρήκε τον ιερέα. Ύστερα λώπαξε[18] πάνω στην καρέκλα και πότε κατίμζε, πότε ξυπνούσε. Ήταν μωρό το κακόχιου και πώς κατάφερνε και ξυπνούσε τόσο πρωί, ένας Θεός ξέρει. Πάντως όποτε έπρεπε να εκτελέσει τα καθήκοντά του μέσα στ’ άγιο βήμα τιναζόταν πάνω, λες και το χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Όλα τα ήξερε. Ήταν ούλου ξυπνητάδα.
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε…». Ήταν το αγαπημένο του τροπάρι. Μόλις το άκουγε από το κυρ Ανέστη τον ψάλτη, τον έβλεπες και άνοιγε τα μάτια του τόσο σαν να έβλεπε εμπρός του κάτι το θεαματικό και παράλληλα κουνούσε τα χείλη του με τη μελωδία. Τούτο ήταν λογικό, αφού η αγαπημένη του μέρα ήταν τούτη, η σημερινή. Όλα του άρεσαν αυτή τη μέρα. Όσα άκουγε, όσα έβλεπε, όσα μύριζε. Αυτός ο συνδυασμός του βασιλικού, του νερού και του αγιασμού τον σαγήνευε πολύ.
Απλό παιδί ήταν. Δεν του άρεσαν τα πολλά, ούτε τα μεγαλεία. Μες στο χωριό είχε μεγαλώσει. Σχολειό, εκκλησιά, σπίτι, χωράφια. Η οικογένειά του, ο παπα-Σίμος, ο δάσκαλος ο Χριστόφορος και δυο τρεις γειτόνοι ήταν τα πρόσωπα με τα οποία συναναστρεφόταν σε καθημερινή βάση. Αυτά τα απλά και τα καθημερινά του γέμιζαν την ψυχή. «Εγώ, όταν μεγαλώσω, θα παντρευτώ μια νια απ’ του Μπιρδέσ’. Θα χω και το χωραφέλι μ τς ένα μπαχτσιδέλ με τα μπουστάνια μ.», έλεγε όταν τον ρωτούσαν τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει. Φαίνεται είχε κάποια στο νου του απ’ το Πάνω Χωριό, αλλά δεν το μαρτυρούσε σε κανέναν. Ήταν ξυπνητό μωρό. Ήξερε τι έκανε.
Μόλις τέλειωσε η λειτουργία, μοίρασε και το αντίδωρο ο παπά-Σίμους, ευχήθηκαν όλοι, πήραν κι αγιασμό για να ράνουν στα χωράφια, στις μάντρες και στα ζα τους και η εκκλησιά άδειασε για ώρας. Μετά τον χαμό που επικράτησε μέσα στην Παναγιά από τις γυναίκες που έπεσαν με τα μούτρα να προλάβουν να προμηθευτούν αγιασμό απ’ την κολυμβήθρα, έμειναν μέσα μόνο ο παπά-Σίμους και το Γιαννέλ.
Τι λες, Γιαννέλ; Να ξεκινήσουμε;
Ναι, παπά! Αλλά να πάμε πρώτα απ’ τση θεια Πιπίνας τα μερ’, γιακί θέλ’ ν’ ανεβεί στουν Πλάτανου να πα στα ψώνια, μ’ είπε.
Άι ας γιουρουγκίσουμι[19]. Βάστα συ κη μπακιρούδα[20] τσι κουμμάκ’ βασιλκό τσι πάμι.
Γιαντά βρε παπά; Άμα βαστώ γω κη μπακιρούδα, βαστώ τσι του βασιλκό… Δωμ τσι του Σταυρό, τσι κάτσι συ στου σπίκι σ, να πάγου γω ν’ αγιάσου τα σπίκια.
Άιντε βρε Γιαννέλ. Καλά τα λες. Ξλώθκα.
Κι ευκή σ’, παπά μ. Ίσα!
