Της Βαρβάρας Γκιγκιλίνη για το περιοδικό Γαστρονόμος
Φωτογραφίες: Νίκος Κόκκας
Τον Αντώνη τον συναντώ σχεδόν κάθε πρωί στο μανάβικο της αγοράς. Παρατηρώ πώς διαλέγει τις καλύτερες ντομάτες και τα λαχανικά που χρειάζεται για την καθημερινή προετοιμασία της κουζίνας. Θα τα κοιτάξει όλα ένα ένα, όπως κάνουν οι γιαγιάδες στις λαϊκές αγορές. Θα προσέξει να μην έχει στίγματα η ντομάτα, θα τη μυρίσει και θα τη βάλει μέσα στη σακούλα, σε αντίθεση με μένα που πάντα βιάζομαι και παίρνω από τις πάνω πάνω, χωρίς να πολυπροσέχω λεπτομέρειες. Ύστερα έρχεται η σειρά του ψαρά, που θα του προτείνει τα φρέσκα της ημέρας. Θα σταθεί πάνω από τα κασελάκια σκεπτικός και θα κοιτάξει την ψαριά ένα γύρο. Και μετά θα κατευθυνθεί στο κρεοπωλείο, ακολουθώντας την ίδια ιεροτελεστία. Κάπως έτσι γίνονται καθημερινά από τον ίδιο τα ψώνια για το ουζερί του, που από το 1990 είναι σήμα κατατεθέν του νησιού, αφού η ποιότητα είναι πάντα η καλύτερη και –το σημαντικότερο– οι γεύσεις απόλυτα ίδιες, όπως όταν τις πρωτοδοκίμασε κάποιος.
Στου Αντώνη μπορεί να είναι όλα νόστιμα, όμως όπως κάθε ουζερί έχει και τα δικά του πιάτα-φαβορί, που το κάνουν υπερήφανο. Όπως η φάβα. Δεν ξέρω πώς αυτό το ταπεινό πιάτο, που δεν περιμένεις να σε εκπλήξει, κρύβει μέσα του τέτοια νοστιμιά. Το μυστικό ίσως κρύβεται στα κρεμμύδια που βράζουν μαζί με την μπιζελόφαβα, το σιγοβράσιμο για ώρα και το φρέσκο ελαιόλαδο που δημιουργεί μια υδαρή πάστα. Φυσικά, δίπλα υπάρχει πάντα ένα κομμάτι κρεμμυδιού – ο τέλειος συνδυασμός. Αν ζητήσετε ουζάκι, θα σας φέρουν αρχικά μια αγγουροντομάτα με μπόλικη ρόκα, για να ξεπλυθεί και να προετοιμαστεί ο ουρανίσκος. Η ψητή σκορπίνα στα κάρβουνα είναι άλλο ένα γευστικό θαύμα, που δεν το βρίσκεις συχνά στα ουζερί. Ζουμερή και με ξεροψημένη τη σάρκα της, που κρατάει όλη τη νοστιμιά και το ιώδιο της θάλασσας, είναι μοναδικός μεζές για ούζο. Δεν μπορώ να παραλείψω και τους κεφτέδες. Αυθεντικοί μικρασιάτικοι, με δέκα υλικά και λίγο ουζάκι για να γίνουν αφράτοι, μοσχομυρίζουν σε όλη τη γειτονιά. Συνήθως εμείς τους παραγγέλνουμε στο τέλος, όταν θέλουμε να ολοκληρώσουμε με τα ούζα και να μείνουμε με αυτή τη γλυκιά γιαγιαδίστικη γεύση και μια ιδέα αψάδας από το κύμινο. Στα τοπ βάζω και το κρασάτο χταπόδι, τους μελιτζανοκεφτέδες και τη γραβιέρα ωρίμασης από τοπικό παραγωγό. Εδώ θα βρείτε όλες τις ετικέτες ούζου του νησιού και δεκάδες προτάσεις για καλό εμφιαλωμένο κρασί, που είναι ένα από τα μεράκια του ιδιοκτήτη.
