Της Δήμητρας Εμμανουήλ*
Στο ιστορικό παρελθόν της πόλης και της αγοράς της το προσφυγικό στοιχείο είναι έντονο και κυρίαρχο. Οι πρόσφυγες, οι οποίοι προέρχονταν από πιο αναπτυγμένες οικονομικά περιοχές, αποτελούν τώρα παράγοντα σημαντικών οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών στο νησί. Ένα μεγάλο μέρος τους αρχικά, θα αποτελέσει φτηνή εργατική δύναμη, κυρίως εργατών γης, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων καλλιεργειών και νέων παραγωγικών μονάδων (Επιμελητήριο Λέσβου). Οι εμπειρίες και οι δυνατότητες τους αξιοποιούνται, καθώς προέρχονταν από περιοχές με εμπορική και βιομηχανική δραστηριότητα. Πέρα από αυτό, τόνωσαν την εσωτερική αγορά, καθώς μετέφεραν και όση ρευστοποιημένη περιουσία μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους, η οποία και επενδύθηκε στο νησί. Τέλος, ένα μικρό τμήμα τους απέκτησε και ακίνητη περιουσία, καθώς πήρε τις ιδιοκτησίες των Οθωμανών. που έφυγαν από το νησί μετά από την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 (Τζιμής, ό.π.,1995).
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, αρχίζει η παρακμή της αγοράς, καθώς έπαψε να ανανεώνεται και να οικοδομείται σε προϊόντα και υπηρεσίες. Οι πιο φτωχοί πρόσφυγες εγκαθίστανται στην Επάνω Σκάλα και στο βόρειο τμήμα της τουρκικής αγοράς. Άριστοι τεχνίτες, επιπλοποιοί από τη Σμύρνη, σιδηρουργοί, καραβομαραγκοί, καλαθοποιοί, ποτοποιοί, γανωματήδες, χαλβατζήδες έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Ο Κ. Ουράνης, όταν επισκέφτηκε τη Μυτιλήνη το 1949, έγραψε: «Χιλιάδες από τους πρόσφυγες ζουν στριμωγμένοι στα πόδια του Κάστρου και στο παλιό λιμάνι. Όλος ο δρόμος στο λιμάνι είναι πιασμένος από παράγκες που ξεχύνουν τα πιο ετερόκλητα εμπορεύματα ως το χώμα του δρόμου..» (Ουράνης, 1998).
Ο Κ. Καλλιπολίτης το 1993 γράφει: «Πολλοί πρόσφυγες κατόρθωσαν το 1914 να εγκατασταθούν σε τουρκικά καταστήματα τα οποία ήταν κλειστά. Βιοτέχνες από τη Πέργαμο και ειδικοί στους χαλβάδες και τα στραγάλια. Μετά την αναχώρηση των Τούρκων όλα τα καταστήματα τους περιήλθαν σε χεριά προσφύγων. Η Επάνω Σκάλα είχε από το 1924 ως το 1936 κίνηση που ξεπερνούσε καθώς προηγούμενο (π. «Αιολικά φύλλα» τ. 31, Οκτώβρης 1993).
Τα ιστορικά κέντρα Μυτιλήνης και Αϊβαλιού αρχές του 20ου αιώνα
(Αρχείο Στρατή Φραντζέσκου)
Ο Σ.Μ., 75 χρονών σήμερα, θυμάται:
Από 10 χρονών που τέλειωσα το γυμνάσιο το 1956, μέχρι τα 18 μου, έχω μνήμες και εμπειρίες από την αγορά. Σαν «αγορά», εννοώ κυρίως την περιοχή που βρισκόταν το μπακάλικο, που είχε από το 1933 ο πατέρας μου, την περιοχή της αγοράς, που λέμε Κουμιδιά – Μπας Φανάρι – Λαδάδικα. Όταν ήρθε από τη Μ. Ασία με μια σφαίρα στο πόδι ο δήμος του δώσε ένα χάλασμα κοντά σε μια οθωμανική βρύση στα Λαδάδικα.
Ο συμβολαιογράφος Α.Σ., 75 χρονών σήμερα, θυμάται :
Τα μεγάλα μπακάλικα τα Εδώδιμα και Αποικιακά που λεγόταν τότε, συνήθως είχαν ιδιοκτήτες παιδιά προσφυγών, οι οποίοι έφεραν την εμπειρία τους, τις δεξιότητες και το πολιτισμικό τους κεφαλαίο διαπρέποντας στις εμπορικές επιχειρήσεις.
Το 1964 ο προσφυγικός συνοικισμός παρουσιάζει εικόνα εγκατάλειψης από τη τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς δεν υπάρχει ούτε υδροδότηση, ούτε αποχετεύσεις, ενώ οι δρόμοι του είναι σε άθλια κατάσταση .Οι 10.000 κάτοικοι της Επάνω Σκάλας, ζητούν διοικητική αυτοτέλεια από το Δήμο Μυτιλήνης. Ο προσφυγικός συνοικισμός περιγράφεται ως η συνοικία των απόκληρων (εφ. Πολιτικά 1964, 1965, 1967). Τα «προσφυγικά» είναι ακόμα και τωρα συνώνυμο της φτωχικής γειτονιάς στη πόλη.
Καθώς οι πρόσφυγες στην αρχή αντιμετωπίστηκαν ως παρίες, αργότερα στις επίσημες αφηγήσεις αλλά και στις προφορικές μαρτυρίες τονίζεται η συμβολή τους στην οικονομική ευμάρεια του νησιού καθως και η επαγγελματικές τους δεξιότητες στο χώρο της αγοράς. Βλέπουμε λοιπόν ότι στη συλλογική μνήμη αποτυπώθηκαν οι πρόσφυγες ως στοιχείο πολιτισμικής και οικονομικής ανάπτυξης πολύ αργότερα, και η ταξική τους ιδιότητα προσέδωσε το χαρακτηριστικό της ως πολιτισμικής ανωτερότητας.
.*Η διπλωματική εργασία της Δήμητρας Εμμανουήλ, διερευνά με ποιο τρόπο η κεντρική αγορά της Μυτιλήνης αποτυπώνεται ως χώρος συλλογικής μνήμης, μέσω της προφορικής και της γραπτής ιστορίας από τη δεκαετία του 1960 ως τη δεκαετία του 1980. Η αγορά της Μυτιλήνης ως χώρος συναλλαγής (διαχρονικά) και επικοινωνίας των πολιτών τις δεκαετίες αυτές, λειτούργησε ως καταλύτης, έτσι ώστε να αφομοιωθούν καλυτέρα οι σαρωτικές αλλαγές στην καταναλωτική κουλτούρα. Οι μνήμες των ανθρώπων μας δίνουν την αίσθηση της μετάβασης από την κοινωνία της αυτάρκειας, σε μια κοινωνία της κατανάλωσης, μέσω του χώρου και των πρακτικών της αγοράς. Η μνήμη αφηγείται το χώρο της κεντρικής αγοράς της πόλης από το 1960 ως το 1980.