Ξεκινήσανε γύρω στην εντεκάτη την πρωινή μετά τη θεία λειτουργία. Ώσπου να καταλύσει ο παπάς, να πιει όλη την κοινωνία που είχ’ απομείνει, πέρασε η ώρα. Όσο ο παπάς εκτελούσε τα καθήκοντά του, του Γιαννέλ έτριβε και ξαναέτριβε την μπακιρούδα μες στο πρόκλητο της Παναγιάς. Ήθελε να την κάνει να αστράφτει. Πολύ του άρεσε αυτή η μπακίρα. Είχε ακούσει πριν χρόνια ότι την είχε φέρει μια γριά από τη Μικρασία το ’22. Την είχαν εκεί στη Σμύρνη κι έβαζαν μέσα τον αγιασμό και τον κρατούσαν όλο το χρόνο. Όταν στην καταστροφή τους έδιωξαν από εκεί, μάζεψε όσα πρόλαβε, τα τύλιξε μέσα στα χράμια και τα έφερε εδώ. Όταν ήρθε κι εγκαταστάθηκε στην Ερεσό έδωσε την μπακίρα τάμα στην Παναγιά της Ερεσού που την έσωσε κι ήρθε ως εδώ ζωντανή. Ήταν μικρή, στα μέτρα του και δεν τον κούραζε όταν τη σήκωνε. Ειδικά, μάλιστα, όταν από σπίτι σε σπίτι το βάρος της μεγάλωνε. Μπροστά ο παπάς και πίσω το μωρό. Κι οι δυο καμάρωναν, ενώ περπατούσαν με αγέρωχο βήμα μέσα στα σοκάκια του χωριού.
Το πρώτο σπίτι που πήγαν ήταν της θεια Παναϊτούδας, που έμενε λίγο πιο πέρα από το ναό και ήταν μια από τις τακτικές ενορίτισσες και προσκυνήτριες της Παναγιάς μας. Ο παπάς αυτή την είχε σαν το δεξί του χέρι. Ό,τι ήθελε, όποια βοήθεια γύρευε, πάντα η θεια Παναγιώτα θα του έδινε την καλύτερη λύση και θα τον έσωζε. Όταν ξέμενε από βλογιές, πόσες φορές είχε στείλει το Γιαννέλ να πάει να της γυρέψει καμιά ζυμωτή. Ήταν χήρα η κακομοίρα κι είχε πείρα από πάθια. Αλλά η μεγάλη ηλικία της, ήταν πολύ μικρότερη της σοφίας και της καλοσύνης του χαρακτήρα της. Πήγανε και χτυπήσανε την πόρτα της:
Καλώς τουν του παπά! Καλώς τα τα μουρά. Τσι τ χρον!
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις…», κατευθείαν και με όρεξη ο παπάς άρχισε να ψέλνει και να ραντίζει το σπίτι σε κάθε γωνιά και σε κάθε έπιπλο.
Ράνε παπά μ, ράνε να φύγουν οι διαβόλ’!, είπε με χαρά η θεια-Παναϊτούδα.
Και φαινόταν ότι αυτό που έλεγε το εννοούσε. Και είχε τόση χαρά λες κι έμπαινε μέσα στο σπίτι της ο βασιλιάς. Μα πράγματι. Αν το σκεφτείς ο βασιλιάς μπήκε μέσα. Ο Κύριος Ιησούς που βαπτίζεται σήμερα στον Ιορδάνη και αγιάζονται όλα τα ύδατα. Και μαζί με τα ύδατα αγιάζονται τα πάντα. Τα σπίτια, τα ντάμια[21], τα πρόβατα, οι μάντρες. Ούλα τα μπουτζιάκια[22]. Το γέρεβι τση θεια Παναϊτούδας, οι σφίδες[23] με τις χάχλες[24]. Ούλα ! Γι αυτό είχε χαρά κι η θειά.
Έλα μωρέλι μ. Πού ειν’ η μπακιρούδα σ’; Φέρε κ έιδω να σ ρίξου μέσα του δώρου σ.
Να, λοιπόν! Έπεσε η πρώτη δραχμή. Μες στον αγιασμό οι κυράδες κι οι μπαρμπάδες ρίχνανε μια – δυο πεν’νταρούδες[25] για το καλό. Ήταν έθιμο που το βρήκαν από τους δικούς τους. Άμα ράνει ο παπάς το σπίτι τους δίνουν μια – δυο δραχμές στο μωρό που τρέχει πίσω από τον παπά, χώρια και σε κείνον όσα δίνουν. Άλλοι δίνουν καμπόσα φνίκια[26], άλλοι πίτες, μπλατζέτες, τ’γανόπτες και μια κβάρα γλύκες. Κι αυτό γιατί οι παπάδες δεν είχαν μόνιμο μισθό και το χωριό είχε καθήκον να τους συντηρεί.
Άιντι, τσι τ χρόν παπά! Να σι γιρός να μας αρθούτι πάλε. Τσι συ, μουρό μ, μια καλή τυχ’!
Να σι καλά βρι θεια. Στ’ αγγόνια σ. Τσι τ χρόν !