Πρόσφατα ο Αντώνης επέκτεινε την επιχειρηματική του δραστηριότητα, ανοίγοντας ένα εστιατόριο δίπλα στο ουζερί, με το όνομα του πατέρα του: Κυρ Στέφανος. Εκεί σερβίρουν μόνο επιλεγμένα κρεατικά και πολύ καλό κρασί.
Ταξιάρχες – Καγιάνι, Τ/22510-61.951
Κουτσομύτης, στον Συνοικισμό στη Μυτιλήνη
Ο κυρ Σπύρος άρχισε να δουλεύει αυτό το ουζερί από το 1991 μαζί με τον γιο του, τον Ισίδωρο, και τη σύζυγό του, Αντωνία, η οποία έφυγε από τη ζωή πριν από κάποια χρόνια. Από το ξεκίνημά του, η συνταγή που καθόρισε την πορεία του ήταν το χταπόδι του βουνού, πιάτο που πρωτοέφτιαξε η Αντωνία με χόρτα, μυρωδικά και μπόλικο ζουμάκι και απέκτησε φανατικό κοινό. Αν και ο ίδιος ο κυρ Σπύρος ονομάζεται Κωνσταντάρας, στο μαγαζί κράτησε το όνομα του πρώην ιδιοκτήτη και πρώτου καφετζή της περιοχής, του Κουτσομύτη, ο οποίος στη δεκαετία του 1960 το λειτουργούσε ως καφενείο, με μπουζούκια τα σαββατόβραδα. Βρίσκεται στον Συνοικισμό, μια προσφυγική συνοικία όπου τα απογεύματα γινόταν το νυφοπάζαρο και οι κοπέλες πήγαιναν πέρα δώθε για να γνωρίσουν τους νεαρούς θαμώνες του καφενείου. Κάπως έτσι ο κυρ Σπύρος ακούει και ο ίδιος στο όνομα Κουτσομύτης, αφού οι περισσότεροι πελάτες έτσι τον φωνάζουν. Άλλωστε, και ο δρόμος μπροστά στο ουζερί ονομάζεται οδός Κουτσομύτη.
Το μαγαζί βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι που οδηγεί στο Αρχαίο Θέατρο και διαθέτει τραπέζια μέσα και έξω. Σε όλους προτείνω να δοκιμάσουν πρώτα πρώτα τα σουγάνια, ζουμερές μπουκιές από γεμιστό κρεμμύδι με ρύζι και κιμά σε πηχτό αυγολέμονο. Πρόκειται για μια τοπική συνταγή, ιδιαίτερα μπελαλίδικη, που αξίζει τον κόπο να τη γευτείς. Μερακλής ο κυρ Σπύρος, μόλις βολευτείς στο τραπέζι θα ‘ρθει να καθίσει μαζί σου και θα σε ρωτήσει αν θα συνεχίσεις με κρέας ή ψάρι. Ύστερα θα ξεκινήσει να απαριθμεί μεζέδες και μαγειρευτά. Ανάλογα με την εποχή, θα σου προτείνει πάντα μια βραστή σαλάτα με λαχανικά από ντόπιο παραγωγό, για να ανοίξει η όρεξη. Όταν πηγαίνουμε με τον γιο μου, τον Βαγγέλη, παραγγέλνει πάντα παστουρμαδόπιτα. Η ζύμη που φτιάχνει η Χριστίνα είναι η καλύτερη που έχω δοκιμάσει με διαφορά – ούτε ψωμένια ούτε ιδιαίτερα ξερή. Τα κουταβάκια του, τα προσφυγάκια που λέμε εμείς εδώ, είναι πάντα γεμάτα ψαχνό, καλοτηγανισμένα και με σκορδαλιά από ψωμί σταρένιο – πάντα ζητάμε δεύτερη μερίδα. Κάποιες φορές φτιάχνει αρνάκι με ντόπια ρεβίθια Λισβορίου και σάλτσα από φρέσκια ντομάτα, που την καταλαβαίνεις στη γεύση, αλλά δεν φαίνεται καθόλου στο πιάτο. Στην εποχή της τούνας θα φάτε μπεκρή μεζέ με τούνα και μπόλικες πιπεριές, χωρίς να νιώσετε καθόλου τη μυρωδιά