Η διπλωματική εργασία, της ΔΗΜΗΤΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ διερευνά με ποιο τρόπο η κεντρική αγορά της Μυτιλήνης αποτυπώνεται ως χώρος συλλογικής μνήμης, μέσω της προφορικής και της γραπτής ιστορίας από τη δεκαετία του 1960 ως τη δεκαετία του 1980. Η αγορά της Μυτιλήνης ως χώρος συναλλαγής (διαχρονικά) και επικοινωνίας των πολιτών τις δεκαετίες αυτές, λειτούργησε ως καταλύτης, έτσι ώστε να αφομοιωθούν καλυτέρα οι σαρωτικές αλλαγές στην καταναλωτική κουλτούρα. Οι μνήμες των ανθρώπων μας δίνουν την αίσθηση της μετάβασης από την κοινωνία της αυτάρκειας, σε μια κοινωνία της κατανάλωσης, μέσω του χώρου και των πρακτικών της αγοράς. Η μνήμη αφηγείται το χώρο της κεντρικής αγοράς της πόλης από το 1960 ως το 1980.
ΠANEΠIΣTHMIO AIΓAIOY
TMHMA KOINΩNIKHΣ ANΘPΩΠOΛOΓIAΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών: «Κοινωνική & Ιστορική Ανθρωπολογία»
Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ποθητή Χαντζαρούλα
Ο 20ος αιώνας και η εκβιομηχάνιση έφερε πολλές οικονομικο-κοινωνικές ανακατατάξεις με αποτέλεσμα οι γυναίκες να βγουν στην αγορά εργασίας και να φέρουν τους στόχους της γυναικείας κινητοποίησης στη περιοχή της ισοπολιτείας. (Παπαταξιάρχης, 1992:15) «Όμως η οργάνωση του δημοσίου χώρου με βάση τα φύλα βρισκόταν και βρίσκεται ακόμα υπό διαπραγμάτευση» (Cowan, 1992:136).
Η Michelle Rosaldo (1974) επιχειρεί να εξηγήσει τη γυναίκεια υποτέλεια με τη συμβολική αντίστιξη του δημοσίου προς τον ιδιωτικό χώρο. Σε όλες τις κοινωνίες παρατηρείται ένας ιεραρχικός καταμερισμός της εργασίας σε μια οικιακή και μια δημόσια σφαίρα. Οι γυναίκειες δραστηριότητες με τον έντονο αναπαραγωγικό τους προσανατολισμό ταξινομούνται στον υποδεέστερο οικιακό χώρο και έτσι θεωρούνται κατώτερες των ανδρικών (Παπαταξιάρχης, Παραδέλλης, 1992:32, σ.τ.). Η διάκριση του δημοσίου με τον ιδιωτικό χώρο δεν είναι μια φυσική διάκριση, αλλά φτιάχτηκε μέσα από σχέσεις εξουσίας.
Η Μ. Νικολαΐδου και η Ι. Λαμπίρη – Δημάκη (1975) στην έρευνα τους Η εργαζόμενη γυναίκα στην Ελλάδα: Μια δειγματολογική μελέτη, αναφέρουν : «Σήμερα που δημοσιεύεται αυτή η έρευνα και βαδίζου¬με στο δεύτερο χρόνο από τη μεταπολίτευση του Ιούλη 1974 και την αποκατάσταση τής κοινοβου¬λευτικής δημοκρατίας οι προοδευτικοί γυναικείοι σύλλογοι αναδιοργανώνονται, άλλοι καινούργιοι ιδρύονται μέσα σ’ ένα γενικότερο κλίμα οργασμού πολιτικοποίησης».
Η Α’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη Εργαζόμενων Γυναικών το 1966 ηταν το αποκορύφωμα του γυναίκειου κινήματος. Συμμετείχαν 149 συνδικαλίστριες πό 60 σωματεία από 12 διαφορετικές πόλεις. Όμως η δικτατορία του 1967 σταμάτησε την πολιτικοποίηση του λαού καθώς την ανάπτυξη του γυναίκειου κινήματος (Νικολαίδου, Δημάκη, 1975).
