Πρώτη δημοσίευση για το περιοδικό Gastronomos τεύχος 183, φωτογραφία: Νίκος Κόκκας, κείμενο Βαρβάρα Γκιγκιλίνη
Tο Ούζο δεν είναι ποτό, είναι μνήμη, σαν αυτές που έχω από παιδί, όταν ζούσαμε στο Σίγρι της Λέσβου τα καλοκαίρια. Μέσα στην ασφάλεια του βοριά που ερχόταν από το νησάκι της «Νησιώπης» απέναντι και μπλεκόταν με τη μυρωδιά της αλμύρας και των ούζων που τραταρίζονταν οι ψαράδες για την ψαριά της ημέρας. Σαρδέλα παστή, σχεδόν ωμή, βελούδινη, γλυκιά σαν μνήμη που σου φέρνει αναστάτωση στον ουρανίσκο και εικόνες καλοκαιριού στο μυαλό. Μαζί με κρίταμο του ακρογιαλιού, φρεσκοτουρσεμένο, και μπαχτσεδίσια αγιασώτικη ντομάτα «κρασουλιά».
Το Ούζο και η ιεροτελεστία του είναι μνήμη. Όπως οι παιδικές φιλίες που τις ξέρεις και τις εμπιστεύεσαι όσα χρόνια κι αν περάσουν, ακόμη και αν τις έχεις καταχωνιάσει μέσα στο ντουλαπάκι της ψυχής. Και αυτή η μνήμη είναι πάντα ίδια κάθε καλοκαίρι, όταν συναντώ τους αγαπημένους μου ψαράδες –που τρέχαμε στα καλντερίμια σαν παιδιά κλέβοντας τζίτζιφα– και πίνουμε το ούζο των 11, κάθε μέρα. Με τον Θανάση τον Καντάφι, τον Κώστα τον Κοσκωτά, τη Βάλια, τον Λαγό, που μετράνε τις μέρες στη Νίκαια γι’ αυτό το ραντεβού, τον Δήμαρχο και άλλους. Γουλιά γουλιά, παρέα μαζί με φρεσκοψαρεμένους μεζέδες, γελώντας για την ομορφιά της ζωής αλλά και με τα στραβά της. Μαζί με εμένα και άλλοι πολλοί νησιώτες δίνουν το ραντεβού τους στα καφενεδάκια, στις πλατείες των χωριών, στις μικρές Βουλές τους, αναμασώντας τα νέα, σοβαρά και αστεία, απολαμβάνοντας τη γοητεία της απλότητας. Και το γλυκόπιοτο ουζάκι μας. «Εύα»* λοιπόν!
* Όταν τσουγκρίζουμε το ποτήρι μας, η ευχή είναι «Εύα» όπως στην υπόλοιπη Ελλάδα λέμε «Εβίβα», από το διονυσιακό «Ευοί Ευάν».