του ψαριού. Πρόκειται για μια παλιά συνταγή την οποία βρήκα μόνο στον κυρ Σπύρο και αποτελεί κορυφαίο ουζομεζέ. Με μπόλικο σκόρδο, πιπεριά κόκκινη και πράσινη και κρεμμύδια μαγειρεμένα χωρίς να χάνουν τη γεύση και την τραγανότητά τους. Στου Κουτσομύτη θα φάτε επίσης νόστιμους λαχανοντολμάδες και ντολμαδάκια, ενώ καθημερινά μικρά φρέσκα ψαράκια και φρούτα της θάλασσας έχουν την τιμητική τους. Και, βέβαια, τα κλασικά εδέσματα: σαρδέλες ή παπαλίνες παστές –το λεσβιακό σούσι–, λαχανίδα, αμπελοφάσουλα και διάφορα οστρακοειδή στην εποχή τους. Θα βρείτε και όλες τις ετικέτες ντόπιων ούζων, ακόμη κι αυτές πολύ μικρών παραγωγών που βγαίνουν σε μικρές ποσότητες. Όσο για τα κρασιά, διαθέτει καλά εμφιαλωμένα και σχεδόν όλους τους παραγωγούς της Λήμνου σε ασκό.
Ζαλόγγου 25 & Κουτσομύτη, Τ/22510-43.332
Στη Δρώτα, στης Μαρίας την ταβέρνα
Στη Δρώτα μοιάζει να έχει σταματήσει ο χρόνος. Σε ένα γραφικό μέρος όπου δεν υπάρχουν και πολλά που να σου αποσπούν την προσοχή πάρα μόνο οι ήχοι της φύσης και της θάλασσας, βρίσκεται το ταβερνάκι της Μαρίας Ξενιτέλλη, η οποία λατρεύει τη μαγειρική. Μεγαλωμένη σε ένα περιβάλλον όπου η καθημερινή κουβέντα ήταν οι συνταγές του καφενείου της γιαγιάς Μαρίκας και του παππού Γιώργου, ζυμώθηκε μέσα της το ταλέντο που έγινε επάγγελμά της. Για πέντε χρόνια έμεινε και εργάστηκε στην Αυστραλία ως μαγείρισσα σε ελληνικά εστιατόρια και επέστρεψε στα πατρογονικά εδάφη το 2017 για να ξανανοίξει την οικογενειακή επιχείρηση σε ένα απομακρυσμένο χωριό, που κρατάει ακόμη τη γραφικότητα της παλιάς Ελλάδας. Η Μαρία ακολουθεί πιστά τις συνταγές της γιαγιάς της, αυτούσιες, από τα τεφτέρια της, χωρίς να πειραματίζεται, ενώ βγάζει το μεράκι της για τη μαγειρική σε νέα πιάτα που δημιουργεί, αν και εφόσον βρει την κατάλληλη πρώτη ύλη.
Η Δρώτα είναι απ’ αυτά τα ταβερνάκια όπου βρίσκεις ακόμη τα μικρά και νόστιμα πιατάκια, πέντε τον αριθμό, που συνοδεύουν το καραφάκι του ούζου. Θα σου προσφέρει σαλάτα από τον μπαχτσέ της, ένα παστό εποχής που θα φτιάξει η ίδια, όπως η μέλαινα που δοκιμάσαμε, ένα όσπριο όπως τα κουκιά με μπόλικο ελαιόλαδο και σκορδαλιά στην άκρη, και αφρόψαρα στο τηγάνι. Η Μαρία διηγείται ιστορίες από το καφενείο που είχαν οι δικοί της, θυμάται ότι ο παππούς της έβαζε στο πηγάδι της αυλής τα ντόπια αναψυκτικά, το νερό και τα ποτά για να παγώνουν και τα τραβούσε ένα-ένα με σχοινί για να τα προσφέρει στους θαμώνες. Έτσι παγωμένα όπως ήταν, θαρρείς πως άνοιγαν την όρεξη στους πελάτες που έπιναν το ουζάκι τους τρώγοντας σχεδόν αμέσως τα φρέσκα ψάρια που έφερναν οι ψαράδες από τις βάρκες τους.