Αμέτι στου καλό! Τς ευκή μ’ μουρό μ.
Ο παπάς και του Γιαννέλ αφήνουν τη θεια Παναϊτούδα και προχωρούν πιο πάνω, προς τη θεια Στρατηγή. Πριν μπούνε όμως στης Στρατηγής είπαν να χτυπήσουν στη θεια Πιπίνα, η οποία βιαζόταν ν’ ανεβεί στον Πλάτανο για να κάνει τα ψώνια της.
Ο παπα-Σίμους, όμως, ήξερε πως η Πιπίνα δεν ήθελε να πάει στα ψώνια. Δεν ήταν αυτό που την τραβούσε, αλλά το λακιρντί[27] που ήθελε να πάει να πιάσει με την ξαδέρφη της την Ποσούλα, που τη φύλαγε απ’ τα προψές. Της είχε τάξει ότι θα πάει να της πει τις αχταγιές[28] του Κάτω Χωριού, αφού –ως γνωστόν- η Ποσούλα ήταν απ’ τις πρώτες αχταγουλόγες τς Ερεσού. Πού κη γύρευγες, πού κη εύρισκες, σε κανέναν καφέ θα γύριζε για να μάθει νέα. Μέχρι τον άντρα της τον είχε επιστρατεύσει στο καφενείο του Πλούτου να συλλέγει νέα και να της τα μεταφέρει. Ο καημένος ο κυρ Φάνης, άμα δεν της τα πρόφταινε πρώτος τα νέα, το έλα και να δεις γίνουντο μες στο σπίτι και τους άκουγε ούλου του Μπιρδέσ’. Αυτά τα ήξερε όλα ο παπα-Σίμους γιατί τις είχε μάθει όλες τις γυναικούλες του χωριού μας κι απ΄ κη ουρθιά τς απ’ κη ανακακιά[29]. Αλλά δεν έδινε σημασία, αντίθετα πολλές φορές ευχαριστιόταν να της ακούει και πίσω από τα γένια του γελούσε. Γι αυτό χτυπήσαμε πρώτα στης Πιπίνας κι ύστερα καρσί στης Στρατηγής.
Κι αυτή πολύ καλή γυναικούδα. Από τις καλές της γειτονιάς. Μένει κουμάτ’ πιο αψλά κι έχει μια αυλή μες στο λουλούδι. Παντού βασιλικοί, πανσέδες, λαλέδες, τριανταφλιές,. Όκ τραβά η ψχή σ’ θα το βρεις στην αυλή της θεια- Στρατηγής.
– Θεια! Ε θεια!, φωνάζει του Γιαννέλ.
Σε κάποια στιγμή μπροβέρνει[30] από το παραθύρι η μορφή της θεια Στρατηγής και μόλις διαπιστώνει ότι στην αυλή βρίσκεται ο παπάς με το Γιαννέλ φωνάζει:
Ιγιού!, αναφωνεί χτυπώντας τα χέρια της πάνω στα πόδια της, δείγμα αναστάτωσης και απροετοιμασίας. Για δούτι που φτάξαμι. Να ξιχάσουμι δανά οκ σήμερα γυρίζ’ ι παπάς. Καλώς τα τα μουρά. Τιμιλι ξλουμέν’[31] είμ. Ξλώθκα πας τσι δλειές τσι ε ντου νόγ’σα[32] πως θα ρθούτι.
Μη χολιουσκάς[33] κυρά Στρατηγή. Καλά να είσαι, δήλωσε ο παπα-Σίμους.
Να σι καλά, παπά. Άμε τς ίσα πάνου. Ρίξε τσι στα κουνίσματα. Τσι φτσή σ’. Να πάρου μπε, μουρό μ, κουμματέλ αγιάσμα να ρίξ’ ι Μήτρους στα ζα ταχιά π’ θα μπα;
Ο παπάς κάνει νόημα στο Γιαννέλ με το βλέμμα του να ρίξει μπόλικο αγιασμό μες στη φλιτζανούδα της θεια Στρατηγής.
– Άι φταν ε θεια τσι δε θα φταξ.
– Μη σκουτίζεσι. Θα φταξ, συμπληρώνει. Να σας βάλου κουμάκ’ πταρούδα; Μκη στείλας απ’ του Πλάτανου οι σμπεθέρ’ για κη καλή κ’ χρονιά.
– Να σι γερή θεια. Αι τσι τ χρον.
