Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Σ’ ένα άρθρο της, στο περιοδικό Νέα Εστία (τ. 157ος, τχ. 1776), η συνάδελφος Εύη Βουλγαράκη – Πισίνα, γράφοντας για τη «“Xριστολογία” του Νίκου Καζαντζάκη» κaι αναφερόμενη στο έργο του Ο τελευταίος πειρασμός, έργο που μέχρι σήμερα αποτελεί την πέτρα του σκανδάλου για το πρόσωπο του Χριστού, με έμφαση σημειώνει για τη γλώσσα του μεγάλου Κρητικού: «όλο το έργο, ιδίως το πρώτο μέρος, κινείται με ρυθμό λαχανιαστό, παροξυσμικό. Ιδρωμένες νύχτες, τρεχάτες μέρες, στροβιλιζόμενες ψυχές, ταραχώδεις καιροί. Η γλώσσα μοιάζει αναπάντεχα βραδύγλωσση για να εκφράσει τούτο τον ίλιγγο. Γίνεται κραυγή, πλήρης λέξεων ηχοποίητων, τέτοιων που δεν βρήκα σε κανένα λεξικό (και όπως φαίνεται και τα μεταγενέστερα λεξικά του Καζαντζάκη τις λέξεις απαξίωσαν να τις αποδελτιώσουν)» (σ. 406)· με την εξής υποσημείωση: «χαρακτηριστικό παράδειγμα: “κλουκλουτώ”, σ. 69· [στις τρέχουσες εκδόσεις με την ομώνυμη επωνυμία]». Πράγματι, δεν είναι λίγοι οι αναγνώστες και μελετητές που δυσκολεύονται με τη γλώσσα του Καζαντζάκη. Διαβάζοντας κανείς τα έργα του θα διαπιστώσει ότι είναι ένας «γλωσσοπλάστης», «γλωσσοποιός», «λεξιδημιουργός». Εξού και για τον απαιτητικό κι επαρκή αναγνώστη των πολύμορφων λογοτεχνημάτων του είναι απαραίτητο ένα λεξικό – γλωσσάρι κατανόησης λέξεων, ανθρωπωνυμίων, τοπωνυμίων και ονομάτων χαρακτήρων που χρησιμοποιεί αυτός ο πλάνης σε Ανατολή και Δύση ελληνοβυζαντινός συγγραφέας.
Έχω τη γνώμη ότι, για να διαβάσει κανείς ολάκερο το έργο του Νίκου Καζαντζάκη και για να αναζήσει σ’ αυτό εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να του φωτίσουν υπαρξιακά ερωτήματα (γύρω από το Θεό, το νόημα της ανθρώπινης ζωής, τον αγώνα για ελευθερία κ.ά.), αλλά και τις επιδράσεις που δέχθηκε από κορυφαίους φιλοσόφους και συγγραφείς, όπως ο Φρίντριχ Νίτσε, ο Ανρί Μπρεξόν, ο Γουίλιαμ Τζέις, είναι απαραίτητο ένα λεξικό στο οποίο, συχνά φρονώ, πως θα προστρέχει για να βρει την κατάλληλη ετυμολογία λέξεων και όρων που χρησιμοποιεί στο συγγραφικό έργο του.
Το γνωστό σε πολλούς μελετητές πρόβλημα ερμηνείας των εκφραστικών μέσων και σχημάτων της καζαντζακικής γλώσσας, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και επιλύθηκε, εφέτος, το 2022, εξήντα πέντε χρόνια μετά το θάνατο του κοσμοπολίτη Κρητικού. Ο καλός συνάδελφος Βασίλειος Γεώργας, φιλόλογος, βαθύς γνώστης, διεισδυτικός επί του θέματος του «καζαντζακικού γλωσσικού θησαυρού», εξέδωσε το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, που κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και το οποίο ο ίδιος είχε την ευγενική καλοσύνη, τιμής ένεκεν, να μου χαρίσει. Ογκωδέστατο σύγγραμμα 920 περίπου σελίδων, είναι άκρως σημαντικό. Καταπλήσσει η φιλοπονία και η επιμονή του συγγραφέα – λεξικογράφου να φέρει εις πέρας ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Χρειάζεται κανείς να έχει την αντοχή, τις πνευματικές ικανότητες αλλά και σωματικές δυνάμεις για να μπορέσει να καταδυθεί σε βάθος στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Και ο Βασίλειος Γεώργας τα κατάφερε.