Δοκιμάστε σκορπίνα φιλεταρισμένη και μαγειρεμένη με κους-κους, σαν θαλασσινό γιουβέτσι, με ντοματούλα, σκορδάκι και ζουμερά κομμάτια ψαριού που έχουν σιγομαγειρευτεί χωρίς να χάσουν τίποτα από τη μυρωδιά της θάλασσας. Ανάλογα με την εποχή μπορείτε να βρείτε μακαρονάδα θαλασσινών με γαρίδα ή καραβίδα και με μακαρόνια τόσο-όσο που λέμε εμείς εδώ για το al dente. Στην πρώτη θέση θα έβαζα τα γεμιστά καλαμαράκια με ρύζι και μυρωδικά, ντοματούλα, ψιλοκομμένα πλοκάμια καλαμαριού και κουκουνάρι – ιδανικό πιάτο για μια αυθεντική παπάρα στο ζουμάκι με ντόπιο ψωμί. Ακόμα μια πλωμαρίτικη συνταγή είναι οι πατατοκολοκυθοκεφτέδες, που τους βρίσκεις μόνο στο νότιο τμήμα του νησιού. Θυμίζουν πιτάκια, αλλά δεν είναι καθόλου στεγνοί.
Στη Δρώτα γίνεται κι ένα μικρό πανηγύρι λεσβιακών προϊόντων. Τα αλίπαστα είναι μόνο ντόπια, τα χταπόδια και τα ψάρια από το Πλωμάρι, τα τυριά από παραγωγούς της γύρω περιοχής και από λαχανικά ό,τι βγάλει ο μπαχτσές. Ζητήστε να συνοδέψετε το κρέας της επιλογής σας με παραδοσιακή και όχι πολύ γλυκιά μαρμελάδα ντομάτας και δοκιμάστε τον γκιουζλεμέ, το τηγανητό τυροπιτάκι του νησιού με φέτα και αυγό. Τον Σεπτέμβριο μπορείτε να φάτε πολύ και καλό ψάρι.
Στη Δρώτα, τέλος, μπορείτε να πάτε και με βάρκα από το Πλωμάρι, περνώντας από τη μαγική τοποθεσία της Παναγιάς της Κρυφτής με τα κρυστάλλινα νερά και το εκκλησάκι μέσα στον βράχο.
Δρώτα, Τ/6974-82.61.21
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μπαλουχανάς, στο Πέραμα της Γέρας
Κοντεύει την τριακονταετία ο Χρυσόστομος στον Μπαλουχανά, στο Πέραμα της Γέρας. Ήταν είκοσι χρονών νεαρός όταν πήρε την απόφαση να ασχοληθεί με την εστίαση, τελειώνοντας τη σχολή μαγειρικής και συνειδητοποιώντας ότι τον ενδιέφεραν οι γεύσεις και το πώς παρουσιάζονται στο κοινό. «Μαγειρική δεν έμαθα στη σχολή, αλλά με την εμπειρία», μας λέει ο ίδιος καθώς ξεκλέβει λίγο χρόνο για να μας μιλήσει, ενώ το εστιατόριο έχει αρχίσει να γεμίζει κόσμο. Βρίσκεται ακριβώς πάνω στη θάλασσα, τόσο που από το τραπέζι μπορείς να βουτήξεις τα ακροδάχτυλά του ποδιού σου στο νερό.