Έφυγαν κι από αυτό το σπίτι και αφού ολοκληρώσανε όλη τη γειτονιά γύρω από τον Άγιο Γιώργη σκέφτηκαν να ανηφορίσουν προς τον Κούκο, να τελειώσουν όλα τα σπίτια από πάνω κι ύστερα να κατεβούν απ’ την Καλαμιά για να ανεβούν απ’ τη Φόν’σα και να συνεχίσουν τ’ άλλα από κάτω. Στο μεταξύ, μόλις είχαν περάσει έξω από το ξωκλήσι του Αγιού Γιωργιού που είναι μαζί με τον Άγιο Νικόλα, ο παπα–Σίμους θυμήθηκε τον χαμό που γίνεται εκεί μέσα στον αυλόγυρο των δύο παρεκκλησίων κατά τις ημέρες του Πάσχα.
Ο παπάς έχει ένα μικρό χωράφι εκεί το οποίο το καλλιεργεί. Αυτό ο ίδιος το αποκαλεί Ταβιθά και είναι γνωστό ως «Ο κήπος της Ταβιθάς». Στο μέρος αυτό, κάθε Δευτέρα του Πάσχα, ο παπα-Σίμους μαζεύει τα παιδιά του χωριού, ως επί το πλείστον της ενορίας του και οργανώνει κάτι ξεχωριστό. Κρύβει κάτω από τις πέτρες μια κ’βάρα πράγματα, όπως σοκολάτες, γλυκά, ψτάδια, ένα κλαδί και προπαντός χρήματα. Γεμίζει το χωραφάκι από πεν’νταρούδες και κατοσταρέλια. Μέσα από μια διαδικασία που ο ίδιος επινόησε ντύνει τα παιδιά με στολές, χωρίς βέβαια αυτό να είναι απαραίτητο, και τραγουδούν ένα τραγούδι που λέγεται «Τα ταγματόπουλα» καθώς και το Χριστός ανέστη. Αυτά θα πρέπει να σηκώσουν τις πέτρες και να ανακαλύψουν τι υπάρχει από κάτω. Ό,τι βρίσκει ο καθένας, του ανήκει. Η δραστηριότητα αυτή γίνεται με απώτερο σκοπό τη διασκέδαση των παιδιών, πράγμα το οποίο το πετυχαίνει, αλλά και την αμοιβή τους που τόσες μέρες τηρούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και βοηθούν στην εκκλησία τους εγκαίρως στο δύσκολο μεγαλοβδομαδιάτικο πρόγραμμά της. Δε λείπει φυσικά από όλο αυτό και ο καλός θρησκευτικός λόγος.
– Ε Γιαννέλ, δανά λογιάζς κί θμήθκα;
– Τι συλλογιέσαι βρε παπά;
– Κη Λαμπρή τσι του χαμό τωνε μωρών.
– Άι πάτερ. Θα ν’ έρθ’ πάλ’ η Λαμπρή τσι θα γεμώσ’ του χουριό μουρά.
Ι παπα-Σίμους με του Γιαννέλ συνεχίσανε να συζητούν και να λένε για διάφορες ιστορίες του χωριού και να μιλάνε για τα παλιά. Ο παπάς διηγιόταν και ο μικρός άκουγε γεμάτος καμάρι και περιέργεια, γιατί αυτά τ’ απλά του χωριού και τα προκνά[34] του κινούσαν το νου και πάντα το συγκινούσαν. Τον κοίταζε μες στο στόμα και προσπαθούσε να μη χάσει ούτε λέξη απ’ όσα του έλεγε. Οι δύο τους τα πήγαιναν πολύ καλά μεταξύ τους. Προχωρούσαν μέσα στο χωριό σαν τον πατέρα με το γιο, σαν δυο κολλητοί, ανεξάρτητα την ηλικία που τους διέκρινε. Όποιος και να τους έβλεπε στο δρόμο ακόμη κι από πολύ μακριά, βλέποντας το μαύρο ράσο του παπά, μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν ο παπα-Σίμους με το Γιαννέλ τς Ανδραμάχας και τ’ Λουκή. Έτσι προχωρούσανε με τις ώρες και συνεχίζανε να γυρίζουν ένα ένα τα σπίτια στο Κάτω Χωριό. Ι παπα-Σίμους γνώριζε πάρα πολλές ιστορίες του χωριού ή μισελέδες, όπως τις αποκαλούν στην Ερεσό. Τις διηγιόταν στο μωρό κι εκείνο δε χόρταινε να τις ακούει. Κι έτσι περνούσαν την ώρα τους. Ίσως γι αυτό εκείνη η ημέρα να ήταν κι η αγαπημένη του. Μα ήταν κι ο παπάς ένα πειραχτήρι. Είχε τον τρόπο του και έκανε συνέχεια του Γιαννέλ να γελάει, κι αν όχι εκείνη τη στιγμή, ύστερα όταν πήγαινε σπίτι του συλλογιζόταν τα λόγια του παπα-Σίμου και ξεραινόταν κάτω από τα σκεπάσματα όταν ήταν μόνος. Κουσάφ γύρ’ζε στο σπίκι τ’, αλλά αυτό δεν τον πτοούσε σε τίποτα στο να νιώθει χαρούμενος και ευχαριστημένος ύστερα από μια εξαντλητική μέρα.
