Ας θυμηθούμε την εποχή, που κυριαρχούσε η πενικιλλίνη και που τότε, την χορηγούσαν ανά τρίωρο. Χαρά σε όποιον δέχονταν τέτοια θεραπεία. Σε λίγο καιρό, δεν μπορούσε να βρείς την κατάλληλη θέση να γύρεις το κορμί σου, στο κρεββάτι, από τον πόνο που ένιωθες στα οπίσθιά σου. Εκ πείρας ομιλώ!
Τότε στην πόλη μας, έλαμψε και η παρουσία ειδικού ενεσιολόγου , ο οποίος δεν ευτύχησε να τελειώσει την ιατρικήν, αλλά μη θέλοντας και να αποχωριστεί την Ιπποκράτειο επιστήμη, τό’ ριξε στις ενέσεις. ‘Ομως το απωθημένο του, ήταν τόσο δυνατό, που δεν τον άφηνε να λησμονήσει το χαμένο του όνειρο. Έτσι παίρνοντας ύφος ντοτόρου, δεν παρέλειπε σε κάθε επίσκεψη του, όταν του έλεγες από τι έπασχες, να σε άκούει , με πολύ προσοχή, να παίρνει το ανάλογο -τη περιστάσει- ύφος και πολύ σοβαρά ….να κάνει την διάγνωσή του!
– Εμείς, (παύση)…… σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ως θεραπεία, συνιστούμε το…..τάδε φάρμακο.
‘Ηταν η ανέξοδη επιθυμία του και η μεγάλη του ικανοποίηση!
Ο κυρ Μανώλης, μεγάλος πιά, ευτύχησε να δεί τον πρωτότοκο γιό του, τον αλησμόνητο φίλο μας τον Αλέκο, να τον διαδέχεται στην διεύθυνση του φαρμακείου τους. Τον θυμάμαι ακόμα να κατεβαίνει και να κάθεται κοντά στην είσοδο του, με το καλωσυνάτο του βλέμμα και να εποπτεύει τον χώρο. Παρ΄όλο που δεν γελούσε, το πρόσωπό του, ήταν ένα χαμόγελο, που απέπνεε ευγένεια, καλοσύνη και αρχοντιά.
Ο Αλέκος, γεννημένος φαρμακοποιός, με καινούριες ιδέες, δραστήριος, όσο δε λέγεται, πλούτισε και αναβάθμισε το φαρμακείο του, σε τέτοιον βαθμό, που επάξια κέρδισε τη φήμη του πιο ρηξικέλευθου φαρμακοποιού της πόλης μας. Κύριο γνώρισμα του φαρμακείου του, η πληρότητα του σε φάρμακα, αλλά κυρίως, η μοναδική ενημέρωση του, γύρω από το φάρμακο. Άνθρωπος του καθήκοντος και ιδιαίτερα σοβαρός και έντιμος (μέχρις εκεί που δεν έπερνε), ευτύχησε να νυμφευθεί την Αικατέρινην Μουζάλα, γόνον αρχοντικής οικογενείας και να κάνουν μια θαυμάσια οικογένεια και δυο εξαιρετικά παιδιά.Τον Μανώλη και τον Ασημάκη.
Βάσκανη μοίρα τον πήρε νεώτατο από κοντά μας.
Εν τω μηνι Αθύρ ( Δεκέμβρης ήταν του 1995) ο Αλέκος …..εκοιμήθη!
Και ημίν τοις φίλοις πένθος.
Φωτογραφία Lesvos Oldies
Οι φαρμακοποιοί της Μυτιλήνης, ως επί το πλείστον, σοβαροί κατά άλλα άνθρωποι, είχαν και τη φήμη, των ολίγον κουτσομπόληδων και σ’ αυτό συνέτεινε και ο συγχρωτισμός τους, με κάτι αργόσχολους, κατά κανόνα συμπολίτες μας, οι οποίοι περνούσαν καθημερινά από το φαρμακείο, για τον ερατεινό τους ή για να διαβάσουν την εφημερίδα τους ή ακόμα να σχολιάσουν τα πολιτικά γεγονότα και να καταλήξουν στα άλλα, που τρέφουν τη ζωή της επαρχίας.
Υπήρχαν όμως και οι άλλοι, οι χωρατατζήδες, που η ζεβζεκιά τους ήταν μοναδική και αξεπέραστη.
Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο κυρ Χριστόφας Καρατζάς.
Το φαρμακεκίο του, βρίσκονταν ακριβώς, εκεί που σήμερα είναι το Πρακτορείο ταξιδίων του Σαμιώτη. Διέθετε και πατάρι. Ο ίδιος έμενε ψηλά στη Σουράδα και ανεβοκατέβαινε, πότε με το λεωφορείο και πότε με το ποδήλατο του.
Θα σας πω δυο ιστοριούλες, που πραγματικά είναι μοναδικές και ξεπερνούν τα όρια της ραφιναρισμένης σάτιρας. Προσομοιάζουν περισσότερο, θα έλεγα, σ’ αυτό που λέμε σκώμμα, και που δεν είναι βέβαια, όπως και να το κάνουμε, και η πιο ντελικάτη μορφή της σάτιρας, αφού πέρα απο την υπερβολή της, στο βάθος δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά ένα χοντροκομμένο πείραγμα.