Ως λάτρης της μελιτζάνας σε όλες τις εκφάνσεις της, διαλέγω τη φουρνιστή με ντομάτα, μπόλικη ντόπια κάππαρη, τυρί και γλιστρίδα, με γεραγώτικη συνταγή που θέλει το πρώτο ψήσιμο της μελιτζάνας να γίνεται στα κάρβουνα. Στο τραπέζι έρχεται μια πλούσια χωριάτικη σαλάτα και μαθαίνω ότι όλα μα όλα τα λαχανικά είναι δικής τους παραγωγής. Για αρχή παίρνω μια παστή σαρδελίτσα την οποία έχει παστώσει ο Χρυσόστομος το ίδιο πρωί και μια φάβα με καραμελωμένα κρεμμύδια για να συνοδέψουν το ουζάκι. Το κυρίως πιάτο είναι σχεδόν πάντα ψάρι. Ο Χρυσόστομος, εκτός από καλός μάγειρας, είναι και εξαιρετικός ψήστης, καταφέρνοντας να διατηρήσει όλους τους χυμούς του ψαριού καθώς το ξεροψήνει στα κάρβουνα. Εδώ μπορείς να φας και αχνιστά ψάρια, όπως τσιπούρα στον ατμό ή ακόμη και πεσκανδρίτσα με σάλτσα λεμονιού που δεν υπερκαλύπτει τη γεύση του ψαριού. Επίσης φτιάχνει κριθαρότο με φρέσκια γαριδούλα και ντομάτα, με λεπτή και φίνα γεύση. Τα προϊόντα του είναι όλα ντόπια. Τα ψάρια από τους ψαράδες του Περάματος έρχονται απευθείας στο εστιατόριο και πολλές φορές δεν προλαβαίνει να τα βάλει στο ψυγείο. Από τη θάλασσα στο πιάτο δηλαδή. Τέτοια φρεσκάδα. Μαγειρεύει μόνο με υλικά εποχής και με ό,τι βγάζει ο μπαχτσές του, που καλύπτει όλες τις ανάγκες του. Η λίστα με τα ούζα περιλαμβάνει εικοσιπέντε ετικέτες απ’ όλο το νησί, ενώ υπάρχουν και αρκετές επιλογές σε κρασί.
Πέραμα Γέρας, Τ/22510-51.948
Στο Porto Plomari, στο Πλωμάρι, για ουζάκι πολυτελείας
Το εστιατόριο Λιτρίδι, στις εγκαταστάσεις του πεντάστερου ξενοδοχείου Porto Plomari, σερβίρει high end μεζέδες για ούζο, από τον πολυταξιδεμένο σεφ Γιώργο Χατζέλλη ο οποίος έχει καταγωγή από το Πλωμάρι. Σε μια προσπάθεια να τιμήσει τα προϊόντα της Λέσβου και της Λήμνου, έχει δημιουργήσει ένα ειδικό μενού για εκείνους που θέλουν να δοκιμάσουν κάτι πιο ψαγμένο και δημιουργικό, φτιαγμένο με τοπικά προϊόντα σχεδόν κατά 90%. Ο Γιώργος προτείνει εδώ την πιο μοντέρνα εκδοχή ουζοποσίας, συνδυάζοντας την παράδοση με πινελιές δημιουργικής κουζίνας. Θα απολαύσετε ουζάκι με ψαγμένο μεζέ – μους ταραμοσαλάτας, την αγαπημένη μου μελιτζανοσαλάτα με σκουμπρί, αυγά αχινού, λιαστό χταποδάκι σχάρας, ντομάτες Πλωμαρίου και ντόπιες ελιές – σε ένα ειδυλλιακό τοπίο δίπλα στη θάλασσα. Δοκίμασα επίσης μια φρεσκότατη γλώσσα πανέ με κάππαρη και μια καταπληκτική σάλτσα ούζου που ταίριαζε απόλυτα στο ψάρι, μύδια Καλλονής αχνιστά και το πλατό θαλασσινών με σφυρίδα, γαρίδες και μύδια σε κρέμα γάλακτος, με αρωματικό βούτυρο με μυρωδικά του βουνού, άγριο ρύζι και μους ταραμοσαλάτας. Και ακόμα, φρέσκο γεμιστό καλαμάρι με σπανάκι, μύδια, γαρίδες και ψαχνό από καβούρι, το οποίο συνοδεύεται από μους αβοκάντο και άγριο ρύζι με σος μουστάρδας με ούζο.
