Search

Κεντρική Αγορά Μυτιλήνης: Η αγορά ως δημόσιος χώρος επικοινωνίας και συναλλαγής

 Της Δήμητρας Εμμανουήλ 

 

Ο D. Canter (1977) αναφέρει ότι η αίσθηση του τόπου, πέρα από την αίσθηση ισορροπίας και λειτουργίας του αρχιτεκτονικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος, προσφέρει μια αίσθηση ασφάλειας, διασκέδασης και συναισθηματικής ευαισθητοποίησης. Αυτή η αίσθηση του τόπου είναι που βοηθά στην αίσθηση της ταυτότητας και του «ανήκειν»  στο χώρο. (Canter, 1977)

Η αγορά, αν και διέπεται από ένα ιδιοκτησιακό καθεστώς, μπορεί να θεωρηθεί ένας δημόσιος χώρος της πόλης  ως προς τη χρήση της, γιατί είναι  ένας χώρος ανοιχτός και προσβάσιμος στο ευρύ κοινό. Βέβαια σύμφωνα με τη νέα προσέγγιση του χώρου, υπάρχουν κάποιοι χώροι που δε μπορούν να θεωρηθούν ούτε δημόσιοι  ούτε ιδιωτικοί παρά ενδιάμεσοι, οι οποίο μπορούν να βελτιώσουν τις κοινωνικές σχέσεις των ατόμων και των ομάδων. Είναι χώροι προσβάσιμοι για όλους, που ενεργοποιούν δράσεις και συλλογικές διαδικασίες και προσδιορίζονται ως ποιοτικοί χώροι με μια θετική αποτίμηση της χρήσης τους. Χώροι  άθλησης, βιβλιοθήκες, παιδικές χαρές και. οι αγορές της πόλης έχουν καταταχθεί σε αυτούς τους χώρους. (Koutrolikou, 2014)

O Dines αναφέρει ότι από αυτή την έννοια έχει τη δυναμική να προσφέρει αλληλεπιδράσεις, να ενεργοποιεί τις σχέσεις των ατόμων στη γειτονιά, να ευνοεί τη διαπολιτισμικότητα και την επαφή ομάδων διαφορετικών τάξεων. Έτσι αναπτύσσονται κάποιες σχέσεις που βασίζονται στην αμοιβαία κατανόηση και αυτό έχει ως αποτελεσμα την ανάπτυξη μιας θετικής διάθεσης στο χώρο. (Dines, 2006) Από την άλλη πλευρά  οι στερεοτυπικές αντιλήψεις που αναπτύσσονται  και ο στιγματισμός κοινωνικών  ομάδων λειτουργούν  αρνητικά.

Ο Μ.Χ 56 ετών σήμερα,  στη δική του γραπτή αφήγηση θυμάται:

Κάποια χειμωνιάτικα απογεύματα δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος στην αγορά και οι μαγαζάτορες κάνανε πηγαδάκια μέσα στα μαγαζιά πότε στο ένα πότε στο άλλο, ρίχνοντας που και που καμιά ματιά και στο μαγαζί τους, σχολιάζοντας την επικαιρότητα με χιούμορ και πειράγματα για τις πολιτικές τους θέσεις. Θυμάμαι ότι στήριζαν ο ένας τον άλλον με αγορές που καμιά φορά δεν ήταν απαραίτητες, απλά να “κινείται το χρήμα”, αλλά και με δανεικά καθότι τότε τα δάνεια δινόταν με το σταγονόμετρο.

 

Ο ράφτης Μ.Κ. 91 ετών διηγείται:

Στο ραφείο μου στην Ερμού είχα πελάτες από όλες τις τάξεις. Οι μεροκαματιάρηδες με πλήρωναν με δόσεις. Έχασα λεφτά όμως, μόνο από μπατακτζήδες πλουσίους. Υπήρχε μια αλληλεγγύη ανάμεσα στους φτωχούς. Όταν κατέβαιναν οι γυναίκες το 1960 από τα χωριά ήταν σαν να πήγαιναν στο Παρίσι. Αναλάμβανα μόνο άντρες, γιατί οι γυναίκες  με ταλαιπωρούσαν. Οι περισσότεροι που άνοιξαν μαγαζιά ήταν φτωχοί. Κάποιοι όταν έπιασαν ξαφνικά πολλά λεφτά, άρχισαν τα ταξίδια στην Αθήνα του τύπου «να δούμε το ματς, να πάμε στα καμπαρέ». Όταν άρχισε η βρύση να στερεύει έπεσαν τα «κανόνια».