Το Γλωσσάρι είναι συναρθρωμένο σε δύο μέρη. Στο πρώτο περιλαμβάνονται: ο Πρόλογος του Μιχαήλ Πασχάλη, Ομότιμου Καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, γνωστού συγγραφέα του βιβλίου: Νίκος Καζαντζάκης: Από τον Όμηρο στον Σαίξπηρ (εκδ. Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών. Ηράκλειο 2015)· το Προλογικό Σημείωμα· η Εισαγωγή: Νίκος Καζαντζάκης, ένας αξεδίψαστος της γλώσσας· Κείμενα του Καζαντζάκη που αποδελτιώθηκαν – Βραχυγραφίες· Γενικές Βραχυγραφίες· Σύμβολα – Συμβατικά Στοιχεία (κατατοπιστικά και βοηθητικά για τον αναγνώστη που θα διατρέξει τις σελίδες του Γλωσσαρίου)· και Βιβλιογραφία (Λεξικά – Γλωσσάρια – Μελετήματα – Εγκυκλοπαίδειες – Πηγές Κειμένων – Λοιπά). Θα σταθώ για λίγο στην Εισαγωγή. Είναι σημαντική και διαφωτιστική για πλοήγηση και μελέτη του Γλωσσαρίου για τον εξής λόγο: επί τάπητος θέτει την αναγκαιότητα διερεύνησης και μελέτης της γλώσσας του καζαντζακικού έργου – εδώ, ας μου επιτραπεί η εξής παρατήρηση: στους φιλολόγους συναδέλφους που διδάσκουν κείμενα του Καζαντζάκη στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, δίνει τον απαραίτητο οπλισμό για πολύ καλή γνώση της «γλωσσικής ταυτότητάς» του, την οποία χρέος τους είναι να κάνουν μετόχους τους μαθητές τους· εξού και η καίρια διαπίστωση του συγγραφέα: «με τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο [ο Καζαντζάκης] σμίλεψε τη γλώσσα και το ύφος σε όλα τα λογοτεχνήματά του και για αυτόν τον λόγο δικαίως ανήκει στη χορεία των ελάχιστων χαρισματικών αριστοτεχνών του λόγου, του “ωραίου λόγου”, διεθνώς» (σσ. xxiii-xxiv). Το δεύτερο μέρος του Γλωσσαρίου εξ ολοκλήρου είναι αφιερωμένο στο καζαντζακικό Λημματολόγιο (ελληνόγλωσσο από το Α ως το Ω και ξενόγλωσσο από το A ως το Z). Επιπλέον, ο αναγνώστης του καζαντζακικιού Γλωσσαρίου έχει την ευκαιρία να γνωρίσει και τον Ευρετηριακό Κατάλογο Ορθογραφικής Εξομάλυνσης, σημαντική κι αυτή συνεισφορά του συγγραφέα για νέους, κυρίως, αναγνώστες του Καζαντζάκη.
Το Γλωσσάρι είναι αφιερωμένο στον αείμνηστο καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά (1906-2014), στον οποίο πιστά ως φιλόλογος και λεξικογράφος θήτευσε ο συγγραφέας. Κι όχι μόνο θήτευσε αλλά και διδάχθηκε τον τρόπο συγγραφής λεξικών. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, ο ίδιος ως συντάκτης, συμμετείχε στην συγγραφή του πολύτομου Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1110-1669 (κατά το διάστημα 1985-1988) και στο Νέο Ελληνικό Λεξικό. Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας (κατά το διάστημα 1987-1991) που εξέδωσε η Εκδοτική Αθηνών το 1995, λεξικό που κοσμεί κάθε βιβλιοθήκη, το καλύτερο κατά την άποψή μου.
Κλείνω την παρουσίαση του Γλωσσαρίου με κάποιες σύντομες προσωπικές σκέψεις. Αξίζει, νομίζω, να αναρωτηθούμε πόσοι σήμερα διαβάζουν λεξικά. Και μάλιστα εξιδεικευμένα, που αναφέρονται σε συγγραφείς και σε διάφορους επιστημονικούς χώρους. Πιστεύω πως είναι ελάχιστοι· δυστυχώς λεξικά διαβάζουν μόνο οι ειδικοί, εκείνοι που θηρεύουν περισσότερες γνώσεις σε θέματα του επιστημονικού πεδίου που υπηρετούν. Ειδικότερα τώρα σημειώνω το εξής: ιδού ένα κατατοπιστικό για τους αμύητους στο έργο του Καζαντζάκη, αλλά και ένα λίαν επισημαντικό για τους απαιτητικούς αναγνώστες του Γλωσσάρι, υπό την άγρυπνη εποπτεία του καλού συναδέλφου Βασίλειου Γεώργα, δουλειά κοπιώδης και ουσιώδης, υψηλού πνευματικού μεγέθους.