Η απογραφή του 1971 έδειξε συνολικό πληθυσμό τής Ελλάδας 8.716.441 κά-τοικους και 914.140 εργαζόμενες γυναίκες, σέ συνολικό γυναικείο πληθυσμό 4.473.452. Άπό τις 914.140, οι 12.600 είναι εργοδότριες (αντίστοιχα 127.480 άντρες), 150.160 Ελεύθερες Επαγγελματίες, 340.840 μισθωτοί μέ πλήρη ασφάλιση.
Τον Απρίλιο του 1964 η εφημερίδα Πολιτικά σημειώνει : «Στην αγορά της Μυτιλήνης στα μαγαζιά προτιμούν νέες γυναίκες, που πληρώνονται 600 ως 700 δρχ. το μήνα, αλλά υπογράφουν για 1.200 δρχ., όσο ορίζει ο νόμος για το γυναικείο μισθό. Ο μισθός ενός άντρα είναι 1.350 δρχ. Στην ελληνική περίπτωση ο κατώτατος μισθός θεσμοθετείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 με τις Εθνικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (Ε.Σ.Σ.Ε) να εισάγονται την ιδιά περίοδο (Ν.3239/1955). Είκοσι χρόνια μετά αποκτά πιο συγκεκριμένα γνωρίσματα και προσδιορίζεται από τις Ε.Σ.Σ.Ε.
Το 1975 η καταπίεση και η υποδεέστερη θέση της γυναίκας συνεχίζεται σε πολλούς τομείς, όπως και στον επαγγελματικό. Ό μέσος μηνιαίος μισθός για βιομηχανικούς εργάτες είναι 7.155 για τούς άντρες καί 3.920 γιά τίς γυναίκες. Τα ίδια ποσά και τις ίδιες αναλογίες έχουμε για τους ιδιωτικούς και δημοσίους υπαλλήλους και γίνεται σαφής διάκριση ακομη και στις προαγωγές σε βάρος των γυναικών (Νικολαΐδου, Δημάκη, 1975).
Ο Ε. Παπαταξιάρχης αναφέρει ότι :
Ο βαθμός αυτονομίας των γυναικών εξαρτάται από τα συμφραζόμενα του γάμου. Στις πατροτοπικές κοινωνίες οι αξίες της οικογενειοκρατίας εγκλωβίζουν τις γυναίκες σε μια πατριαρχική δομή, σε αντίθεση με τις μητροτοπικές και μητροεστιακές κοινωνίες της αιγιακής Ελλάδας, στην οποία ανήκει και η Λέσβος. Η κυριότητα που αντλούν οι γυναίκες από την εστιακή βάση της ταυτότητας τους επιτρέπει την άσκηση θετικών μορφών επιρροής. Οι απόψεις των ανθρωπολόγων Friedl και Campbell συγκλίνουν στον ενισχυτικό για τις γυναίκες ρόλο της γυναίκειας προίκας, δείχνοντας ότι η δημόσια εικόνα της πατριαρχίας είναι απλά μια πρόσοψη. Η κατανομή των οικογενειακών καθηκόντων είναι συμπληρωματική και δεν υπάρχει κάποια σαφής αντίληψη σύμφωνα με την οποία είτε οι ανδρικές είτε οι γυναικείες δουλειές εχουν μεγαλύτερο γόητρο (Παπαταξιάρχης, 1992:54, 55, ).