 

Σύμφωνα με τον Steven Vertovec (2011) οι αγορές ως δημόσιος χώρος συναλλαγής και αλληλεπίδρασης διάφορων ατόμων και συλλογικοτήτων, είναι το κλειδί για να μελετήσουμε τη συνύπαρξη με τη διαφορετικότητα.  Η επαφή με το διαφορετικό δημιουργεί αντιπαραθέσεις σχετικά με τα ζητήματα ταυτότητας κι έτσι η αγορά γίνεται ένας  κομβικός δημόσιος  χώρος για την παραγωγή και τη διαμόρφωση των σχέσεων ταυτότητας – ετερότητας. Έτσι η συμβολή του χώρου σε μια συλλογική ταυτότητα, αλλά και στην ενίσχυση των διαφορών και των διακρίσεων είναι καθοριστική (Pottie – Sherman, 2011). Οι ταυτότητες που διαμορφώνονται στν αγορά μπορεί να είναι έμφυλες, ταξικές ή και χωρικές (αστικός και αγροτικός πληθυσμός).

 

Η Κ.Τ. για παράδειγμα  μου ανέφερε:

Η φίλη μου, που δούλευε πωλήτρια στο Βουκλαρή, μου έλεγε ότι μετά τη δουλειά όλες μαζί πήγαιναν βόλτα στη προκυμαία και έτρωγαν λουκουμάδες στου Φωτίου. Τα απογεύματα στη Μυτιλήνη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ως και δέκα χρόνια αργότερα, κατέβαιναν όλες οι κοπέλες στην Ερμού για τη βόλτα.

 

Ο Βάσος Βόμβας στην Αναμνησιολογία (2020) αναφέρει:

Το βιβλιοπωλείο Χαλκίδη στο χώρο του σημερινού Ναυάγιο, ήταν στέκι διανοουμένων της πόλης. Βασικός θαμώνας ο Κ. Πατλάκας, καλλιτέχνης της κιθάρας, ποιητής και θυμόσοφος . Διατηρούσε κατάστημα πώλησης δίσκων και μουσικών οργάνων και όπως ήταν φυσικό, όλη η νεολαία περνούσε από εκεί. Όταν τον καλούσε η Ασφάλεια, αποκαθήλωνε το διοικητή με την εύστοχη ειρωνεία του :  «- κύριε Πατλάκα τι γνώμη έχετε για το ΚΚΕ;» Εκείνος απαντούσε : «κ. διοικητά όπως ξέρετε το ΚΚΕ είναι παράνομο αυτή τη στιγμή, εσείς παρανομείτε μ’ αυτή την ερώτηση και δεν πρόκειται να σας ακολουθήσω».

 

Η συλλογική χρήση του χώρου συμβάλει στη διαμόρφωση μιας κοινής ταυτότητας και η αλληλεπίδραση των ατόμων, μπορεί να συμβάλει στην άμβλυνση των διαφορών. Μέσω της ώσμωσης διαφορετικών ταυτοτήτων μπορούν να παραχθούν κοινές ταυτότητες και υβριδικοί πολιτισμοί (Hebert, Roth, Vertovec, 2014). Έτσι ο αστικός χώρος γίνεται πεδίο έκφρασης απόψεων που γίνονται αποδεκτές και μέσω των πρακτικών της αγοράς θέτονται νέοι όροι συμβίωσης και επαναπροσδιορισμού των ταυτοτήτων που αποτυπώνονται στις οικονομικές συναλλαγές και συμβάλλουν στη ποικιλομορφία της αγοράς.