Στο Γιαννέλ έκανε εντύπωση όλο το χωριό, τα παλιά σπίτια κι οι παλιές ξύλινες πόρτες, πέρα στον Κούκο. Του άρεσε έτσι όπως έδενε ο γιομός με το σάπιο ξύλο. Τα παλιοσίδερα, τα μάνταλα κι οι προκ’νοί μεντεσέδες στις πόρτες τον γύριζαν πίσω στο παρελθόν και ρωτούσε συνέχεια τον παπά:
Τι ήταν τούτο, πάτερ, πιο πριν;
Τούτο ήταν το σπίκ’ τση θεια-Μαρίτσας. Μια ξλουμέν’ γ’ναίκα, μιαν αχρειάνσα[35]. Ούλου κη κατσπουδιά είχε μες στου νου τς. Εν είχι παντρευκεί τσι δε κατάφερε ούτε κανένα πεινασμένου να καταφέρ’. Απόμ’νε μοναχή τς, τσι στου τέλους ξλώστσε τιμιλί.
Κι εκεί που γυρίζαν μες στα στενά, χωρίς να το καταλάβουν είχανε φτάσει κοντά στης Παναγιάς τις γειτονιές κι είχε ψιλοσκοτεινιάσει, αφού είχε περάσει το μεσημέρι. Είχαν μπει σε πάρα πολλά σπίτια. Άλλα αρχογκ’κά τς άλλα πιο φτωχικά.
Ε Γιαννέλ, έβαλε μια φωνή ι παπα-Σίμους, έχε του νου σ’ τα έιδου έχ’ μια θυμωνιά[36]. Μην κ’ πακήσ’ς. Ούλ η γειτουνιά έιδω έρχετι τσι τς αμολαίρν’.
Το Γιαννέλ ξεράθηκε στα γέλια, γιατί του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο ο παπάς μιλούσε, κι αρχίνσε να φκυμακεί του σουκάκ απ’ τη χαρά του. Είχε χαρακτηριστική φωνή και δεν ήθελε να είσαι και πολύ ευαίσθητος για να ξεκαρδιστείς. Ήταν κιόλας του Γιαννέλ και αθώο αλλά ξύπνιου μωρό και γελούσε.
Άμα κοντεύανε να τελειώσουν, πήγανε και στο τελευταίο σπίτι κι εκεί πια είχαν το συνήθειο να γευματίζουν. Τους ήξερε πολύ καλά η θεια-Κατίνα και τους είχε ετοιμάσει από το μεσημέρι το τραπέζι στο καλό της το γέριβι. Μόλις έμπαινε του Γιαννέλ μες στου σπίκ’ τς Κατίνας, έτρεχε γλήγουρα στο τζαμ-ντουλαπί[37] κι κβανούσε ένα μεγάλο μπαστραμπά[38]. Απ’ του χαραρέτ’[39] που χε’ δυο μπαστραμπάδες δρουσνό νερό κατέβαζε. Ύστερα κάνανε κιόλας και το μοίρασμα της μπακίρας. Μπρουμντούσαν τον αγιασμό μες στις γλάστρες στην αυλή τση θεια-Κατίνας κι ύστερα μοιράζαν τις δραχμές. Ι παπα-Σίμους το αγαπούσε το μωρό και του ‘δινε γερό χαρτζιλίκι γερό. Καμάρωνε τσι του Γιαννέλ. Έπαιρνε τσι καμπόσα γλυκά απ’ όσα είχαν μαζέψει και πίτες τ’ Αγιού Βασλιού και καμώνουντου[40].
Αφού τρώγας κη κουλουτσθόσουπα τση θεια-Κατίνας, της εύχονταν τα καθέκαστα, χαιρετιόντουσαν και έδιναν ραντεβού στην πρωινή λειτουργία για τα Φώτα.”