Η είσοδος των γυναικών στο χώρο της αγοράς της Μυτιλήνης, αλλά και η δράση της στο χώρο, αποτυπώνεται παρακάτω στις συνεντεύξεις:
Η Α.Μ. 81 ετών θυμάται :
Πήγαινα στην Εμπορική Σχολή στον Αγ. Γεώργιο να μάθω λογιστικά. Ήμουν 18 χρονών όταν με ζήτησε ο σύζυγος μου από τους γονείς μου. Είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Εκείνος είχε καφεκοπτείο στην Ερμού και ήταν στη δουλειά από το 1953 ως το 1981 που το κλείσαμε. Εγώ κατέβηκα να δουλέψω στην Αγορά 35 χρονών πια είχαμε πολύ δουλειά, ο κόσμος περίμενε στην ουρά έξω από το μαγαζί. Το 1980 που πήρα το αυτοκίνητο, γεμίζαμε το πορτ μπαγκάζ και γυρνούσαμε στα χωριά. Το 1981 που ήρθε το ΠΑΣΟΚ, ανέβηκε πάρα πολύ ο φόρος στο καφέ, η ποιότητα πλέον ήταν πολύ άσχημη, και έτσι κλείσαμε το μαγαζί, γιατί δε συνέφερε πλέον.
Η Ν.Δ., 65 ετών, θυμάται:
Το 1970 ήμουν 15 χρονών κι ήρθα από τη Μόρια στη Μυτιλήνη για να δουλέψω πωλήτρια σε εμπορικό.. Ήμουν πολύ ευχαριστημένη γιατί ήρθα από το χωριό στην πόλη δούλευα με πολύ κόσμο και επιπλέον μου άρεσε η δουλειά. Είχαμε πολύ δουλειά, ειδικά από τα χωριά. Κάθε συνεταίρος είχε την πελατεία του και καθένας ήταν από διαφορετικό χωριό της Λέσβου, οπότε ερχόταν από παντού. Πληρωνόμασταν πάντα κανονικά και στην ώρα μας. Εξυπηρετούσα θυμάμαι τρεις πελάτισσες μαζί, γιατί μου άρεσε, το έκανα με ευχαρίστηση. Στην αγορά γνώρισα και τον άντρα μου που είχε έρθει από τη Κέρκυρα, ήταν λιμενικός. Θυμάμαι το 1975 έπαιρνα μεροκάματο 55 δρχ. σαν υπάλληλος, ενώ ο σύζυγος μου σαν λιμενικός 50 δρχ. Έχω τόσες όμορφες αναμνήσεις από αυτή την εποχή. Η αγορά για μένα, ήταν η ζωή μου τότε.
Η Μ.Ε., 81 ετών, θυμάται:
Ο σύζυγος μου ήταν έμπορος. Όταν ήρθε στην Μυτιλήνη από το χωριό έπιασε δουλειά ως ράφτης. Αργότερα βρήκε δουλειά ως υπάλληλος στο εμπορικό του Μ.Β. Σε λίγα χρόνια γίνεται περιζήτητος υπάλληλος και το ανταγωνιστικό μαγαζί του προσέφερε διπλάσιο μισθό. Τότε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού του τον κάνει συνέταιρο και μαζί με αυτόν άλλους δυο υπάλληλους του. Εμένα με έφεραν τα αδέλφια μου από την Αυστραλία να με παντρέψουν εδώ, αφού κανονίστηκε η προίκα.
Ο Σ.Μ. 75 ετών σήμερα αναφέρει :
Η Κουμιδιά δεν ήταν μόνο ένας χώρος ψυχρών οικονομικών πάρε – δώσε, παζαριών και κυνηγιού του κέρδους. Είχε και μια έντονη ανθρωπένια πλευρά, μια «οσμή» στιγμών της γειτονιάς. Είναι λογικό, τούτος ο πλήρως ανδροκρατούμενος χώρος να είναι ιδιαίτερα ευάλωτος, στη γυναικεία παρουσία. Όταν έκανε την παρουσία της γυναικεία φιγούρα στην Κουμιδιά, πράγμα όχι συχνό, τότε στο ανδρικό δυναμικό της αγοράς, επικρατούσε …συναγερμός. Οι αντιδράσεις τους, ήταν ανάλογες με την κοινωνική προέλευση της γυναικείας παρουσίας. Τα σχόλια, τα αστεία, τα πειράγματα, ήταν πιο τολμηρά, εάν το θηλυκό ήταν παρακόρη, δηλαδή «υπηρετικό προσωπικό», που ερχόταν να προμηθευτεί κάτι. Εάν τώρα έκανε περατζάδα καμμιά «καθωσπρέπει» κυρία ή δεσποινίδα, τα σχόλια ήταν πιο συγκρατημένα.