Ωδή στη Λέσβο και στη Λήμνο αποτελεί το πλατό των τυριών με το βραβευμένο μελίχλωρο, το καλαθάκι Λήμνου, τη γραβιέρα Μυτιλήνης, το λαδοτύρι, το κεφαλοτύρι, καθώς και ευρωπαϊκά τυριά, συνοδεία πικάντικης μαρμελάδας από σύκα Ερεσού, τα οποία μπορείς να συνδυάσεις με ούζο ή κρασί. Στη λίστα ούζων θα βρείτε τις περισσότερες από τις ετικέτες του νησιού και όλα του Πλωμαρίου. Θα βρείτε επίσης επιλεγμένα κρασιά από οινοποιεία της Λήμνου, πατρίδας του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου.
Πλωμάρι, Τ/ 22510-31.000
Α–the Bar, στο Πλωμάρι
Το A-the Bar λειτουργεί στους πανέμορφους χώρους του συγκροτήματος A-luxury villas, που βρίσκεται μέσα σε έναν ασημόχρυσο ελαιώνα εννέα στρεμμάτων στο Πλωμάρι. Εδώ, φιλοσοφία του σεφ Μηνά Παπανικολάου και του ιδιοκτήτη Παναγιώτη Θεοδωρίδη είναι το ούζο ως πρώτη ύλη στη δημιουργική κουζίνα, ενώ πρόσθεσαν στο μενού και «πειραγμένους» μεζέδες με λεσβιακά χαρακτηριστικά, λεπτεπίλεπτες γεύσεις που μπορείτε να τις απολαύσετε ακόμα και καθισμένοι στην μπάρα σε ένα περιβάλλον πολυτελές, αλλά καθόλου επιτηδευμένο. Ως συνοδευτικά ούζου δοκιμάσαμε μπρουσκέτα με πατέ αστακού, ξερό σύκο από την Ερεσό και σπιτικό αυγοτάραχο μπάφας που ψαρεύεται στην περιοχή του Πλωμαρίου, καθώς και μπρουσκέτα με πατέ αχινού, τριμμένη τομάτα, χοντρό αλάτι Πολιχνίτου και λάδι σκόρδου, με ελαιόλαδο από τα κτήματα του ιδιοκτήτη. Το δε αγουρέλαιο από τον ελαιώνα τους διατηρείται στην κατάψυξη από το πρώτο άλεσμα του Οκτώβρη και σερβίρεται παρέα με λαδοτύρι από παραγωγό της περιοχής και με δικές τους ελιές. Αντί για αυθεντικό ούζο με πάγο και νερό, όπως συνηθίζουμε να το πίνουμε, ο σεφ μας πρόσφερε κοκτέιλ με βάση το ούζο, με μαστίχα Χίου, ασπράδι αυγού, αρωματικό bitter, χυμό lime και σιρόπι από θυμαρίσιο μέλι της περιοχής Πλωμαρίου. Η κάβα τους είναι ιδιαίτερα ενημερωμένη και διαθέτει πάνω από 35 ετικέτες κρασιού από τον ελληνικό, κυρίως, αλλά και τον διεθνή αμπελώνα, ενώ προσφέρουν και classic και signature κοκτέιλ.