Ο Καζαντζάκης δεν είναι εύκολος συγγραφέας. Απεναντίας είναι δύσκολος. Ο απαιτητικός αναγνώστης των έργων του διαβάζοντάς τον και ξαναδιαβάζοντάς τον εμβιώνει κρίσιμες υπαρξιακές καταστάσεις. Τον διαβάζει με λογοτεχνικές, φιλοσοφικές και θεολογικές αναβάσεις. Με τη «γλωσσική ταυτότητά του» να είναι δύσκολη, «δύστροπη», να επιζητεί την ερμηνεία της. Πολύτιμος οδηγός το παρουσιαζόμενεο εδώ Γλωσσάρι, που δεν είναι απλά ένα λεξικό, το οποίο παραθέτει λεκτικούς τύπους με την ερμηνευτική τους απόδοση. Απεναντίας είναι ένα Γλωσσάρι που «προτάσσει αυτούσιο τον ίδιο τον λόγο του Κρητικού δημιουργού μέσα από επιλεγμένα – κατά λέξη και σημασία – χαρακτηριστικά αποσπάσματα από όλα τα έργα του ώστε να τεκμηριώνεται άμεσα η συγκεκριμένη χρήση της μελετώμενης κάθε φορά λέξης». Άθλος μεγάλος του συγγραφέα; Αναμφισβήτητα ναι! Άθλος που, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, θα συνεχιστεί με τρία ακόμα Γλωσσάρια στο λογοτεχνικό έργο του Κωστή Παλαμά, του Στράτη Μυριβήλη και του Αργύρη Εφταλιώτη.
Είναι μεγάλη η χαρά ενός συγγραφέα να δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα αναγνωστών του. Στην αρχή της παρουσίασης του Γλωσσαρίου στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη αναφέρθηκα στη δυσκολία της συναδέλφου Εύης Βουλγαράκη – Πισίνα να βρει ένα λεξικό για να της εξηγήσει την «ηχοποίητη» λέξη «κλουκλουτώ», λέξη που διάβασε στο βιβλίο Ο τελευταίος πειρασμός: «Στέκουνταν όρθια στη μέση του σπιτιού και αφουγκράζονταν τον άντρα της που κλουκλουτούσε απελπισμένος, και το γιό της, σωριασμένο χάμω, ν’ ανασαίνει με τρόμο, σα να πνίγουνταν· σα να τον έπνιγαν· ποίος τον έπνιγε;» (σ. 69. Το απόσπασμα από την τελευταία έκδοση του έργου (2008), με προσθήκη επιμέτρου και ενημερωτικού σημειώματος του εκδότη – επιμελητή Πάτροκλου Σταύρου). Το Γλωσσάρι δίνει εμπεριστατωμένη ερμηνεία: «κλουκλουτώ και κλουκλουτίζω· 1. (για υγρό που αναταράσσεται) παράγω τον χαρακτηριστικό ήχο κλου… κλου… 2α. (για γλώσσα που παράγει χαρακτηριστικό ήχο με την κίνησή της) πλαταγίζω· β. (μτφ. για λόγο που εκφράζεται ακατάληπτα) ψελλίζω» (σ. 361).
Εν κατακλείδι, θεωρώ πως ο αγαπητός συνάδελφος Βασίλειος Γεώργας, με το ωραίο βιβλίο του, στους αναγνώστες του Νίκου Καζαντζάκη επιλύει το δισεπίλυτο πρόβλημα, αυτό της βαθύτερης κατανόησης του έργου του. Το Γλωσσάρι δεν είναι μόνο λέξεις, όροι, τοπωνύμια της καζαντζακικής γλώσσας, είναι και ένα μικρό βιογραφικό λεξικό σημαντικών ονομάτων που συναντάμε στο συγγραφικό έργο του μεγάλου Κρητικού. Ενδεικτικά αναφέρω τον Παναΐτ Ιστράτι (σ. 311), την Κνιδία (σ. 361) και τη Λου Σαλομέ (σ. 437). Ο πρώτος είναι ο γνωστός από Έλληνα πατέρα και Ρουμάνα μητέρα Ελληνορουμάνος λογοτέχνης, με τον οποίο ο Καζαντζάκης είχε ισχυρή φιλία. Ο όρος Κνιδία είναι επίθετο της θεάς Αφροδίτης, από την αρχαία δωρική πόλη Κνίδο της Νοτιοδυτικής Μικρασίας, (στην περιοχή της Καρίας απέναντι από τη Νίσυρο). Και η Λου Σαλομέ είναι η διάσημη Ρωσίδα συγγραφέας, δοκιμιογράφος και ψυχαναλύτρια Lou Andreas – Salome, την οποία παράφορα ερωτεύτηκε ο Φρίντριχ Νίτσε.
Εύχομαι πολύ σύντομα να έχουμε στα χέρια μας και τα άλλα τρία Γλωσσάρια, που με κόπο και αγάπη ετοιμάζει ο συγγραφέας, γιατί τόσο ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Κωστής Παλαμάς, όσο και οι λογοτέχνες της Λεσβιακής Άνοιξης Στράτης Μυριβήλης και Αργύρης Εφταλιώτης, αξίζουν τη γλωσσική ανασύσταση του έργου τους.