Η Κ.Τ., 73 χρονών σήμερα, θυμάται:
Ο πατέρας μου ήταν πρόσφυγας. Καθώς ήταν λογιστής σε επιχειρήσεις, μου έμαθε τη δουλειά. Σε πολλούς πρόσφυγες δοθήκαν μικρές γωνίες και σιγά – σιγά έγιναν εμπορικά καταστήματα. Οι ποτοποιίες ήταν πάρα πολλές στην αγορά τότε. Στην πίσω πλευρά του μαγαζιού έφτιαχναν το ούζο ή το τσέρι και στο μπροστινό μαγαζί υπήρχε η λιανική πώληση. Δούλεψα στην αγορά ως λογίστρια στη χονδρική πώληση σε μια μεγάλη επιχείρηση. Περιμένοντας να φτάσω 21 χρονών για να πάω στη σχολή ορκωτών λογιστών, γνώρισα τον άντρα μου και τα παράτησα. Δούλεψα μαζί του στο κοσμηματοπωλείο. Μετά το 1975, που υπήρχε πια οδικό δίκτυο, πήγαινε και στα χωριά και πουλούσε ρολόγια με δόσεις. Θυμάμαι όταν έβρεχε στις μαξουλοχρονιές είχαμε πολύ δουλειά από τα χωριά, γιατί ο κόσμος δε μπορούσε να πάει στις ελιές και κατέβαινε στην αγορά για δουλειές και ψώνια.
Η Μ.Ε., 81 ετών σήμερα, διηγείται :
Το 1960 ήμουν 21 χρονών και ως το 1963 που έφυγα για Αυστραλία κατέβαινα με το λεωφορείο μόνη μου από το χωριό. Τα προϊόντα που καταναλώναμε τα παράγαμε εμείς ή τα ανταλλάσσαμε. Οι γονείς μου έφαγαν και τους δυο διωγμούς και τότε υπήρχαν πολύ λίγα χρήματα.. Είχαμε κτήματα, αλλά δούλευα στις ξένες ελιές, με 10 δραχμές μεροκάματο για να κατέβω να ψωνίσω τα δικά μου πράγματα στην αγορά. Όταν μάζευα 600 δρχ. κατέβαινα να ψωνίσω, συνηθως Χριστούγεννα και Πάσχα. Το 1962 έφυγα στην Αυστραλία μετανάστρια, στα αδέλφια μου. Το 1965 με έφεραν πίσω να με παντρέψουν εδώ με έναν έμπορο της αγοράς, αφού βέβαια κανονίστηκε η προίκα.
Η Η.Β., από το Μόλυβο, 81 ετών σήμερα, θυμάται :
Ήμουν από τη Πέτρα, αλλά παντρεύτηκα στο Μόλυβο το 1962. Τα αδέλφια μου είχαν ένα λεωφορείο συνεταιρικά. Κατέβαιναν με τα άλογα από τα άλλα χωριά για να το πάρουν να κατέβουν στην πόλη. Το οδικό δίκτυο δεν υπήρχε τότε. Όταν κατέβηκα να ράψω το νυφικό μου, ήταν το πρώτο κοντό νυφικό. Κατέβαινα να ψωνίσω με τον πατέρα μου και μετά με το σύζυγο μου γιατί είχαμε και μαγαζί. Οι φτωχές γυναίκες δεν κατέβαιναν Μυτιλήνη, πήγαιναν στη Καλλονή. Τα τεφτέρια ήταν παντού, όλα γραφόταν, τα αδέλφια μου κατέβαιναν για παραγγελίες του μαγαζιού μας, κλωστές, γυαλικά, παπούτσια, υφάσματα.