Πλωμάρι, Τ/6972-88.44.88
Στα Βασιλικά, στη Χριστίνα
Είναι το μοναδικό ουζερί στην περιοχή των Βασιλικών, πάνω στην πλατεία και δίπλα στον φούρνο-σήμα κατατεθέν του χωριού. Η Χριστίνα Σοφού έχει δώσει το όνομά της στο καφενείο που λειτουργεί κοντά στα 12 χρόνια, με πελατεία τους λιγοστούς πλέον κατοίκους του χωριού, αλλά και φανατικούς φίλους που ανεβαίνουν ως εκεί για να φάνε τους νόστιμους κεφτέδες και τα μοναδικά παστά της.
Το καφενείο το είχαν οι γονείς της Χριστίνας και μεγάλωσε μέσα σε αυτό, ανέπτυξε όμως αγάπη για τη μαγειρική από τότε που το ανέλαβε η ίδια. Τις παραδοσιακές συνταγές τις ήξερε από παιδί. Ο πειραματισμός με οτιδήποτε νέο προέκυψε μέσα από πολύ ψάξιμο, κουβέντα και προσπάθεια, καταλήγοντας σε ένα βασικό μενού με τα πέντε κλασικά πιατάκια για το ούζο ή το κρασί, αλλά και συνταγές που αραιά και πού προσφέρει σε όσους επιζητούν κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Βέβαια, πόσο συνηθισμένος μπορεί να είναι ένας καλοτηγανισμένος κεφτές στον οποίο η Χριστίνα βάζει και λίγο ξυδάκι που τον κάνει αφράτο μέσα και ξεροψημένο απ’ έξω; Αυτόν, ευχαρίστως θα τον έτρωγα κάθε μέρα! Το καραφάκι με τα πέντε πιατάκια το προσφέρει με γεύσεις που δεν συναντάς στα καφενεία των χωριών. Σίγουρα θα σου σερβίρει το καλοκαίρι κολοκυθολούλουδα με ρύζι ή τυρί, κολοκυθοκεφτέδες, τυροκεφτέδες, ιμάμ, τηγανητό γαύρο χωρίς κόκκαλο, σουπιές με ξύδι και παστά όπως παπαλίνα, μπαρμπούνι, κολιό και κέφαλο, όλα αγορασμένα από ψαράδες του Πολιχνίτου και παστωμένα με τον παραδοσιακό τρόπο της περιοχής. Δοκίμασα το παστό μπαρμπούνι, που μπορεί να μη φτάνει τη γλυκάδα της παπαλίνας ή της σαρδέλας, αποτελεί όμως μοναδικό μεζέ. Όλα τα προϊόντα είναι αγορασμένα από εκεί γύρω, εκτός από τη φέτα, καθώς προτιμά αυτή του Μεσοτόπου με την οποία γεμίζει και πιπεριές κέρατα, που τις ψήνει στον φούρνο με αρωματικά βότανα – κάποια από την περιοχή. Από τα πιο ιδιαίτερα πιάτα που δοκίμασα ήταν η γάμπαρη με μανέστρα, που ήταν μαγειρεμένη απλά αλλά σου έδινε όλη την ουσία της θάλασσας, με το κάρδαμο και το πιπέρι να ανεβάζουν το γευστικό επίπεδο. Το ιμάμ με τις τηγανισμένες μελιτζάνες που μαγειρεύτηκαν με τη σάλτσα για να συνδεθούν με όλα τα δέοντα λαχανικά κάνει τη διαφορά με την προσθήκη ντόπιας ξερής μυζήθρας.
Η Χριστίνα χειμώνα και καλοκαίρι είναι στις επάλξεις του άλλοτε μεγαλοχωρίου, κάνοντας τη μαγειρική λειτούργημα και κρατώντας τους νέους στον τόπο τους, στη μοναδική πλατεία με την παχιά σκιά.