Ο Μ.Χ, 56 ετών σήμερα θυμάται για τα τελευταία χρόνια της Χούντας και τα πρώτα της Μεταπολίτευσης:

Λίγο παραπάνω στο στενό της Αλκαίου ήταν το βιβλιοπωλείο του πατρός Σφετούδη, όπου ένα καλοκαίρι, με είχε στείλει ο πατέρας μου για απασχόληση, επειδή μου άρεσαν τα βιβλία. Ο κ. Σφετούδης ήταν διωγμένος αριστερός και επειδή γνώριζε ότι ο πατέρας μου ήταν δεξιός, όταν κάποια στιγμή έπιασα να ξεφυλλίσω το “Ένα παιδί μετράει τα άστρα” μου είπε: «Ασημακέλ, πιάσε μουρέλι ‘μ κανένα Ιβανόη, κανένα Αρθούρο κι άστου αυτό, μη βρω κανα μπελά απ’ του μπαμπά σ’…» Εγώ τότε δεν σκάμπαζα από πολιτική και δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Ήταν περίεργο αλλά ο πατέρας μου, αν και “δεξιός” είχε πολλούς καλούς φίλους αριστερούς λαϊκούς ανθρώπους, που τον αγαπούσαν και τους αγαπούσε

 

Η Ρ.Ε. 56 ετών σήμερα διηγείται :

Από το 1977 ως το 1982 πήγαινα στο μαγαζί του μπαμπά μου. Για τις γυναίκες που κατέβαιναν τότε ειδικά από τα χωριά, η διαδικασία του να αγοράσουν ένα ρούχο ήταν ταυτόχρονα μια κοινωνική διάδραση και η προσωπική σχέση με τον έμπορο. Τις έκανε χαρούμενες και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Έβλεπα τη χαρά και την ικανοποίηση στα πρόσωπα τους, ειδικά στο παζάρεμα.. Ο έμπορος τότε είχε τόσο προσωπική σχέση με τους πελάτες, οι πελάτες έλεγαν: «Θα πάω στον τάδε να ψωνίσω.». Οι πωλήσεις στηριζόταν στην προσωπική  σχέση του εμπόρου με τον πελάτη. Φυσικά πολλοί ψώνιζαν με δόσεις και τα τεφτέρια ήταν γεμάτα. Χανόταν πολλά χρήματα, αλλά δεν μπορούσες να δουλέψεις αλλιώς.

 

Η Valentine (2008) θέτει μια σειρά από ερωτήματα που αφορούν το  κατά  ποσό οι επαφές των μειονοτικών και κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων στο χώρο της αγοράς μπορούν να είναι στιγμές ουσιαστικής επαφής και αλληλοσεβασμού, ή σχέσεις κυριαρχίας και εξουσίας. Ο χώρος της αγοράς, ως δημόσιος χώρος, μπορεί να πυροδοτήσει αντιθέσεις εντάσεις, να εδραιώσει έχθρες και συγκρούσεις και να συμβάλλει στη διατήρηση κοινωνικών στερεοτυπών. Η αγορά αναγκαστικά φέρνει  σε επαφή τις διαφορετικότητες, υπερπηδώντας  τα ταξικά και πολιτισμικά εμπόδια. Καθώς η αγορά διαμορφώνεται από τη διαφορετικότητα, αντίστροφα η ίδια διαμορφώνει τη διαφορετικότητα με τρεις τρόπους :την αντιπροσωπεύει, τη ρυθμίζει, και τη φέρνει σε επαφή με άλλες διαφορετικότητες. (Hiebert, Rath, Vertovec, 2014).

Η ταξική διάκριση του χώρου της αγοράς που άρχισε όπως είδαμε  παραπάνω ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης του βόρειου τμήματος, ήδη από τη δεκαετία του ‘60 είχε ως συνέπεια να πυροδοτηθούν εντάσεις και συγκρούσεις, που αποτυπώνονται στο τοπικό τύπο, οι οποίες και συνεχίζονται ακόμη και σήμερα.

Στην εφημερίδα Λεσβιακός Κήρυξ το 1965 διαβάζουμε: «Οι επαγγελματίες και βιοτέχνες της Επάνω Σκάλας ζητούν από τη Δημοτική Αρχή τα κάρα με τα αλόγα να φύγουν από το καφενείο “Ερμής” και να μεταφερθούν αλλού. Η οδός Ερμού από τη Μητρόπολη ως τη Επάνω Σκάλα είναι σχεδόν κατεστραμμένη και σε σύγκριση με το νότιο τμήμα από τη Μητρόπολη ως το Κεντρικό Γυμνάσιο είναι έκδηλη η διαφορά. Το βόρειο τμήμα υποφέρει από οικονομικό μαρασμό και εγκατάλειψη» (εφ. Λεσβιακός Κήρυξ αρ. φ. 1604 έτος 1965). Η συνύπαρξη στο χώρο στα χρόνια της δικτατορίας, πυροδότησε επίσης ένα αίσθημα καχυποψίας.

