Ο κριτικός κινηματογράφου και δημοσιογράφος, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, γράφει για το βιβλίο «7 Θυμοί» του συντοπίτη μας Χρήστου Βούπουρα το οποίο ενέπνευσε την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία…
«Διάβασα το βιβλίο αρκετό καιρό αφού είχα δει την ταινία, άρα η πρόσφατη ισχυρότερη εντύπωσή μου είναι από το βιβλίο, που σημαίνει πως είχα αντιδράσεις, αν θέλετε, λογοτεχνικές. Αλλά μ’ αυτά που θα σας πω θα δείτε ότι ταινία και βιβλίο είναι ταυτόσημα στην ουσία. Κινούνται πάνω στον ίδιο άξονα. Όταν λοιπόν διάβασα το βιβλίο, μου ήρθαν στο μυαλό διάφορα αναγνώσματα αγαπημένα, από το παρελθόν, κυρίως της νεανικής μου ηλικίας, όταν γνώριζα τον κόσμο πέρα από την προσωπική μου εμπειρία και με τις εμπειρίες των άλλων που υπάρχουν μέσα στα βιβλία. Και αυτοί οι άνθρωποι, οι συγγραφείς, που θυμήθηκα διαβάζοντας τον Χρήστο Βούπουρα, ήταν πρώτα απ’ όλα βέβαια ο Μαρσέλ Προυστ. Από την άλλη πλευρά, πρόσεξα κάτι που δεν είχε ο Προυστ, γιατί πέρασε τη ζωή του μέσα σε ένα δωμάτιο, καταγράφοντας αυτά που έζησε στα νιάτα του, μέσα στη Γαλλία, μέσα στους κύκλους τους δικούς του.
Η άλλη πλευρά του Χρήστου είναι το ταξίδι. Είναι η έξοδος από τον εαυτό μας, από τον περίγυρό μας, από τον πολιτισμό μας και η μαγική συνάντηση με άλλους πολιτισμούς πολύ διαφορετικούς. Από αυτή την άποψη είχαμε τους παλιούς πρωτοπόρους συγγραφείς όπως π.χ. ο Πιερ Λοτί, ο οποίος μας γνώρισε τον κόσμο των Μωαμεθανών και ιδίως τον τουρκικό. Βέβαια υπήρχαν και άλλοι που γνώρισαν στους Δυτικούς Ευρωπαίους τον κόσμο του Νότου, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα, όπως ο Μορίς Μπαρές ή ο Σατομπριάν παλιότερα. Αλλά ας μείνουμε σ’ εκείνους οι οποίοι πορεύονταν προς τους πολιτισμούς που κατά κάποιον τρόπο αντιπροσωπεύονται και μέσα στο βιβλίο του Χρήστου. Λοιπόν, ο Πιερ Λοτί και βέβαια ένας σχεδόν σύγχρονός μας, ο Λόρενς Ντάρελ που ήταν στο μεταίχμιο ακριβώς των πολιτισμών, την Αλεξάνδρεια, εκεί όπου συναντώνται όλα αυτά τα ρεύματα της Δύσης και της Ανατολής. Και βεβαίως το κεντρικό θέμα του Χρήστου: Ο έρωτας, η κυριαρχία του έρωτα, ο χειρισμός του και ή της ήττας μας τελικά από τον έρωτα. Γιατί πάντα υπάρχει εκεί μια ήττα. Λοιπόν από τον Προυστ, πρώτα απ’ όλα αναγνωρίζω στον Χρήστο το «εγώ κι ο κόσμος», καταγεγραμμένος σαν ντοκουμέντο και φιλτραρισμένος από την ποιητική συνείδηση σαν διαδρομή στο χωροχρόνο της μνήμης.
Με οδηγούς λοιπόν τις σεπτές σκιές των πρωτοπόρων συγγραφέων διάβασα το βιβλίο και είδα την ταινία. Βιβλίο και ταινία έχουν διαφορές. Όμως ουσιαστικά ο μυθιστορηματικός κόσμος και λόγος αντιστοιχούν με τον κινηματογραφικό κόσμο και λόγο του Χρήστου.
Στο κέντρο, κυριαρχικά, το υποκείμενο, το εγώ. Ένα εγώ πολυσύνθετο και άκρως ενδιαφέρον. Γιατί, ενώ είναι απόλυτο, κεντρομόλο, κοιτάζει τον κόσμο με επιθετική απληστία και μαζί εγωκεντρική πεποίθηση, συγχρόνως απορροφά σαν σφουγγάρι τα παλμικά στοιχεία του «άλλου», των άλλων ανθρώπων, των τόπων, του παρελθόντος, του παρόντος. Συμπλέκεται συνεχώς σε διάλογο με αυτό το «άλλο» και αλλοιώνεται, σε αμφιβολία και κρίση. Ακόμη πιο πολύ: Είναι σε αέναο πόλεμο με το άλλο, νικάει, νικιέται, μεταμορφώνεται.
