Του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου
Το Σμύρνη μου αγαπημένη, η ακριβότερη παραγωγή από καταβολής ελληνικού κινηματογράφου, πλαισιώνεται από απόλυτο κοντράστ.
Το ξεκίνημα δείχνει έναν νοσταλγικό κοσμοπολιτισμό, το καθωσπρέπει πάρτι που κράτησε από το 1915 ως τα προεόρτια της καταστροφής, πασπαλισμένο με ανεμελιά και βουτηγμένο στην απερίσκεπτη αφέλεια του ελληνισμού της στρωμένης επιχειρηματικότητας, των καλών τρόπων και της ευγενικής ανταλλαγής επισκέψεων στα όμορφα σπίτια.
Το φινάλε, τραχύ και οδυνηρό, πνίγει την ψευδαίσθηση της αιώνιας ευημερίας σε μια αιματηρή σφαγή, σαν εφιαλτική προειδοποίηση της Ιστορίας για όσους τη μεταχειρίζονται σαν περαστική φάση ή σαν κουβέντα καφενείου.
Στο ενδιάμεσο, απλώνεται η ιστορία της ταινίας, το χρονικό της οικογένειας της Φιλιώς Μπαλτατζή όπως ξεπηδά από τις σελίδες του τεφτεριού με τις συνταγές της, ενθύμημα της εγγονής της που έφτασε στη σύγχρονη Μυτιλήνη των προσφύγων, όπως ακριβώς και η γιαγιά της (μια έξυπνη σύνδεση με το σήμερα, που μένει στις προθέσεις).
Οι κινηματογραφικά ζουμερές, και πιο ουσιαστικά δραματικές σκηνές της ταινίας είναι εκείνες που οδηγούν στο αναπόφευκτο, και ξετυλίγουν την αγωνία για το μέλλον των πρωταγωνιστών μέσα στο χάος.
Σε σενάριο της Μιμής Ντενίση και του Μάρτιν Σέρμαν, ο Γρηγόρης Καραντινάκης επιστρατεύει την πείρα και την κινηματογραφική του αντίληψη για να χωρέσει πολλούς χαρακτήρες και ακόμη περισσότερα γεγονότα, με τακτική γρήγορου μοντάζ και πολλών πλάνων στις σκηνές, από την αρχή ως το τέλος.
Και ενώ, θεωρητικά, θα ενίσχυε τη δραματικότητα, αν τόνιζε με κοντινά στιγμές των οποίων η κορύφωση θα απαιτούσε διάρκεια, αποσπώντας ερμηνείες, π.χ. με τη σκοτεινιά του παρελθόντος που φέρει η Ταμίλα Κουλίεβα, την αγχώδη ανταπόδοση του έρωτα της Κατερίνας Γερονικολού προς τον αγαπημένο της ή την προσδοκία της ευτυχίας που ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της Αναστασίας Παντούση, η αποσπασματικότητα αποδυναμώνει συνεχώς το επίκεντρο, δηλαδή τα πρόσωπα που πάσχουν.
Το περίφημο δραματικό τόξο των πρωταγωνιστών στριμώχνεται και αναβάλλεται, με αποτέλεσμα μικρότεροι σε έκταση ρόλοι, όπως του Χρήστου Στέργιογλου ως στυγνού Ύπατου Αρμοστή, και του γλυκύτατου παππού του Γιάννη Βογιατζή, να βγαίνουν αβίαστα όσο διαρκούν και να ολοκληρώνονται αρτιότερα.
Ανάμεσα στην ιστορική γνώση που καλύπτει τη νοοτροπία και τα συμφέροντα των Μικρασιατών Ελλήνων, των Τούρκων, των συμμάχων, των φίλων κι εχθρών αλλά και των μεταβαλλόμενων συσχετισμών πίσω στην πατρίδα, και την προσωπική διαδρομή και τις συγκρούσεις των ηρώων, συμπτύσσεται και συχνά διακόπτεται η συγκίνηση, που είναι το κύριο ζητούμενο του Σμύρνη μου αγαπημένη.
Η εμφανώς εύρωστη προσεγμένη στις λεπτομέρειες, αν και με τεχνικές ανακολουθίες, παραγωγή υπηρετείται από περιστατικά που μπορεί να λειτουργούν καλύτερα στη σκηνή, ακόμη και με την αναγκαστική αφαίρεση που απαιτείται στην εναλλαγή, ωστόσο στην οθόνη παρατίθενται σαν επεισόδια που δένουν με διαλόγους, παρά μέσω των εικόνων.
Ο Καραντινάκης παρεμβαίνει στο υλικό όσο πλησιάζουμε στη διάσπαση του πολεμικού μετώπου, στις κρίσιμες στιγμές πριν από την τραγωδία. Οι κινηματογραφικά ζουμερές και πιο ουσιαστικά δραματικές σκηνές της ταινίας είναι εκείνες που οδηγούν στο αναπόφευκτο και ξετυλίγουν την αγωνία για το μέλλον των πρωταγωνιστών μέσα στο χάος. Εκεί η ταινία μιλά οπτικά, κλιμακώνεται σκηνοθετικά και κερδίζει το χαμένο έδαφος μιας παρατεταμένης παρένθεσης.
Η Μιμή Ντενίση παίζει τη Φιλιώ σαν ακαδημαϊκή αγία: ξέρει πάντα τι είναι σωστό και έχει κάτι καλό να σκεφτεί και να πει. Όταν διηγείται το στόρι μέσα από τις σελίδες του καμουφλαρισμένου ημερολογίου της, περνά από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, αλλά όποτε εμφανίζεται, υπονοεί πως μια νέα ενότητα προστίθεται, χωρίς να προδίδει τη συνέχεια. Διαθέτει ενωτική ζεστασιά και ανακουφιστική ψυχραιμία, έχει command (μια δική της αίσθηση της συνέχειας στην πλοκή) κι ελέγχει το συναίσθημα της ταινίας.
Είναι φυσικό να γνωρίζει σε βάθος ποια είναι η Φιλιώ και τι ρόλο διαδραματίζει, αφού έγραψε το έργο και γέννησε τον λόγο κάθε χαρακτήρα, αλλά εντυπωσιάζει ο μελαγχολικός ορίζοντας στο βλέμμα της, πίσω από τις λέξεις και πέρα απ’ τα αβρά προσχήματα που κρατά η δυνατή και φινετσάτη, ισορροπίστρια Σμυρνιά που έπλασε – μια διασταύρωση καλλιεργημένης grande dame με στωική ανατολίτισσα.
Το ογκώδες σενάριο ήθελε περιορισμό και επιλογή, καθώς η φορτωμένη από κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους αφήγηση δεν αναπνέει με άνεση. Η συνέπεια αυτής της δύσκολης εξίσωσης είναι μια συναισθηματική απόσταση, μια έντιμη τροχονόμηση έμψυχου και ιστορικού υλικού, με ενδιαφέρουσες στιγμές και απώλειες στη διαδρομή.