Της Νικολέτας Μακρυωνίτου
Πριν από λίγα χρόνια, σε ένα μικρό ξενοδοχείο της Τήνου είχα δοκιμάσει ένα συγκλονιστικό πρωινό το ωραιότερο της ζωής μου. Μη φανταστείτε κανέναν πελώριο μπουφέ από αυτούς που σου πέφτουν τα σαγόνια από την εντυπωσιακή αφθονία, που περιλαμβάνουν τα πάντα από κάθε σημείο του πλανήτη. Δεν καταδέχονταν να βάλουν αυτές τις θλιβερές φέτες τυρί και ζαμπόν του τοστ στον χαριτωμένο και με γούστο στολισμένο μπουφέ τους εκεί στην Τήνο. Δεν είχαν κυβάκια τυριών με ξενικά ονόματα, δεν είχαν καν φέτα, αφού η Τήνος που να πάρει η οργή, φέτα δεν βγάζει. Δεν είχαν στον μπουφέ τους ντόνατς, ούτε κορν φλέικς, ούτε φέτες ψωμί του τοστ, ούτε καν κρουασάν. Δεν είχαν βούτυρο λούρπακ, δεν είχαν μαρμελάδες μπον μαμάν, δεν, δεν, δεν και χίλια δυο δεν. Και τι είχαν λοιπόν? Μα ό,τι βγάζει ο τόπος. Τα λίγα, τα καλά, τα σπάνια, εκείνα για τα οποία ο ταξιδευτής διέσχισε βουνά και θάλασσες για να φτάσει σε εκείνο το όμορφο νησί. Γιατί αν ήθελε να φάει κρουασάν, μάλλον θα πήγαινε στο Παρίσι, όπου ξέρουν και τα φτιάχνουν καλύτερα. Έτσι δεν είναι?
Το τι είχαν στον μπουφέ τους στην Τήνο τελικά, δεν έχει και τόση σημασία. Αυτό που έχει σημασία, είναι το τι θα ήθελε να φάει στο πρωινό του ένας επισκέπτης της Λέσβου. Ας ξεκινήσουμε με την παραδοχή ότι δεν θα ήθελε να φάει τίποτα από τα προαναφερθέντα. Ο τουρίστας που φτάνει στο νησί θέλει να δοκιμάσει τα τοπικά μας, τα ολόδικά μας. Τα τυριά από τον τόπο μας: τα λαδοτύρια, τις φέτες, τα κασέρια, τα τουλουμοτύρια, τα ντόπια βούτυρα, τα παχιά γιαούρτια. Να δοκιμάσει το μέλι μας αλειμμένο επάνω σε φέτες χωριάτικου ψωμιού, τις μαρμελάδες και τα γλυκά του κουταλιού φτιαγμένα από τα φρούτα του νησιού μας, τα τραγανά παξιμάδια, τα μαστιχωτά μουστολούκουμα, τους αρμυρούς γκιουζλεμέδες.
Να πάρει πρωινό με ντόπια αυγουλάκια και λουκάνικα της Λέσβου τηγανισμένα σε λάδι Κολοβής, με τηγανίτες ούζου βουτηγμένες στο βράσμα, να βάλει στα μπωλ του ντόπιο γάλα με βρώμη, καρύδια από την Αγιάσο και ξερά, ερεσιώτικα σύκα. Τους επισκέπτες που διέσχισαν βουνά και θάλασσες για να έρθουν στον τόπο μας πρέπει να τους γλυκάνουμε με πλατσέντες και γεμάτα, να μείνουν άφωνοι κι ευγνώμονες με την εμπειρία μιας αγιασιώτικης βασιλόπιτας, μιας καραμέλας από την Ερεσσό, με την πολυόροφη μπακλαβού. Μεταξύ πολλών άλλων, η Λέσβος είναι και η γαστρονομία της, και η ευθύνη της διάδοσης και της διατήρησης βρίσκεται στα χέρια των επιχειρηματιών της εστίασης. Έχουν γραφτεί δεκάδες βιβλία και εκατοντάδες άρθρα για την τοπική παραγωγή, την προώθηση και την ανάδειξή της, την αξιοποίησή της ως εξέχον κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού μας και κορωνίδα του τουριστικού μας προϊόντος. Κεφάλαιο πρώτο: Το πρωινο