Αυτή η παλινδρομική κίνηση εμπλουτίζει εξαιρετικά το θυμικό και πνευματικό πεδίο και διατυπώνει το κεντρικό αίτημα: Την βαθιά επιθυμία της κατάκτησης, και της απόλαυσης του κόσμου αλλά και των άλλων ανθρώπων μαζί. Που βέβαια ναυαγεί συνεχώς και προσφέρει τον άξονα και τον τίτλο: Έρως και θυμός – 7 θυμοί. Θυμοί από τον ίδιο και από τους ήρωές του, γιατί ο κόσμος και οι άλλοι δεν κατακτώνται τελικά ποτέ, δεν παραδίδονται τελικά ποτέ. Επιθυμίες, κινήσεις κι ύστερα ανατροπές, διαψεύσεις, αποτυχίες, προσδοκίες, που συσσωρεύονται και εντείνονται ως την έκρηξη.
Επιθυμία του παντός, λοιπόν, έρως γλυκός και κατόπιν κοφτερός σαν μαχαίρι. Που ανοίγει όμως τα μάτια, τις αισθήσεις, το σώμα, το συναίσθημα, το μυαλό.
Ο ήρωας, ο Πέτρος, και μέσα του βέβαια και παντού γύρω συγχρόνως, ο Βούπουρας, βλέπει, ακούει, καταγράφει, επηρεάζεται, θυμάται, αναπαράγει, με όρεξη φοβερή, που δεν καταλαγιάζει ποτέ. Ο εραστής είναι σχεδόν εμμονικά ο τρομερά διαφορετικός, ο μυστηριακός μουσουλμάνος Άραβας. Διαφορετικός άνθρωπος, όψη, σώμα, DNA, θρησκεία, πολιτισμός, όλα. Περιγράφει, λοιπόν, ανιχνεύει, συγκρούεται, εξιχνιάζει ή και όχι έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο.
Δίπλα του, πίσω του, στο παρελθόν, στο παρόν του, οι άλλοι, οι εκτός του ερωτά του. Φίλοι, γνωστοί, γνωστοί γνωστών, συγγενείς, τυχαίες συναντήσεις, η στενή οικογένεια, μάνα πατέρας, άνθρωποι και γεγονότα λογιών-λογιών. Οι ιστορίες τους από τα πάθη της φυλής μας, οι πατρίδες, συχνά μακρινές, χαμένες. Το παράξενο και το οικείο συμπλέκονται, πολλές φορές απρόβλεπτα, με χρώμα, με γιορτή, με χαρά ή πένθος. Μια ανεξάντλητη πινακοθήκη. Η πολυπολιτισμική ανακάλυψη, η αποκάλυψη, τελικά το θάμβος. Μέσα σ’ όλα διακρίνεται το πάθος, αυτό κυριαρχεί, και η διεκδίκηση της ζωής, ο έρως ως διαρκής πόλεμος, ατελείωτες νίκες και ήττες, έρως ως την επιβολή, την παράδοση, την πτώση, ακόμη και ως το θάνατο.
Εδώ συναντούμε τον Προυστ. «Η αντίληψη είναι μια ψευδαίσθηση αληθινή» έχει πει ο Ιππόλυτος Ταίν. Ότι υπάρχει για μένα είναι γιατί το θυμάμαι. Παρατηρεί λοιπόν, ο Βούπουρας και θυμάται τα πάντα. Τα δικά του βιώματα και τα αφηγημένα βιώματα των άλλων. Από πόλεις και χωριά, από την Ιστορία, ή το σήμερα, από ανθρώπους ντόπιους ή ξενιτεμένους, με βιώματα του μόχθου, βιώματα σκληρά και μεστά, με παιδικές αναμνήσεις.
Όλα αναδύονται συνεχώς και πυκνά, από μικρά κίνητρα ή ερεθίσματα, με συνειρμούς, όπως στον Προυστ με το μπισκοτάκι στο τσάι. Οι ιστορίες έχουν ενάργεια, επιγραμματικότητα και διαφυλάσσουν το ιδιαίτερο γλωσσικό και εκφραστικό ιδίωμα των ηρώων τους. Κάτι παραπάνω. Υπαινίσσονται μια στάση ζωής, μια υπόσταση, μια αξία, κάτι σαν απλό, πολύτιμο πρόταγμα. Η λαϊκή ζωτικότητα και το λαϊκό ήθος είναι αξίες που εδραιώνονται βήμα-βήμα. Μια επιβλητική σειρά από ανθρώπινα πορτραίτα ξεδιπλώνεται. Έτσι όπως εκτυλίσσεται το βιβλίο και η ταινία, Βλέπουμε τον δημιουργό, που ενώ σκάβει το αβυσσαλέο εγώ, αντιλαμβάνεται ότι η ατομική ψυχή εκπορεύεται και στηρίζεται από τη συλλογική ψυχή, όπως τη σχηματίζουν η επίδραση της γης, του κλίματος, της θρησκευτικής και πολιτισμικής παράδοσης και η ζωντανή μνήμη.