Όταν ρώτησα την Η.Β. τι άρχιζε να αλλάζει τότε στις συνήθειες των γυναικών και στη νοοτροπία τους μου είπε: «Υπήρχαν δύο ειδών γυναίκες όταν κατέβαινα στην αγορά και πολύ απελευθερωμένες αλλά και οι άλλες».
Στις 26 Ιουνίου 1957 στην εφημερίδα Πολιτικά υπάρχει ένα ξενόφερτο και αναπαραγόμενο άρθρο, το οποίο υποστηρίζει πως η νέα μόδα του μίνι είναι ευεργετική για τη καταπολέμηση του πάχους! Ενώ το 1969 οι πρώτες αισθητικοί έρχονται στο μυροπωλείο του Χατζημιχάλη στην αγορά διαφημίζοντας τη πιστοποίηση τους και στις 9 Φεβρουαρίου 1976 διαφημίζεται η εγκυκλοπαίδεια της γυναίκας
Η Γ.Β., 73 χρονών, από το Σκόπελο της Γέρας, θυμάται:
Το 1970 ήμουν 20 χρονών. Κατέβαινα στην αρχή με τον πατέρα μου, αλλά μετά μόνη μου. Τα υφάσματα πάρα πολλά. Χάλασε η αγορά τώρα πια δε μπορείς να βρεις ούτε δυο μέτρα ύφασμα. Διάβαζα πολλά περιοδικά μόδας και έβαλα όσο κοντό μίνι γινόταν. Αργότερα η κόρη μου δεν έβαλε ποτέ τόσο κοντό. Το κουμάντο για τα πολλά ψώνια το κάναμε για τα Χριστούγεννα και Πάσχα. Ωστόσο εγώ πήγαινα πολύ συχνά με το λεωφορείο. Πήγαινα στο πάρκο για καφέ, στο κομμωτήριο και στη ράφτρα. Ψώνιζα, έκανα τις δουλειές του πατέρα μου, αγόραζα ζωοτροφές από την Αγροτική Τράπεζα, έδινε 6 μήνες πίστωσή τότε και οι επιδοτήσεις ήταν ελάχιστες. Αργότερα, τη δεκαετία του ’80, ψώνιζα δώρα και άλλα πράγματα για τα παιδιά μου.
Οι στήλες στις εφημερίδες που αφορούν γυναικεία θέματα στην Ελλάδα αρχίζουν να εμφανίζονται τη δεκαετία του ’50, καθώς στα έντυπα και στον τύπο προβάλλεται επιτακτικά το νέο μοντέλο ζωής, με τη προώθηση του καταναλωτικού τρόπου σκέψης και η γυναίκα έχει ρόλο σ’ αυτόν. Πέρα από τα περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας και αργότερα την τηλεόραση που διαμόρφωναν καταναλωτικές συμπεριφορές στα τοπικά έντυπα βρίσκουμε ακριβώς το ίδιο μοτίβο. Τα διαμερίσματα, τα απορρυπαντικά, οι οικιακές συσκευές και η μοντέρνα επίπλωση δίνουν μια νέα ευθύνη στη χρήστρια και διαχειρίστρια του σπιτιού. Η γυναίκα είναι υπεύθυνη να οδηγήσει μεσα από τη νέα αυτή κατάσταση το νέο νοικοκυριό, καθώς οι οικιακές συσκευές και οι ευκολίες την αποδεσμεύουν από κοπιαστικές χειρωνακτικές δουλειές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αυξάνουν το φόρτο εργασίας της, ενώ ταυτόχρονα αναπαράγουν έντονα τον οικιακό της ρόλο. Αυτό είναι πλήρως ορατό από όλες τις διαφημίσεις που απευθύνονται αποκλειστικά στη γυναίκα. Η μετάβαση από το αγροτικό στο αστικό νοικοκυριό γίνεται θεαματικά γρήγορα και αναπόφευκτα οι αλλαγές έπρεπε να αφομοιωθούν σε μικρό χρονικο διάστημα. Έτσι η γυναίκα ακολουθώντας πολλές φορές τα πρότυπα που προβάλλουν τα γυναικεία περιοδικά της εποχής, μετατρέπεται σε «βασίλισσα» της κατανάλωσης, που θα οδηγήσει στο νέο περιβάλλον. Προωθείται ο οικιακός ρόλος και η ευτυχία της θηλυκότητας μέσα από την κατανάλωση και το σύμπαν των νέων συσκευών και των αντικειμένων δημιουργούν ένα νέο εαυτό. Η βιωματική διάσταση του μοντέρνου σπιτιού είναι γεγονός. Οι νέες πολιτισμικές επιρροές από το παγκόσμιο χώρο μεταφέρονται μέσω της κουλτούρας της κατανάλωσης. Τα ίδια τα νέα προϊόντα μεταμορφώνουν τον άνθρωπο.