Μια φορά, μπήκε στο φαρμακείο του ένας χωριάτης, συστημένος από τον γιατρό του χωριού του, στον οποίο είχε καταφύγει, για να του εκμυστηρευθεί το πρόβλημα του. Και τι πρόβλημα!
“Μούρη” ο γιατρός του χωριού, του είπε να κατέβει στη Μυτιλήνη και να πάει εκ μέρους του, στον Καρατζά κι αυτός σίγουρα, ως ειδικός, θα του το έλυνε.
Και πήγε.
Ο Καρατζάς, ήδη είχε πληροφορηθεί τα καθέκαστα από τον γιατρό κι αμέσως με πολύ συμπάθεια, οσμιζόμενος “ψητό”, είπε στον “πάσχοντα” χωρικό, ότι θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να τον θεραπεύσει, αφού δεν ήταν κάτι το οργανικό.
Και πιο ήταν το πρόβλημα. Το μέγεθος του φαλλού του “ασθενούς”!
Μικροψώλης ήταν ο καημένος!
Αμέσως (για να μην χάνουμε και καιρό), τον ανεβάζει στο πατάρι, κρατώντας στα χέρια του κι ένα κουβάρι σπάγκου. Κι αφού του λέει να κατεβάσει και να βγάλει το παντελόνι του, τον προτρέπει να πάρει τον σπάγκο και να τον δέσει κοντά στην βάλανο του, όχι όμως πολύ σφιχτά. Αλλά στέρεα για να μην λυθεί. Δύσκολη δουλειά μεταξύ μας.
Στο κατόπι ο ίδιος, περνά τον σπάγκο κάτω από τα σκέλη του αδικημένου από τη φύση χωρικού και τον δένει στο κάγκελο του παταριού.
Κι αφού σιγουρεύτηκε για το ασφαλές του δεσίματος, του εξηγεί και τις κινήσεις, που θα έπρεπε να κάνει, ώστε ο φαλλός του να φθάσει στο σημείο που έπρεπε. Και με ύφος πολύ σοβαρό, ανάλογον του εμπείρου θεραπευτή, γυρνά και λέει στον δυστυχή “μικροτσούτσουνο”:
– Τώρα, που όλα έγιναν, κατά που έπρεπε, σιγά – σιγά, θα κινείσαι προς τα μπρός, μέχρι που ο φαλλός σου να φτάσει ακριβώς κάτω από την κωλοτρυπίδα σου. Μόλις φθάσει εκεί, θα με φωνάξεις για τα περαιτέρω. Σιγά – σιγά όμως, για να μην πονέσεις και για να μην λυθεί κι ο σπάγκος.
Θα πέρασε κάποια ώρα και ο ” δυστυχής χωρικός”, που την πάσαν ελπίδα του, είχεν αναθέσει στον Φαρμακοποιό “σωτήρα” του, κάθιδρως και αποκαμωμένος από την ορθοστασία, αλλά και την αγωνία, φωνάζει τον Καρατζά, έμπλεως ικανοποιήσεως, για το αποτέλεσμα του κόπου του. Πες το και επίτευγμα!
– Κυρ Χριστόφα, έλα να δεις τα κατάφιρα!
Κι ο Καρατζάς, με μούρη, που πάσκιζε να φανεί σοβαρή,
ανεβαίνει, σκύβει και καμώνεται ότι ” κάνει τη διάγνωση του”.
Σε λίγο σηκώνεται, κουνάει το κεφάλι του και με συγκρατημένη σοβαρότητα, λέει στον δυστυχή χωρικό, τούτο το αδυσώπητα αποκαρδιωτικό, που τον ξέκανε μια και καλή!
– Δεν γίνιτι τίπουτα ρε γμπάρι. Τέτοιους που είνι κι ικεί που βρίσκιτι, χέστουν!
Αποκριές. Ο Καρατζάς διανυκτερεύει. Χτυπά το τηλέφωνο του. Το σηκώνει και ακούει φωνή αγνώστου.
– Τι θέλετε;
– Καπότες έχετε;
Βαριεστημένα του απαντά. Ναι.
Και η φωνή. Επίμονη και απαιτητική΄αλλά και σοβαρή συνάμα.
– Μα δεν θέλω κύριε, μια απλή καπότα. Χρειάζομαι μια μεγάλη, που να χωρά όλο το κεφάλι μου. Γιατί ξέρετε, θέλω να ντυθώ πούτσος!
Κι ο Καρατζάς, εμφανώς ενοχλημένος και εξοργισμένος, για την κοροϊδία, που δεν περίμενε, αυτός που μόνο “χωρατά” στους άλλους έκανε, του απαντά με φωνή που πρόδιδε και τον βαθμό του θυμού του.
‘Ακσι μι, ρε παλιουιμπνέ. Έ, βάγ’ς καλύτερα μια κουράδα στου στόμασ, να ντυθείς κώλους!