Μέσα από αυτό το ατελεύτητο ταξίδι και άνοιγμα, από τον εαυτό του προς τους άλλους, ο Βούπουρας, στήνει βαθμιαία, και χωρίς να διαφαίνεται επίμονα η πρόθεσή του, στήνει και ξεδιπλώνει μια πλατιά κοινωνική ηθογραφία. Η οποία παρουσιάζεται αποσπασματική, χωρίς σύστημα, σαν θραύσματα. Λανθάνει, όμως μια βαθύτερη διάθεση νοηματοδότησης από τον Βούπουρα.
Τελικά, αισθάνεσαι ότι σχηματίζεται, ψηφίδα-ψηφίδα ένα γοητευτικό και σημαντικό πανόραμα, μια ανθρωπογεωγραφία, που εξακτινώνεται προς το παρελθόν, κι από τον διάσπαρτο ελληνισμό, προς τον γύρω κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου. Η ματιά του είναι διαυγής, επιμελής, λιτή, επαρκής, ρεαλιστική. Το βλέμμα και η μνήμη εκφράζει μια ηθική στάση και επιλογή. Ενώ μοιάζει να εκθέτει ντοκιμαντερίστικα δεδομένα, πίσω τους αναζητεί, έστω μάταια, μια αιτιότητα των ανθρώπινων πράξεων και διαδρομών, ίσως και μια αιτιότητα τη μοίρας Η ακατάπαυστη κινητικότητα ψάχνει απεγνωσμένα κάποια μακρινή αλήθεια. Χωρίς να το επιδεικνύει, ο Βούπουρας είναι έτσι ένας λαϊκότροπος κοινωνικός ρεαλιστής και μοραλίστας.
Όμως, σε κάθε φάση, σε κάθε στιγμή, αναδύεται το εγώ. Ισχυρό εγώ, που καταθέτει και τα όνειρά του, στο ίδιο επίπεδο με τα πραγματικά βιώματα. Ξεπροβάλλει η ενδοσκόπηση, η καταγραφή των μαιάνδρων, των συνεχών αντιφάσεων του εγώ, στη σιδερένια μέγγενη του έρωτα και του σεξουαλισμού. Έτσι έχουμε μπροστά μας και κάτι άλλο από τον κοινωνικό ρεαλισμό. Έχουμε και ένα ρεαλιστικό ψυχογραφικό μυθιστόρημα.
Και τότε η μνήμη προικίζει τις καταγραφόμενες βιωματικές στιγμές με αλήθεια και μαγεία, γιατί τις διηθεί αποτελεσματικά. Το ψηφιδωτό παίρνει σιγά-σιγά μορφή και υπόσταση. Ο έρως, στο κέντρο, η συγκολλητική δύναμη εκπέμπει φως και φωτιά, θεός και τύραννος. Έρως ορμή και παλινδρόμηση, παράδοση και αμφιβολία, ζηλοτυπία, βασανισμός, προσφορά και θυμός.
Ο δημιουργός ακολουθεί το αόρατο μονοπάτι. Πίσω από την εναντιωμένη επιθυμία και τον επισφαλή ή μάταιο έρωτα ανατέλλει η εφαρμοσμένη, και ενσαρκωμένη μνήμη, που αντιμάχεται την αποστέρηση. Η τέχνη. Η τέχνη του λόγου και η τέχνη της εικόνας του σινεμά. Ο δημιουργός διασώζει έτσι τον εαυτό του και τον κόσμο από τον ωκεανό της λησμονιάς».
Ο Χρήστος Βούπουρας γεννήθηκε στην Κώμη της Λέσβου το 1954. Είναι σεναριογράφος και σκηνοθέτης ταινιών μυθοπλασίας όπως ο «Λιποτάκτης» (1988), «Mirupafshim» (1997) αλλά και ντοκιμαντέρ όπως τα «Παμβώτις – Δημήτρης Χατζής» (1999) τα οποία έχει συνυπογράψει με τον Γιώργο Κόρρα. Στη φιλμογραφία του περιλαμβάνεται και το ντοκιμαντέρ «Ο χορός των αλόγων» (2001).