Η αγορά της Μυτιλήνης ήταν τότε ένας κατεξοχήν χώρος των νέων προϊόντων. Ένας χώρος με πλούσιο παρελθόν, που στις δεκαετίες που εξετάζουμε πέρασε από την «ασπρόμαυρη» εκδοχή του 1960, στην «πολύχρωμη» εκδοχή της κατανάλωσης του 1980. Για παράδειγμα η μητέρα μιας γυναίκας 20 χρονών το 1965, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις στα χωριά της Λέσβου στην καθημερινότητα της φορούσε μαντήλι που σκέπαζε τα μαλλιά της, είδε ξαφνικά την κόρη της να φορά μίνι φούστα, τη δεκαετία του 1970 και δεν αντέδρασε, έτσι όπως μου διηγήθηκαν η Μ.Ε. και η Γ.Β. Οι γυναίκες που κατέβαιναν τότε στην πόλη για να ψωνίσουν βγήκαν από την ιδιωτική σφαίρα και τον οικιακό χώρο στη δημόσια σφαίρα της αγοράς. Μετά το 1970, με τα νέα καταναλωτικά πρότυπα ήταν αυτές που έκαναν το κουμάντο στο σπίτι. Ήταν η εποχή που δόθηκαν αγροτικές συντάξεις στις γυναίκες και είχαν πια δικά τους ξεχωριστά εισοδήματα, έστω και λίγα. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που αφηγήθηκε η Μ.Β. : «Μόλις πήρα την δική μου αγροτική σύνταξη, είπα στο σύζυγο μου : Αυτά είναι τα δικά μου λεφτά, δε θα τα πειράξεις και θα τα κάνω ό,τι νομίζω.»
Η μητροεστιακή θέση της γυναίκας στην αγορά της Μυτιλήνης αποτυπώνεται στις συνεντεύξεις καθως βλέπουμε ότι ακομη κι οι γυναίκες που ζούσαν σε χωριά αρχίζουν να μεταναστεύουν, να εργάζονται εκτός του οικιακού χώρου, να δραστηριοποιούνται στο χώρο της αγοράς, είτε ως καταναλώτριες είτε ως εργαζόμενες Πολλές έφευγαν από το χωριό τους και κατέβαιναν σ’ ένα καινούργιο σύμπαν. Χαρακτηριστική φράση είναι η εξής που άκουσα από τις Μ.Ε. και Μ.Κ. : «Σαν το Παρίσι μου φαινόταν τότε η αγορά». Οι μνήμες αποκαλύπτουν τον τρόπο που βιώνεται η εμπειρία στο χώρο της αγοράς. Αποκτούσαν μια νέα δυναμική, καθώς κατέβαιναν στην αγορά για να παζαρέψουν, να επιβληθούν, να επιδράσουν κοινωνικά, να μάθουν τις νέες τάσεις. Μέσω του χρήματος και της κατανάλωσης, είχαν μια σημαντική παρουσία στο χώρο της αγοράς.