Ο Μ.Κ.,  91 ετών, θυμάται :

Στη Χούντα επικρατούσε πολύ άσχημο κλίμα στην αγορά, παρόλο που ο ένας γνώριζε τον άλλον, υπήρχε φόβος πώς θα εκφραστεί ο καθένας, γιατί φοβόταν πως θα μεταφερθούν, ακόμη και κατά λάθος τα λεγόμενα του. Υπήρχε συνδικαλισμός, αλλά καταργούσαν τους εκλεγμένους και διόριζαν τους δικούς τους.

 

Ο κόσμος που κατέβαινε από τα χωριά αλληλοεπιδρούσε με τον ντόπιο πληθυσμό και τους έμπορους κι έτσι υπήρχε μια συνύπαρξη που σήμαινε μεν την ανταλλαγή πολιτισμικού κεφαλαίου αλλα πολλές φορές πυροδοτούσε και εντάσεις.

Η Ρ.Ε. 56 ετών σήμερα διηγείται:

Στο τέλος της επιλογής του ρούχου υπήρχε πάντα το παζάρεμα. Οι περισσότεροι πελάτες μας ήταν από χωριά. Διάλογος που κρατούσε αρκετή ώρα με τη κάθε πλευρά να προβάλλει τα επιχειρήματα της. Ο έμπορος προσπαθούσε να την πείσει να δώσει περισσότερα,  ενώ  η πελάτισσα έπρεπε να φύγει ικανοποιημένη ότι κατάφερε να πάρει το ρούχο στην τιμή που ήθελε, αλλιώς ήταν επικίνδυνο να δυσαρεστηθεί και να μην ξανάρθει. Θυμάμαι τις Κυριακές πηγαίναμε σε πολλά χωριά και εστιατόρια που ήταν πελάτες μας,  για να ανταποδώσουμε την προτίμηση και να έχουμε την κοινωνική συνεύρεση με τους πελάτες του μαγαζιού.

 

Η Α.Μ .80 ετών θυμάται:

Εγώ κατέβαινα στις 6.30, αλέθαμε καφέ και ψήναμε ξηρούς καρπούς, μύριζε όλη η αγορά κι όλοι οι γείτονες ελεγαν : «Μας έσπασες τη μύτη Αγγέλα» . Θυμάμαι έβαζα σε χωνάκια φιστίκια και τα μοίραζα στους γείτονες. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις με τους γείτονες παρόλες τις πολιτικές και κοινωνικές διαφορές μας. Πειράγματα, αστεία αλλά και πολλή δουλειά. Από τα χωριά κατέβαινε πολύς κόσμος.

Η  Η.Β., από το Μόλυβο,  81 ετών σήμερα, θυμάται :

Πριν να φύγουμε από την αγορά, όλοι εμείς που κατεβαίναμε να ψωνίσουμε από τα χωριά, τρώγαμε στο μαγειρειό της αγοράς, οι οδηγοί έτρωγαν πάντα φασολάδα, ενώ οι υπόλοιποι αναλόγως το βαλάντιο.

Η συνεστίαση στο χώρο στης αγοράς πολλών ατόμων από διαφορετικές τάξεις είναι μια από τις πρακτικές που βοηθούν στο σημείο αυτό. Βλέπουμε λοιπόν πώς ο χώρος της αγοράς διαμορφώνει πρακτικές που βοηθούν στην  συνύπαρξη, καθώς και στιγμές ουσιαστικής επαφής οι οποίες αποτυπώνονται στις συνεντεύξεις.

 

 

 

 

 

                  

 Το καφενείο «Πανελλήνιον» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.(αρχείο

   Σ. Φραντζέσκου

 

           Εικόνα 16:Το παλιό πλακόστρωτο της αγοράς 

           το 1960 (Αρχείο Σ.Φραντζεσκου).