Βασιλικά, Τ/22520-71.397
Καφενείο το Πέλαγο, στα Λαδάδικα, στη Μυτιλήνη
Χταπόδι φούρνου με εστραγκόν και αστεροειδή γλυκάνισο, μεσοτοπίτικοι γιαλαντζίδες (ντολμαδάκια), μαϊντανοσαλάτα με κάπαρη, ξύδι και σκόρδο, φέτα Αργένου παναρισμένη με βρώμη και μαυροσούσαμο, χταπόδι με μελιτζάνα, πρόβατο κρασάτο. Αυτές είναι λίγες από τις γεύσεις του καταλόγου στο Πέλαγο, που λειτουργεί στο κέντρο της πόλης σε μια από τις πιο γραφικές περιοχές της, τα Λαδάδικα.
Κάποιες από τις συνταγές τις είχα ακούσει χρόνια πίσω από νοικοκυρές των χωριών, κυρίως στο δυτικό κομμάτι του νησιού, αλλά χάθηκαν με τον καιρό και σήμερα έχουν τιμητική θέση στις κατσαρόλες αυτού του στεκιού. Το καφενείο είναι μια παράλληλη δραστηριότητα της ΚΟΙΝΣΕΠ «Πέλαγο», που ολοκληρώνει ουσιαστικά τον σκοπό της με τη λειτουργία του πολιτιστικού μεζεδοπωλείου, αναβιώνοντας το προφίλ των ιστορικών καφενείων της Λέσβου όπου κάποτε έπιναν το ούζο τους ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ο Συνεταιρισμός μοιράζει τη δράση του στα πεδία της μουσικής, της γεύσης και της παρουσίασης ξεχασμένων λεσβιακών συνταγών και αξιόλογων προϊόντων, μικρών κυρίως παραγωγών. Η Βασιλική Παπαγεωργίου βρίσκεται πίσω από αυτό το εγχείρημα που υλοποιήθηκε τον τελευταίο χρόνο, σε μια δύσκολη εποχή. Με καταγωγή από την Ερεσό της Λέσβου, η ίδια έζησε και δημιούργησε στην Κωνσταντινούπολη για 23 χρόνια, ενώ συνεργάστηκε με το γνωστό συγκρότημα Βόσπορος, καθώς και με άλλους Έλληνες και Τούρκους μουσικούς. Κατά την επιστροφή της στην Ελλάδα επέλεξε το νησί της καταγωγής της για να ιδρύσει το «ΠΕΛΑΓΟ», μαζί με διαλεχτούς συνεργάτες. «Το καφενείο μας αποτελεί έναν χώρο συνεύρεσης ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης –όπως συνέβαινε την εποχή της “Λεσβιακής Άνοιξης”, στη δεκαετία του 1920–, για να τους αναμείξει με τους πολίτες της Λέσβου, καλύπτοντας έτσι μια μεγάλη ανάγκη της πολιτείας του νησιού για έναν χώρο δημόσιας συνάντησης και ευαισθητοποίησης σε θέματα πολιτισμού, μέσα στην εμπνευσμένη ατμόσφαιρα του γλαυκού ούζου και των παραδοσιακών ντόπιων μεζέδων», εξηγεί.
Μέσα στο καλοσχεδιασμένο καφενείο μπορείς να βρεις λεσβιακά προϊόντα στα ράφια, αυστηρά από μικρούς παραγωγούς, δοκιμασμένα και επιλεγμένα από τον Μεσοτοπίτη Νίκο Καξηρή, επίσης μέλος της KΟΙΝΣΕΠ, ο οποίος, ως γνώστης της τοπικής κουζίνας, ψάχνει και καταγράφει παλιές συνταγές. Η μουσική που ακούγεται, τα πιατάκια με το χταπόδι μαγειρεμένο με γλυκιά ντόπια μελιτζάνα και οι σουπιές με σπανάκι παραδίπλα, το ούζο που γλύφω από το κανονάκι και οι κουβέντες που έχουν μια ιστορική χροιά σίγουρα κάνουν τη διαφορά σε αυτόν τον νέο χώρο που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να συνεχιστεί με συνέπεια η ιστορία του τόπου.
Αθανασίου Μητρέλια, Λαδάδικα, Μυτιλήνη, Τ/6932-61.55.51